Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το αεροπλάνο του σμηναγού ντε Μπελντιέ και του υποσμηναγού Μαρεσάλ καταρρίπτεται από τον γερμανό αξιωματικό Φον Ράουφενσταϊν. Οι δυο τους οδηγούνται σ’ ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, όπου μαζί με μια παρέα συμπατριωτών τους οργανώνουν την απόδραση. Όμως, λίγο πριν την υλοποίηση του σχεδίου, μεταφέρονται σε μια φυλακή-κάστρο υπό τη διοίκηση του Φον Ράουφενσταϊν, ενώ μια σχέση σεβασμού κι εκτίμησης συνδέει τους αριστοκρατικής προέλευσης Φον Ράουφενσταϊν και ντε Μπελντιέ.

Σκηνοθεσία:

Jean Renoir

Κύριοι Ρόλοι:

Jean Gabin … υποσμηναγός Marechal

Marcel Dalio … υποσμηναγός Rosenthal

Pierre Fresnay … σμηναγός de Boeldieu

Erich von Stroheim … λοχαγός von Rauffenstein

Dita Parlo … Elsa

Julien Carette … Cartier

Gaston Modot … ο μηχανικός

Jean Daste … ο δάσκαλος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Charles Spaak, Jean Renoir

Παραγωγή: Albert Pinkovitch, Frank Rollmer

Μουσική: Joseph Kosma

Φωτογραφία: Christian Matras

Μοντάζ: Marthe Huguet, Marguerite Renoir

Σκηνικά: Eugene Lourie

Κοστούμια: Rene Decrais

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Grande Illusion
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Μεγάλη Χίμαιρα
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Grand Illusion
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Μετά τη Μάχη [επανέκδοσης]

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο συνολικού καλλιτεχνικού επιτεύγματος.

Παραλειπόμενα

  • Ο τίτλος προήλθε από ένα βιβλίο του 1909 με τίτλο The Great Illusion, στο οποίο ο βρετανός δημοσιογράφος Norman Angell υποστήριζε ότι ένας πόλεμος δεν θα ήταν χρήσιμος για τα κοινά οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών. Για τον Jean Renoir όμως αυτό ήταν μόνο μια εναρκτήριος (αν και ο ίδιος είχε πει ότι δεν σήμαινε κάτι συγκεκριμένο ο τίτλος), θέλοντας εδώ να παραβάλει τον άνθρωπο κάθε έθνους έναντι των πολιτικών και των ιδεολογιών που ήδη φαίνονταν ότι θα οδηγούσαν σε νέο μεγάλο πόλεμο.
  • Ο Renoir παρεισφρέει ημι-αυτοβιογραφικά στοιχεία, έχοντας ο ίδιος ως αναγνωριστικός πιλότος σωθεί από θαύμα κατά τον ΑΠΠ από ένα γάλλο πιλότο που ονομάζονταν Armand Pinsard. Αργότερα ο Pinsard θα θυμηθεί ότι το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε 7 φορές, αιχμαλωτίστηκε άλλες 7 και δραπέτευσε ισάριθμες φορές από γερμανικά στρατόπεδα. Στην ταινία αντιπροσωπεύεται από τον υποσμηναγό Μαρεσάλ. Αλλά και η στολή του από τον πόλεμο είναι αυτή που φοράει ο Jean Gabin στην ταινία.
  • Η ανεύρεση χρηματοδότησης αποδείχτηκε πλέον δύσκολη, και ήταν ο Jean Gabin που βοήθησε να βρεθεί, έστω κι αν χρειάστηκε να μειωθούν οι απαιτήσεις επί του μπάτζετ.
  • Μια παρεξήγηση οδήγησε σε στιγμιαία κόντρα τον σκηνοθέτη με τον von Stroheim, μια και ο πρώτος νόμιζε ότι ο von Stroheim μπορούσε να εμφανιστεί μόνο για λίγο στην ταινία. Όταν λύθηκε, το σενάριο γράφτηκε πάλι από την αρχή κι ενώ τα γυρίσματα ήταν στο ξεκίνημα τους.
  • Η συμμετοχή στο καστ του Erich von Stroheim δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού ο αυστριακός δημιουργός ήταν αυτός που ενέπνευσε τον Renoir να υπηρετήσει την κινηματογραφική τέχνη. Όμως ο von Stroheim δεν ήταν πια άνετος με τη γερμανική γλώσσα, μια και από το 1909 διέμενε στις ΗΠΑ. Χρειάστηκε έτσι να προσληφθεί ειδικός διαλεκτολόγος για να τον βοηθήσει.
  • Ο ρόλος του Μπολντιέ είχε γραφτεί για τον Louis Jouvet.
  • Πριν ξεκινήσει άμεσα μια πλούσια καριέρα ως διευθυντής φωτογραφίας, ο Jean Bourgoin αντικατέστησε εδώ τον σταθερό βοηθό του σκηνοθέτη στην κάμερα, τον ανιψιό του Claude Renoir, λόγω ασθένειας του τελευταίου, και βρέθηκε πιο κοντά σε κάμερα από ποτέ.
  • Με την αναγγελία του βραβείου που απέσπασε η ταινία στη Βενετία, ο Joseph Goebbels, υπουργός προπαγάνδας των ναζί, αποκάλεσε το φιλμ ως “κινηματογραφικό εθνικό κίνδυνο νούμερο 1”. Άμεσα διέταξε να καταστραφούν όλες οι κόπιες στη χώρα του. Αλλά και το 1940, οι γαλλικές αρχές απαγόρευσαν κάθε προβολή της όσο διαρκούσαν οι εχθροπραξίες, με την αιτιολογία ότι μπορεί να έριχνε το ηθικό των στρατιωτών. Όταν βέβαια εισέβαλαν πλέον οι Γερμανοί στη Γαλλία, αναζήτησαν κάθε κόπια και αρνητικό του φιλμ, θεωρώντας επικίνδυνο το αντιπολεμικό του μήνυμα και την κριτική του επί των ομοεθνών τους.
  • Στην πρώτη της προβολή στη Γαλλία το Καλοκαίρι του 1937, η ταινία έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ προσέλευσης κοινού, φτάνοντας να κόψει 12,5 εκατομμύρια εισιτήρια. Στην πρώτη επαναπροβολή το 1945 η επιτυχία επαναλήφθηκε, κόβοντας 6,5 εκ., αλλά και 2,6 εκ, το 1958. Σε αυτή την τελευταία επαναπροβολή, το μοντάζ επιμελήθηκε η Renee Lichtig. Σπουδαία ήταν και η άμεση ανταπόκριση του κοινού στις ΗΠΑ. Εκεί μάλιστα ήταν ο πρόεδρος της χώρας Franklin Roosevelt που την είχε επιλέξει για προβολή στα γενέθλια της συζύγου του στον Λευκό Οίκο, δηλώνοντας ότι “Κάθε Δημοκρατικός στον κόσμο πρέπει να δει αυτή την ταινία”.
  • Ήταν η πρώτη ταινία που δεν μιλούσε αγγλικά και βρέθηκε στους υποψήφιους της κύριας κατηγορίας των Όσκαρ.
  • Ο John Ford είχε σκοπό να κάνει ένα ριμέικ στις ΗΠΑ, αλλά τον σταμάτησε ο παραγωγός Darryl F. Zanuck, λέγοντας του ότι “Ποτέ δεν θα την ξεπεράσεις”.
  • Για τον Orson Welles ήταν μία από τις πολύ λίγες ταινίες που θα έπρεπε να διασωθούν από μελλοντική καταστροφή. Ήταν δηλωμένα και μία από τις αγαπημένες ταινίες δημιουργών σαν τους Martin Scorsese, Akira Kurosawa και Billy Wilder.
  • Μέχρι και το 1958 η ταινία -στην αρχική της κόπια- θεωρούνταν ότι είχε χαθεί σε βομβαρδισμό του 1942 στο Παρίσι. Μετά από αυτή την πρώτη αποκατάσταση ακολούθησαν αρκετές και από διάφορες χώρες. Ήταν όμως το 2012 όταν το StudioCanal και η Lionsgate παρουσίασαν σε Blu-ray μια υψηλής πιστότητας εκδοχή μέσω σκαναρίσματος του αρχικού υλικού. Σύμφωνα με τον τεχνικό διευθυντή της Criterion Collection, αυτή η εκδοχή είναι “μέρα με νύχτα” σε σχέση με όσα είχαν γίνει ως τότε, ακόμα και από την Criterion.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 6/10/2023

H «Μεγάλη Χίμαιρα» υπήρξε η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του Jean Renoir, ένα ουμανιστικό κομψοτέχνημα και σίγουρα μία από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Τέλεια κατασκευασμένη και ισορροπημένη, κινείται δραματουργικά όχι από το φαινομενικά αντιπολεμικό θέμα ούτε από τον ηρωισμό των πρωταγωνιστών-αιχμαλώτων πολέμου, αλλά από τη λεπτή εξέταση των προσωπικών σχέσεων και, πάνω απ’ όλα, από την ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση των εθνικών δεσμεύσεων και της παγκοσμιότητας των κοινωνικών τάξεων. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει το θέμα του με ταξικά κριτήρια, αποφεύγοντας τις υπεραπλουστεύσεις,  υφαίνοντας στον ιστό της ταινίας διαφορετικές στρώσεις από αντιθετικά μοτίβα και συναισθηματικούς τόνους, που το ένα λειώνει μέσα στο άλλο προς χάρη της «αντικειμενικότητας».

Η ταινία ανοίγει κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν δύο γάλλοι αξιωματικοί της αεροπορίας, ο ευγενής de Boëldieu (Pierre Fresnay) και ο προλετάριος Maréchal (Jean Gabin), πέφτουν στα χέρια των Γερμανών, των οποίων ο διοικητής, Von Rauffenstein (Erich von Stroheim), είναι ένας άκαμπτος αλλά ιπποτικός πρώσος βαρόνος που τους προσκαλεί σε γεύμα. Αν και ο Marechal και ο Boeldieu είναι συμπατριώτες, ο τελευταίος έχει περισσότερα κοινά με τον Von Rauffenstein, καθώς και οι δύο είναι μέλη της αριστοκρατίας με τα λευκά γάντια. Στη συνέχεια μεταφέρονται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων όπου γνωρίζονται με τον πλούσιο εβραίο αστό Rosenthal (Marcel Dalio) και τον κωμικό ηθοποιό του music-hall Cartier (Julien Carette). Οι νεοφερμένοι συνεργάζονται με τους παλιούς σε μια υπόγεια σήραγγα απόδρασης, αλλά η προσπάθειά τους ματαιώνεται την τελευταία στιγμή με τη μεταφορά τους στο κάστρο του Wintersborn. Εκεί συναντούν ξανά ως διοικητή τον Von Rauffenstein, που έχοντας στο μεταξύ τραυματίσει σοβαρά τη σπονδυλική του στήλη, αναγκάζεται να φορά μια προτομή που στηρίζει το κεφάλι του. Ο Rauffenstein καλωσορίζει θερμά τους Γάλλους, αντιμετωπίζοντάς τους με μεγάλο σεβασμό, ενώ συζητά με τον Boeldieu την άποψη ότι μετά το τέλος του πολέμου θα αποκατασταθεί η παλιά και ορθή παγκόσμια τάξη και το είδος τους θα θριαμβεύσει ξανά. Από τη πλευρά του ο Boeldieu διχάζεται ανάμεσα στην πίστη του σε ένα μέλος της τάξης του (Von Rauffenstein) και στη χώρα του, όταν καλείται να  βοηθήσει τους συγκρατούμενούς του στις απόπειρες απόδρασής τους.

Γυρισμένη το 1937, η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένας συνδυασμός αυτοβιογραφίας, ουμανιστικών και πολιτικών ανησυχιών, που κουβαλά τα σημάδια της αριστερής πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου, στην οποία ο Renoir είχε εμπλακεί στενά. Είναι η ταινία στην οποία είναι πιο αναγνωρίσιμη από ποτέ η ιδιοσυγκρασία του κορυφαίου auteur -η πίστη του στην εγγενή ευπρέπεια του απλού ανθρώπου, η περιφρόνησή του για τις ταξικές διαιρέσεις, η αποστροφή του για τον πόλεμο.

Η επιφανειακή δράση αφορά την ιστορία των δυο γάλλων αξιωματικών-αιχμαλώτων πολέμου. Ωστόσο η ουσιαστική δράση είναι αλληγορική: η ξεπεσμένη αριστοκρατία βυθίζεται αργά κάτω από το βάρος των τεχνητών και άψυχων συμβάσεων της, ενώ αντιπαράλληλα συντελείται με γοργό ρυθμό η άνοδος της αστικής και της εργατικής τάξης. Από αυτή την άποψη, η «Χίμαιρα» είναι μια μεταβατική ταινία που αφορά την ταξική συνάφεια και όχι την ταξική πάλη, υποστηρίζοντας την ανθρώπινη αλληλεγγύη πέρα από τα εθνικά και ταξικά εμπόδια: οι γάλλοι και οι γερμανοί αριστοκράτες συνδέονται με τις αναμνήσεις του Μαξίμ και των ιπποδρομιών, ενώ οι κατώτερες τάξεις και από τις δύο πλευρές συμφωνούν για το ατελέσφορο αυτού του πολέμου.

Μιλώντας για τον συνεργάτη του στο βαθύ και πολυεπίπεδο σενάριο, τον Charles  Spaak, ο Renoir δήλωσε: «Στους δεσμούς της φιλίας μας προστέθηκε και αυτός της κοινής μας πίστης στην ισότητα και την αδελφότητα των ανθρώπων». Ο διάχυτος πασιφισμός της ταινίας αποκτά νόημα μέσα σε ένα  ιστορικό πλαίσιο διεθνούς έντασης που χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη απειλή του φασισμού και ενός ακόμη παγκοσμίου πολέμου. Ο Renoir τονίζει εμφατικά την αλληλοεκτίμηση μεταξύ των αριστοκρατών Boieldieu και von Rauffenstein, οι οποίοι κατανοούν και σέβονται ο ένας τον άλλον παρόλο που ανήκουν σε εχθρικούς στρατούς. Αναπολούν τις παλιές εποχές και αισθάνονται παράταιροι σε έναν γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο, όπου οι ταξικές διακρίσεις διαστρεβλώνονται καθώς άνθρωποι από κατώτερες τάξεις είναι έτοιμοι να εξισωθούν με αυτούς. Παράλληλα παραμένουν προσκολλημένοι σε έναν φαντασιακό, αριστοκρατικό μιλιταρισμό. «Για έναν απλό άνθρωπο, είναι φρικτό να πεθαίνει στον πόλεμο. Για την τάξη μας, αυτή είναι μια καλή λύση», λέει ο Boëldieu από το νεκροκρέβατο του στον Rauffenstein .

Αντίθετα υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των Boieldieu και του Maréchal, τόσο  βαθιά ταξικό που ακόμη και η «αδελφότητα» δεν μπορεί να εξαλείψει. «Είμαι χαρούμενος που φεύγω μαζί σου, με τον Boëldieu δεν είμαι ελεύθερος, υπάρχει πάντα ένας τοίχος ανάμεσα μας», λέει ο Marechal στον Rosenthal. Ο Rosenthal αργότερα μοιάζει να συνηγορεί: «Τα σύνορα φτιάχνονται από ανθρώπους. Η φύση δεν δίνει δεκάρα».

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που προκαλεί η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ο αινιγματικός τίτλος της. Πιστεύεται ότι προέρχεται από το βιβλίο “The Great Illusion” του Norman Angell, βρετανού οικονομολόγου, συγγραφέα και βραβευμένου με Νόμπελ Ειρήνης. Αυτό το βιβλίο που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1909, υποστηρίζει ότι ο πόλεμος είναι μάταιος επειδή είναι ενάντια στα κοινά οικονομικά συμφέροντα των εμπλεκόμενων χωρών.

Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι μια ταινία πολυφωνική, βαθύτατα ουμανιστική, που στρέφει το βλέμμα της στις εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων, θέτοντας ένα διαχρονικό όσο και οικουμενικό  ερώτημα: είναι ποτέ δυνατόν, με ποιο τρόπο και κάτω από ποιες συνθήκες, τα ταξικά δεσμά να γκρεμιστούν και να αναπτυχθούν σχέσεις ισότητας, συντροφικότητας και αλληλεγγύης, πέρα και πάνω από τάξεις, φύλα και εθνικότητες μεταξύ των ανθρώπων; Όποιος όμως μπορεί να διατυπώσει αυτό το ερώτημα δεν χρειάζεται καν την απάντηση του, όπως υποδηλώνει και ο εύγλωττος τίτλος αυτού του ανεπανάληπτου αριστουργήματος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *