Ο Μπερνάρ και η Αρλέτ ζουν σ’ ένα εξοχικό στην Γκρενόμπλ. Στο διπλανό τους σπίτι, έρχονται να μείνουν οι νιόπαντροι Φιλίπ και Ματίλντ. Tα δύο ζευγάρια κάνουν παρέα, γίνονται φίλοι , αλλά πίσω από τη φαινομενική ηρεμία υπάρχει ένα μυστικό: ο Μπερνάρ και η Ματίλντ, πριν χρόνια, είχαν έναν παθιασμένο ερωτικό δεσμό, ο οποίος τελείωσε άσχημα και βίαια. Η συνάντησή τους θα πυροδοτήσει το παλιό πάθος και η κατάληξη της επανασύνδεσης θα είναι τραγική.

Σκηνοθεσία:

Francois Truffaut

Κύριοι Ρόλοι:

Gerard Depardieu … Bernard Coudray

Fanny Ardant … Mathilde Bauchard

Henri Garcin … Philippe Bauchard

Michele Baumgartner … Arlette Coudray

Roger Van Hool … Roland Duguet

Veronique Silver … Odile Jouve

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Francois Truffaut, Suzanne Schiffman, Jean Aurel

Παραγωγή: Francois Truffaut

Μουσική: Georges Delerue

Φωτογραφία: William Lubtchansky

Μοντάζ: Martine Barraque

Σκηνικά: Jean-Pierre Kohut-Svelko

Κοστούμια: Michele Cerf

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Femme d’a Cote
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας
  • Διεθνής Τίτλος: The Woman Next Door

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Fanny Ardant) και δεύτερο γυναικείο ρόλο (Veronique Silver) στα Cesar.

Παραλειπόμενα

  • Ο Francois Truffaut αποφάσισε να γράψει το σενάριο όταν είδε τους δύο πρωταγωνιστές να κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον σε βραδιά των βραβείων Cesar.
  • Η κεντρική πλοκή είναι ελεύθερα αναφορική προς τον μύθο του Τριστάνου και της Ιζόλδης.
  • Πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της Fanny Ardant, σε αυτή την τέταρτη παρουσία της στη μεγάλη οθόνη. Συνοδεύτηκε από υποψηφιότητα στα Cesar και άμεση εκτόξευση της καριέρας της. Ο Truffaut την επέλεξε βλέποντας τη σε μια τηλεταινία.
  • Η αρχική σεκάνς με την Κα Τζουβέ προστέθηκε δύο μήνες αφού είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα. Ήταν η δοκιμαστική προβολή που έκανε τον σκηνοθέτη να θέλει να αλλάξει την έναρξη του φιλμ.
  • Δεν υπάρχει κανένα πλάνο εντός στούντιο, με το φιλμ να γυρίζεται εξολοκλήρου σε φυσικούς χώρους.
  • Προτελευταία μεν συνολικά, αλλά η ταινία καταγράφηκε και ως η έσχατη σοβαρή του Truffaut, μια και έκλεισε την καριέρα του με το ελαφρύ Οπωσδήποτε την Κυριακή.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 16/7/2010

Πάντα ο Truffaut έκλεινε το μάτι στο Χόλιγουντ, και δη αυτό που γνώριζε ως κριτικός κινηματογράφου. Εδώ έχει επηρεαστεί από τα μελοδράματα της χρυσής εποχής των 1940, με φινάλε νουάρ. Εκεί που χάνουν όμως οι ίδιοι οι Αμερικανοί όταν επιστρέφουν στα δικά τους κλασικά δράματα, ο Truffaut απαντάει με ένα στρωτό και καλογραμμένο σενάριο χωρίς ρίσκα, παράγοντας ατόφιο αισθηματικό κινηματογράφο. Θεματικό του μέλημα, το ίχνος που αφήνει μια παλιά, δυνατή αγάπη και η αναζωπύρωση της όταν το πρόσωπο που την αφορά επιστρέφει στο τώρα.

Οι χαρακτήρες των δύο πρωταγωνιστών υποστηρίζονται ιδανικά από τις φυσικές ερμηνείες των Depardieu, Ardant, οι οποίοι, θα έλεγες, πως δεν κάνουν ποτέ λάθος. Η ιστορία ρέει με νορμάλ ρυθμούς, δεν σε πνίγει με νουβέλ-βαγκ επιρροές, και οι δεύτεροι χαρακτήρες αναπτύσσονται στον βαθμό που δεν θα χαλάσουν την ισχύ των δύο πρώτων. Βέβαια, η ταινία δεν φτάνει στο ύψος άλλων δημιουργιών του Truffaut, αφού περιμένει ως το απώτερο φινάλε για να κάνει τη μεγάλη έκρηξη. Σίγουρα, ως τότε, δεν θα έχει «φύγει» κάποιος θεατής, αλλά χρειάζεται υπομονή για να φτάσεις στο σημείο που η ταινία αναγάγεται σε αγαπημένη. Τσεκάρετε μαζί κι όλα τα λάθη που κάνει με ευκολία το σύγχρονο αμερικανικό μελόδραμα, τόσο στους χαρακτήρες όσο και στις πομπώδεις κινήσεις τους. Λάθη που δεν έκανε ο Wong Kar Wai στην Ερωτική Επιθυμία, μια ταινία που έχει επηρεαστεί από αυτήν εδώ.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 2/12/2010

O Truffaut τo 1981 διανύει για κάποιους μια περίοδο ωριμότητας στη σκηνοθετική του καριέρα. Σαν ώριμο φρούτο, λοιπόν, έρχεται να πέσει στα μάτια του κινηματογραφικού κοινού το Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας. Όσο ωριμάζουμε αλλάζουμε κι εδώ αυτό που βασικά αλλάζει είναι ο τρόπος που ο σκηνοθέτης προσεγγίζει τον έρωτα. Ο έρωτας του Ζιλ και Τζιμ και του Πυροβολήστε τον Πιανίστα ήταν όμορφος, ήταν χαριτωμένος, σχεδόν σαν παιχνίδι. Εδώ το παιχνίδι είναι επικίνδυνο, βίαιο και αυστηρώς ακατάλληλο για ανηλίκους κι «αθώους» ενήλικες. Η περιγραφή αυτή του έρωτα, όπως εξάλλου θα περίμενε ο καθένας από έναν πολύ μεγάλο σκηνοθέτη, είναι γεμάτη πάθος, συγκίνηση αλλά κυρίως θλίψη και δραματικές στιγμές. Και βέβαια, για έναν τέτοιο έρωτα δεν χωρά παρά μια ιδιαίτερη σκηνοθεσία. Ο Truffaut πλησιάζει την αμερικανική παράδοση με τους δικούς του κανόνες, σκηνοθετεί με έναν τρόπο που θυμίζει film-noir, κι αφήνει το σενάριο και τους πρωταγωνιστές του να μιλήσουν δίχως να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο με τη σκηνοθεσία του, καταφέρνοντας όμως να σε παρασύρει απόλυτα στον κόσμο της ταινίας του.

Ένας τέτοιος έρωτας, εξ ορισμού του, θυμίζει σε όλους μας γλυκανάλατες, καθημερινές και μη σαπουνόπερες. Ναι, αυτές ακριβώς τις δακρύβρεχτες κι αφόρητα κλισέ σαπουνόπερες, όπου όλοι οι έρωτες έχουν τραγικά φινάλε και η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ για τους πολυβασανισμένους μας πρωταγωνιστές. Το μοναδικό, λοιπόν, ελάττωμα της ταινίας είναι πως δεν ξεπερνά απόλυτα το σύνδρομο που κουβαλούν αυτά τα σενάρια. Σε κάποιες στιγμές, η ταινία γίνεται αρκετά κλισέ. Τα κλισέ αυτά δεν εντοπίζονται στην εξέλιξη των χαρακτήρων, η οποία προοικονομείται άριστα και εξελίσσεται ομαλά αλλά και με περισσή κινηματογραφική αξιοπρέπεια, αλλά στην εξέλιξη της ίδιας της υπόθεσης όπου πολλά σημεία μοιάζουν ήδη γνωστά κι ένα μίνι deja-vu δεν το γλιτώνουμε. Βέβαια, αν λάβουμε υπόψη το συνολικό αποτέλεσμα, τα κλισέ αυτά, αν και σαφώς αντιληπτά, λίγα πράγματα αφαιρούν από μια απόλυτα γοητευτική ταινία όπως αυτήν.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *