Ξυπνώντας σε κάποιο διαμέρισμα μετά από ένα ξέφρενο πάρτι, ο Σαμ έρχεται αντιμέτωπος με μια φριχτή πραγματικότητα: ένας στρατός από ζόμπι έχει εισβάλλει στους δρόμους του Παρισιού και εκείνος είναι ο μοναδικός επιζών. Τρομοκρατημένος, κλείνεται μέσα στο κτήριο και οργανώνει την επιβίωσή του. Αναρωτιέται πόσο καιρό μπορεί να αντέξει στη σιωπή και τη μοναξιά, και η απάντηση έρχεται όταν ανακαλύπτει ότι τελικά δεν είναι μόνος.

Σκηνοθεσία:

Dominique Rocher

Κύριοι Ρόλοι:

Anders Danielsen Lie … Sam

Golshifteh Farahani … Sarah

Denis Lavant … Alfred

Sigrid Bouaziz … Fanny

David Kammenos … Mathieu

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Dominique Rocher, Jeremie Guez, Guillaume Lemans

Παραγωγή: Carole Scotta

Μουσική: David Gubitsch

Φωτογραφία: Jordane Chouzenoux

Μοντάζ: Isabelle Manquillet

Σκηνικά: Sidney Dubois

Κοστούμια: Caroline Spieth

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Nuit a Devore le Monde
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο
  • Διεθνής Τίτλος: The Night Eats the World

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: La Nuit a Devore le Monde του Pit Agarmen.

Παραλειπόμενα

  • Μεγάλου μήκους ντεμπούτο για τον Dominique Rocher.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου:8/1/2019

Η βασική ιδέα του επιζώντα που προσπαθεί μόνος του να επιβιώσει σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο είναι ένα από τα κλασικά σχήματα που επαναλαμβάνονται στον σύγχρονο κινηματογράφο, ωστόσο το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Dominique Rocher προσπαθεί να διαφοροποιηθεί ελαφρώς σε ύφος από το μέσο δείγμα του είδους υιοθετώντας ένα ευρωπαΐζον στυλ και ρυθμούς που κάποιος δεν θα περίμενε σε ένα θρίλερ με ζόμπι. Όσο καλοδεχούμενη κι αν είναι πάντως στα χαρτιά αυτή η δημιουργική απόφαση άλλο τόσο η υλοποίηση απογοητεύει, μιας και το φιλμ σε επίπεδο νοηματικής και σεναριακών ιδεών δεν είναι η μέρα με τη νύχτα με τόσα άλλα πιο mainstream δείγματα του είδους. Αντιθέτως, πολλά από τα γνώριμα κλισέ που ταλανίζουν ως επί το πλείστον μια ταινία επιβίωσης βρίσκονται κι εδώ (ο σταδιακός πλήρης έλεγχος του ήρωα επάνω στη νέα καθημερινότητά του μέσω ενός μοντάζ στιγμιοτύπων, διάλογοι με όντα που δεν μπορούν να ανταποκριθούν που επί της ουσίας αποτελούν μια έκθεση πληροφοριών για τον πρωταγωνιστή αλά «Ναυαγός»), μονάχα που γίνεται μια απόπειρα να καμουφλαριστούν πίσω από ένα περιτύλιγμα που δεν μοιάζει τόσο χολιγουντιανό λόγω προϋπολογισμού και προσέγγισης. Εν ολίγοις, επί της ουσίας δεν πρόκειται για ριζική ανανέωση μιας συνταγής αλλά για ένα διαφορετικό σερβίρισμά της, ακολουθώντας ουσιαστικά μια διαδρομή κατά βάση παρόμοια με άλλους προκατόχους του είδους.

Κάτι που γίνεται σωστά εδώ είναι πως το κεντρικό πρόσωπο δεν λειτουργεί πάντοτε ορθολογικά και με χειρουργική ακρίβεια, όπως είναι το κανονικό και σε μια έκτακτη περίσταση, κάτι που ακόμη να μάθει το Χόλιγουντ που νομίζει πως οφείλει να παραδίδει στον θεατή πάντα ήρωες με την επινοητικότητα ενός Ροβινσώνα Κρούσου, ωστόσο αυτό δεν είναι αρκετό για να αναστρέψει τη γενική εικόνα. Το πρόβλημα εδώ είναι πως το σύνολο δεν ακουμπάει και σε μια αρκούντως δυνατή πρωταγωνιστική ερμηνεία ώστε να του συγχωρεθούν σε ένα μεγάλο βαθμό τα όποια σφάλματα. Ο Anders Danielsen Lie τηρεί εδώ ένα μέτρο στο παίξιμό του που ταιριάζει με τον τόνο του φιλμ, καταλήγοντας όμως να αφήνει μια υπερβολικά ψυχρή αίσθηση για να το κουβαλήσει όλο επάνω του και να κάνει τον θεατή να ενδιαφερθεί για την οδύσσειά του, ενώ στις σκηνές ξεσπασμάτων φανερώνει μια μερική ανεπάρκεια που επιβεβαιώνει το σχετικά μικρό του εκτόπισμα για να αναλάβει ουσιαστικά μια παράσταση για έναν ρόλο. Για αυτό και όταν μπαίνει στο παιχνίδι η ήρεμη δύναμη της Golshifteh Farahani φαίνεται αμέσως μια διαφορά σε προσέγγιση κι εύρος, τόσο που μπαίνει κάποιος σε σκέψη πόσο διαφορετική ως προς το καλύτερο θα ήταν η συγκεκριμένη προσπάθεια αν είχε τα ηνία της κεντρικής ηρωίδας.

Για κάθε πρωτότυπη ιδέα υπάρχει κι ένα δανειάκι από ταινίες που άσκησαν επιρροή στον κινηματογραφικό μύθο των ζόμπι (λίγο από «28 Μέρες Μετά», λίγο από «Ζωντανό Θρύλο», λίγο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Romero) και κάπως έτσι περνάει η ώρα μέχρι να έρθει ένα φινάλε που δίνει την εντύπωση πως προέκυψε λόγω δημιουργικού αδιεξόδου των σεναριογράφων εκτός αν αυτό οφείλεται στην πρωτογενή πηγή της νουβέλας του Martin Page στην οποία βασίζεται. Δεδομένου του ότι στα χωράφια του χαμηλού μπάτζετ στα οποία κινείται κυκλοφορεί ένας όγκος ανεκδιήγητων τρομο-θρίλερ που πιστεύουν πως αυτό το γνώρισμα τους προσδίδει και καλλιτεχνικό άλλοθι, το «Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο» δεν είναι καν ό,τι χειρότερο έχει να επιδείξει η κατηγορία αυτή. Δυστυχώς δεν υπάρχουν και πολλοί λόγοι ώστε να αποτελέσει ένα πακέτο άξιο πρότασης: τα μονοπάτια που διασχίζει τα έχουν περάσει και άλλοι και σίγουρα με αρκετά καλύτερο τρόπο, ενώ στοχεύοντας στην αφηγηματική εξοικονόμηση χάνονται ευκαιρίες να αναπτυχθούν εν δυνάμει ενδιαφέρουσες θεματικές (η έννοια του ξένου, η ιδιότητα του καπιταλιστικού συστήματος να εγκλιματίζει το άτομο ακόμη και σε αντικανονικές συνθήκες) που θα έδιναν ένα υπόβαθρο στη σεναριακή κατασκευή ώστε να αποτελέσει κάτι παραπάνω από απλά ακόμη ένα φιλμ με νεκροζώντανους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *