Ο Πόλεμος των Κουμπιών
- La Guerre des Boutons
- War of the Buttons
- 2011
- Γαλλία
- Γαλλικά
- Δραμεντί, Εποχής, Οικογενειακή
- 15 Σεπτεμβρίου 2011
Σ’ ένα χωριό της Νότιας Γαλλίας, το 1957, μια ομάδα αγοριών ηλικίας 7 έως 14ων ετών κηρύσσει πόλεμο εναντία στους ορκισμένους εχθρούς της, τα παιδιά του γειτονικού χωριού. Ένας πόλεμος τιμής και πίστης που έχει παραμείνει ζωντανός για πολλές γενιές, όπου ο εξευτελισμός με το ξήλωμα των κουμπιών είναι η πιο τρομακτική ήττα. Δεν είναι καθόλου εύκολο όμως να είσαι σε έναν στρατό πιτσιρίκων, να δίνεις μάχες, και να μη βρίσκεις τον μπελά σου όταν γυρίζεις σπίτι με σκισμένα ρούχα και χαμένα κουμπιά.
Σκηνοθεσία:
Yann Samuell
Κύριοι Ρόλοι:
Vincent Bres … William Lebrac
Salome Lemire … Lanterne
Alain Chabat … Κος Labru
Mathilde Seigner … Κα Lebrac
Fred Testot … πάτερ Simon
Christian Hecq … Zephirin
Bastien Bouillon … Tintin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Yann Samuell
Παραγωγή: Marc Du Pontavice, Matthew Gledhill
Μουσική: Klaus Badelt
Φωτογραφία: Julien Hirsch
Μοντάζ: Sylvie Landra
Σκηνικά: Pierre-Francois Limbosch
Κοστούμια: Charlotte David
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Guerre des Boutons
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Πόλεμος των Κουμπιών
- Διεθνής Τίτλος: War of the Buttons
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Πόλεμος των Κουμπιών (1962)
- Ο Πόλεμος των Κουμπιών (1994)
- Ο Πόλεμος των Κουμπιών (2011)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: La Guerre des Boutons του Louis Pergaud.
Παραλειπόμενα
- Διασκευή του κλασικού αντιπολεμικού βιβλίου του 1912, που αποτέλεσε την πηγή για την κλασική ταινία του 1962. Μέσα στο 2011, ο Christophe Barratier έβγαλε κι αυτός μια διασκευή του ίδιου έργου. Και οι δύο ταινίες, μάλιστα, κυκλοφόρησαν μέσα στον ίδιο μήνα, Σεπτέμβρη, στη Γαλλία. Ο πόλεμος για τον πόλεμο των κουμπιών; Οι Βρετανοί το διασκεύασαν κι αυτοί το 1994 με σκηνοθέτη τον John Roberts, μια ταινία που στη χώρα μας κυκλοφόρησε μονάχα στο βίντεο και στην τηλεόραση.
- Ο νεαρός πρωταγωνιστής Vincent Bres ξεκίνησε αλλά και σταμάτησε εδώ την κινηματογραφική του παρουσία.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 12/9/2011
Στην επαρχιακή Γαλλία, τέλη των 1950 αρχές 1960, τα παιδιά από δυο γειτονικά χωριά βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση, οργανώνοντας μέχρι και πολέμους στα γύρω δάση και τα κατσάβραχα. Αναλόγως και οι ενήλικες διατηρούν αυτή την αντιπαλότητα από παλιά. Ο έφηβος Λεμπράκ, αρχηγός της μιας ομάδας, βιώνει αυτή την κατάσταση σε σχέση με διλήμματα ως προς την αξία της κοινωνικοποίησης (σπουδές κ.λπ.) ή την αποδοχή μιας αγροτικής ζωής, μακριά από έναν αμφίβολο «πολιτισμό».
Ο Louis Pergaud που εξέδωσε το βιβλίο του το 1912, και μαζί δυο-τρεις συλλογές διηγημάτων, έχει φανατικούς οπαδούς. Είναι φανερό ότι τον απασχόλησε το ένστικτο του πολέμου που είναι βαθιά ριζωμένο στα αντρικά γονίδια – ο ίδιος, αν και φιλειρηνιστής, πέθανε πολεμώντας στον Α΄ Παγκόσμιο. Υπάρχουν θεωρίες στον τομέα της ανθρωπολογίας-κοινωνιολογίας που λένε ότι εκτός από οικονομικο-πολιτικά αίτια του πολέμου, υπάρχει συνάμα και η τάση της ομαδοποίησης και αντιπαράθεσης με άλλες ομάδες, ούτως ή άλλως. Επίσης, ότι τα αντρικά ανταγωνιστικά παιχνίδια δεν είναι παρά η εκδήλωση αυτής της τάσης (προσωπικά θυμάμαι ότι αρχές των 1960 στο Νέο Ψυχικό, κάναμε κανονικούς πολέμους με ξύλινα σπαθιά και ασπίδες, χωρισμένοι στους «από τον λόφο» και στους «από την πεδιάδα»). Και αντιστρόφως, οι πόλεμοι κατά έναν τρόπο είναι και η συνέχιση του παιδικού παιχνιδιού στην ενήλικη ζωή των αντρών.
Στην έξοχη μεταφορά του βιβλίου το 1962, ο Ιβ Ρομπέρ δημιούργησε μια κατάσταση ποιητικού ρεαλισμού, ένα έπος της παιδικής ηλικίας που παρέμεινε κλασικό. Παράλληλα με την ηθογραφία και την αναπόφευκτη γραφικότητα, ενισχυμένη από την ασπρόμαυρη φωτογραφία, πρόσεξε πολύ τον χαρακτήρα του Λεμπράκ, στον οποίο έδωσε το δραματικό βάθος που του άξιζε. Ο ήρωας εδώ συγγενεύει με εκείνον στα 400 Χτυπήματα. Στο αγγλικό έγχρωμο ριμέικ του 1994, με την ιστορία μεταφερμένη στην ιρλανδική επαρχία, ο Τζον Ρόμπερτς ακολούθησε πιστά το γαλλικό σενάριο όχι τόσο ως διαλόγους όσο ως πλοκή, εστιάζοντας περισσότερο στη δράση παρά στους χαρακτήρες.
Στην παρούσα μεταφορά, και πάλι γαλλική, ο Γιάν Σαμουέλ, αφενός παραλείπει στοιχεία, αφετέρου «στρογγυλεύει» τα αιχμηρά νοήματα, βάζοντας περισσότερο συναίσθημα και χάπι-εντ, κάνοντάς το, από μια ενήλικη ταινία σχετική με παιδιά, μια μάλλον ψυχ-αγωγική (με την ουσιαστική έννοια) ταινία για παιδιά θεατές – αν και το συνολικό ποιητικό κλίμα δεν το χάνει – χωρίς να φτάνει το επίπεδο του αυθεντικού φιλμ. Και στις τρεις κινηματογραφικές περιπτώσεις, πάντως, φαίνεται η δύναμη του βιβλίου που στηρίζει όλα τα εγχειρήματα.
Βαθμολογία: