Ο 51χρονος Τιερί προσπαθεί να βρει δουλειά μετά το κλείσιμο του εργοστασίου που δούλευε. Μετά από 20 μήνες στην ανεργία και από πολλές προσπάθειες, καταφέρνει να πιάσει δουλειά ως σεκιουριτάς σε σούπερ-μάρκετ. Η διεύθυνση όμως επιθυμεί περισσότερα από τους υπαλλήλους ασφαλείας, βυθίζοντας τον Τιερί σε ένα ηθικό δίλημμα.
Σκηνοθεσία:
Stephane Brize
Κύριοι Ρόλοι:
Vincent Lindon … Thierry Taugourdeau
Yves Ory … σύμβουλος εργασίας
Karine de Mirbeck … Κα Taugourdeau
Matthieu Schaller … ο γιος του Thierry
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Stephane Brize, Olivier Gorce
Παραγωγή: Philip Boeffard, Christophe Rossignon
Φωτογραφία: Eric Dumont
Μοντάζ: Anne Klotz
Σκηνικά: Valerie Saradjian
Κοστούμια: Ann Dunsford, Diane Dussaud
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: La Loi du Marche
Ελληνικός Τίτλος: Ο Νόμος της Αγοράς
Διεθνής Τίτλος: The Measure of a Man
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Vincent Lindon).
- Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Vincent Lindon) στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία.
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Vincent Lindon) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Έκδοση Κειμένου: 15/7/2015
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τον Νόμο της Αγοράς του Στεφάν Μπριζέ ως το δεύτερο μέρος μιας άτυπης διλογίας που ξεκίνησαν οι αδερφοί Νταρντέν με το Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα, το οποίο επίσης διαγωνίσθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα πριν από έναν χρόνο, ενώ λίγο αργότερα βρέθηκε υποψήφιο για Όσκαρ πρώτης γυναικείας ερμηνείας. Παρά τη συγγένεια μεταξύ των δύο ταινιών που εύλογα θα παρατηρήσει κανείς, η ταινία του Μπριζέ προσεγγίζει μια διαφορετική πλευρά του θέματος με έναν δικό της αυθεντικό τρόπο.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, ο 51χρονος Τιερί -υποδυόμενος από έναν συγκλονιστικό Βενσάν Λιντόν-, ο οποίος βρίσκει τον εαυτό του να μαστίζεται από την ανεργία, μετά το κλείσιμο του εργοστασίου που δούλευε. Έχοντας μια οικογένεια να φροντίσει, επιμένει στωικά τις απορρίψεις, ώσπου έπειτα από 20 μήνες βρίσκει δουλειά ως σεκιουριτάς σε πολυκατάστημα. Εκεί όμως θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις τακτικές της διευθύνσεως, που απαιτεί από τους υπαλλήλους κάτι περισσότερο, θέτοντας θέματα ηθικής φύσεως.
Ο Μπριζέ επέλεξε για άλλη μία φορά ως πρωταγωνιστή του τον έμπειρο Βενσάν Λιντόν, πλαισιώνοντάς τον με μη-επαγγελματίες ηθοποιούς, τους οποίους εξόπλισε με ένα σενάριο προσεκτικά δουλεμένο. Εστιάζοντας στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων και στη συνάρτησή της με την εργασία, είτε υπό το πρίσμα των ανέργων είτε των εργαζομένων, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την αντιμετώπιση των ανέργων από τράπεζες, οργανισμούς και υποψήφιους εργοδότες, τη βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από τους ανέργους (γραφεία ευρέσεως εργασίας, σεμινάρια προετοιμασίας για επαγγελματική συνέντευξη κ.α.), μέχρι τους κανόνες εργασίας και τις ανήθικες τακτικές των μεγάλων εταιρειών που συχνά καλλιεργούν στους υπαλλήλους τους την ανθρωποφαγία. Η τεχνική αφήγησης που χρησιμοποιεί ο Μπριζέ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς χρησιμοποιεί μια σειρά από περιστατικά, παρουσιάζοντάς τα μέσα από μικρές σκηνές που θα στέκονταν ακόμα και αυτόνομες, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης. Αρκετές φορές αναδύεται μια υπόγεια ειρωνεία, η οποία όμως πηγάζει από τον ρεαλισμό, και για την ακρίβεια από την αδυναμία των επιχειρήσεων και των οργανισμών να αντιμετωπίσουν τον άνθρωπο ως μια ύπαρξη με προσωπικότητα και όχι ως απρόσωπο μοντέλο. Η συρραφή των παραπάνω σκηνών πραγματοποιείται με δεξιότητα, επιτυγχάνοντας την κινηματογραφική συνοχή κι έχοντας παράλληλα διαμορφώσει το πορτραίτο του κεντρικού ήρωα, χτίζοντας την προσωπικότητά του και δίνοντας μια ικανοποιητική εικόνα της οικογενειακής του καθημερινότητας σε αντιπαραβολή με την εργασιακή του περιπέτεια. Μοναδική παραφωνία, ίσως το κάπως διδακτικό τέλος του, που μοιάζει ξαφνικά να μην καταγράφει αλλά να υποδεικνύει, μη συνάδοντας έτσι με το λιτό καταγγελτικό ύφος του υπολοίπου.
Ένα νταρντενικού ύφους πολιτικό δράμα που καταγράφει ρεαλιστικά τις εργασιακές προκλήσεις του 21ου αιώνα, καθώς συγκρούονται με το σύμφυτο δικαίωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αποτυπώνοντας έτσι τον «Νόμο της Αγοράς» που κάποιοι προσπαθούν να επιβάλλουν και κάποιοι άλλοι υποθάλπουν με την ανοχή τους.
Βαθμολογία: