Η Βερόνικα και η Βερονίκ έχουν γεννηθεί την ίδια μέρα, μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, ασχολούνται και οι δύο με το τραγούδι, αλλά δεν γνωρίζονται. Η Βερόνικα ζει στην Πολωνία και επιμένει να ακολουθήσει τραγουδιστική καριέρα, αν και ξέρει ότι αυτό επιβαρύνει τη λειτουργία της καρδιάς της και θέτει σε κίνδυνο τη ζωή της. Η Βερονίκ ζει στη Γαλλία, και όταν ανακαλύπτει τους κινδύνους που κρύβει η ενασχόλησή της με το τραγούδι, προτιμάει να περιορίσει τις φιλοδοξίες της και να γίνει δασκάλα μουσικής. Μια μέρα θα ανακαλύψει τυχαία σε κάποιες φωτογραφίες που είχε βγάλει σ’ ένα ταξίδι της στην Πολωνία, την ύπαρξη της «σωσίας» της…
Σκηνοθεσία:
Krzysztof Kieslowski
Κύριοι Ρόλοι:
Irene Jacob … Weronika/Veronique
Jerzy Gudejko … Antek
Philippe Volter … Alexandre Fabbri
Guillaume de Tonquedec … Serge
Sandrine Dumas … Catherine
Halina Gryglaszewska … η θεία
Wladyslaw Kowalski … ο πατέρας της Weronika
Aleksander Bardini … ο μαέστρος
Kalina Jedrusik … η φανταχτερή γυναίκα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Krzysztof Kieslowski, Krzysztof Piesiewicz
Παραγωγή: Leonardo De La Fuente
Μουσική: Zbigniew Preisner
Φωτογραφία: Slawomir Idziak
Μοντάζ: Jacques Witta
Σκηνικά: Patrice Mercier
Κοστούμια: Laurence Brignon, Elzbieta Radke
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Double Vie de Veronique
- Ελληνικός Τίτλος: Η Διπλή Ζωή της Βερόνικα
- Διεθνής Τίτλος: The Double Life of Veronique
- Εναλλακτικός Τίτλος: Podwojne Zycie Weroniki [πολωνικά]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Irene Jacob), οικουμενικής επιτροπής και βραβείο FIPRESCI.
- Υποψήφιο για βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Irene Jacob) και μουσικής στα Cesar.
- Επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη παραγωγή του Kieslowski που έστω κι εν μέρει έγινε εκτός της πατρίδας του, της Πολωνίας.
- Η ιδέα της διπλής ταυτότητας είχε ήδη εξερευνηθεί από τον δημιουργό στο Blind Chance (1981), αλλά και στο ένατο κεφάλαιο του Διαλόγου.
- Ο διευθυντής φωτογραφίας Slawomir Idziak είχε ήδη πειραματιστεί σε επεισόδιο του Δεκάλογου με ακραίες τεχνικές φίλτρων και χρωμάτων, που χρησιμοποιούνται εδώ εκτενώς με σκοπό να δημιουργηθεί μια αιθέρια ατμόσφαιρα.
- Ο Kieslowski είχε αρχικά σκεφτεί την Andie MacDowell για τον κεντρικό ρόλο. Από οντισιόν πέρασε και η Julie Delpy.
- Ο Nanni Moretti αρνήθηκε τον ρόλο του Αλεξάντρ.
- Οι μαριονέτες ήταν υπό την ευθύνη του αμερικανού Bruce Schwartz.
- Στα πολωνικά, τη φωνή της Irene Jacob ντουμπλάρει η Anna Gornostaj.
- Κατά τη διάρκεια του μοντάζ, σκηνοθέτης και μοντέρ είχαν την ιδέα να βγουν τόσες διαφορετικές εκδοχές του φιλμ, όσες και θα παρουσιάζονταν σε κάθε ξεχωριστή αίθουσα. Αυτό σήμαινε μόνο για το Παρίσι 17 διαφορικές εκδοχές! Φυσικά, κυρίως λόγω οικονομικών και πρακτικών παραμέτρων, η ιδέα εγκαταλείφθηκε.
- Στο DVD που κυκλοφόρησε το 2001 από την Criterion Collection υπάρχει ένα εναλλακτικό φινάλε, το οποίο ο Kieslowski είχε χρησιμοποιήσει στην αμερικανική διανομή μετά από αίτημα του Harvey Weinstein της Miramax.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Επί της ταινίας, η μουσική του Zbigniew Preisner ανήκει στον μουσουργό του 18ου αιώνα, Van den Budenmayer, που ήταν όμως ένα κατασκεύασμα του συνθέτη και του σκηνοθέτη. Το ίδιο είχε συμβεί και στον Δεκάλογο, αλλά επαναλήφθηκε και στα Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία.
- Από το επιτυχημένο σάουντρακ, ξεχώρισαν τα θέματα Van den Budenmayer Concerto en mi Mineur (SBI 152) Version de (1798) και Les Marionettes.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 5/1/2009
Μετά τη δεκαετία του 1980, τα αριστουργήματα στην έβδομη τέχνη άρχισαν να στερεύουν, με τη «Βερόνικα» του αείμνηστου Κριστόφ Κισλόφκι να αποτελεί μια περίλαμπρη εξαίρεση. Ήταν η πρώτη του ταινία μακριά από την Πολωνία και είναι καταρχάς θαυμαστή η προσαρμογή του σε μια πιο δυτικοευρωπαϊκή, γαλλική γραφή, χωρίς να χάνει την ανατολικοευρωπαϊκή του ιδιοσυγκρασία. Πρόκειται για μια μαγική εμπειρία, που είτε τη δεις νοηματικά, είτε αισθητικά, θα είσαι πάντα κερδισμένος. Οι αιθέριες εικόνες του Σλάμοβιρ Ίτζιακ και η παραδείσια μουσική του Ζμπίγκνιου Πράισνερ (ένα από τα καλύτερα μουσικά σκορ όλων των εποχών) ίσως και να υπερτερούν της νοηματικής περί μιας Ευρώπης σε κίνηση/αδιέξοδο. Και μέσα σε αυτά, η διπλή ερμηνεία της Ιρέν Ζακόμπ, που χαϊδεύει τα πλάνα και γοητεύει τον θεατή. Μια μεγάλη ταινία για ορθάνοιχτα πνεύματα, μάτια και αυτιά!
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 15/8/2020
Το 1966, σε δύο διαφορετικές πόλεις (Παρίσι και Βαρσοβία) γεννήθηκαν δύο πανομοιότητα μικρά κορίτσια. Δεν έχουν τίποτα κοινό, ούτε πατέρα ούτε μητέρα, ούτε παππούδες και γιαγιάδες, και οι οικογένειές τους δεν γνωρίστηκαν ποτέ. Ωστόσο, είναι πανομοιότυπα: έχουν ίδια ψυχικά χαρίσματα, εξίσου υπέροχη φωνή, απόλυτη μουσική αίσθηση και την ίδια μη ανιχνεύσιμη καρδιακή δυσπλασία. Ανάμεσα στις δύο κοπέλες, που η μία αγνοεί την ύπαρξη της άλλης, υπάρχει μία «μυστική» επαφή με προαισθήματα, κοινά προβλήματα υγείας, κοινά συναισθήματα, συμπτώσεις. Tο ένα κορίτσι επωφελείται από τις εμπειρίες και τη σοφία που αποκτά το άλλο, χωρίς να το γνωρίζει. Κάθε φορά που το ένα τραυματίζεται από κάποιο αντικείμενο, το άλλο αποφεύγει την επαφή με το ίδιο αντικείμενο.
Είναι μια ιστορία αγάπης, απλή και συγκινητική. Η ιστορία μιας ζωής που συνεχίζεται, αφήνοντας την ψυχή μιας ύπαρξης να διαιωνίζεται στο σώμα μιας άλλης…
Μόλις ολοκλήρωσε τον φιλόδοξο «Δεκάλογο» του, ένα μνημείο του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1980, ο Kieslowski σκηνοθέτησε τη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» στα μισά της καλλιτεχνικής διαδρομής του μεταξύ Πολωνίας και Γαλλίας, δημιουργώντας ένα από τα πιο εκθαμβωτικά επιτεύγματα της 7ης τέχνης.
Το αιθέριο σενάριο των Kieslowski -Piesiewicz, η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Slawomir Idziak, η ελεγειακή μουσική του Zbigniew Preisner και η αισθαντική παρουσία της Irene Jacob συνθέτουν ένα μαγευτικό αποτέλεσμα που είναι απόλυτα βέβαιο ότι χαράζεται μόνιμα στη μνήμη κάθε θεατή. Εκεί που υπάρχουν διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις είναι στην ερμηνεία και τη συνολική κατανόηση του θεματικού πυρήνα της ταινίας.
Στην πραγματικότητα ο Kieslowski συλλαμβάνει μια απλή ιδέα: ότι ο καθένας από εμάς έχει μια αδελφή ψυχή κάπου στον κόσμο .Πάνω σε αυτό τον καμβά σχηματοποιεί ένα στοιχειωτικό, λυρικό παραμύθι. Το απόκοσμο ύφος του φιλμ δημιουργεί στον θεατή την αίσθηση ότι βιώνει ένα όνειρο, ή, τουλάχιστον, ότι βλέπει την πραγματικότητα μέσω ενός παραμορφωτικού πρίσματος. Ο Kieslowski δεν επιδιώκει να αφηγηθεί μια ιστορία, αλλά να προσφέρει μια εμπειρία που ξεφεύγει από τα ορθολογιστικά όρια και εισβάλει σε μεταφυσικά πεδία. Κάπου ανάμεσα σε ιστορίες φαντασμάτων και κλασικού ρομαντισμού, η ταινία καθηλώνει τις αισθήσεις χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να γίνει επεξηγηματική. Ο θεατής πρέπει να απαλλαγεί από την επιθυμία να αναλύσει και να ερμηνεύσει τα πάντα. Είναι προτιμότερο να εμβαπτιστεί στον φωσφορίζοντα ωκεανό των κεχριμπαρένιων εικόνων, όπου τον πρώτο λόγο δεν έχει η αιτιοκρατία αλλά η Πίστη.
Ο Kieslowski είχε πάντα τη μοναδική ικανότητα να συνδυάζει το ρεαλιστικό, το υπερβατικό και το πνευματικό και να δραματοποιεί τις ιδέες του κινηματογραφώντας το ανείπωτο. Το σύνολο του έργου του διατρέχεται από την εντατική αντίθεση ανάμεσα στη διαίσθηση και τη λογική, τη μοίρα και την τύχη. Η «Βερόνικα» είναι η πιο ευαίσθητη, αφηρημένη και ποιητική ταινία του. Είναι μια ταινία για τα συναισθήματα -αυτά που είναι ανεξήγητα αλλά τόσο βαθιά και αναπόσπαστα με την ύπαρξη μας, που μπορούν να φαντάζουν πιο αληθινά από τα γεγονότα και την υλική πραγματικότητα. Το αν ο Kieslowski προσφέρει ή όχι ένα βαθύτερο νόημα εξαρτάται περισσότερο από τις εσωτερικές προκαταλήψεις και τις πεποιθήσεις της κοσμοθεωρίας του κάθε θεατή, παρά από το οποιοδήποτε ρητό περιεχόμενο από την πλευρά του δημιουργού .
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 29/7/2021
Η Βερόνικα είναι μια νεαρή κοπέλα που ζει στην Πολωνία. Προικισμένη με μια επιδέξια ελαφρότητα στις κινήσεις και φωνητικές χορδές που μοιάζουν να έχουν δεχτεί το χάδι ενός θεϊκού χεριού, αναλαμβάνει τον πρώτο της σημαντικό ρόλο ως σολίστ σε ένα κονσέρτο. Ωστόσο, στη μέση της παράστασης, η Βερόνικα καταρρέει επί σκηνής, προδομένη από την καρδιά της.
Την ίδια στιγμή, η πανομοιότυπη στην όψη αλλά μελαγχολική Βερονίκ που ζει στη Γαλλία ξεσπά σε κλάματα ενώ κάνει έρωτα με τον σύντροφό της. Στις αγωνιώδεις ερωτήσεις του αποκρίνεται ότι αισθάνεται ξαφνικά ολομόναχη στον κόσμο. Νιώθει ξαφνικά ότι πρέπει να εγκαταλείψει άμεσα την καριέρα της ως ερμηνεύτριας προκειμένου να προστατέψει τη ζωή της. Παραμένει έτσι καθηγήτρια, αποκομμένη από τη μουσική δράση των παραστάσεων.
Κάθε στιγμή, σε κάθε πλάνο, η Βερονίκ φαντάζει σαν να περιπλανιέται σε ένα ανοίκειο ονειρικό τοπίο. Έχοντας προσεγγίσει ψυχικά έναν ανείπωτο μεταφυσικό δεσμό ενσυναίσθησης με την πολωνή σωσία της, χάνεται μέσα σε έναν ωκεανό ανεξήγητων αισθημάτων. Θρηνεί για έναν ακατανόητο χαμό, υπακούει σε άρρητες θεόσταλτες προστατευτικές παραινέσεις, ενώ παράλληλα μοιάζει να ακολουθεί την πορεία της Βερόνικα παραλλαγμένη.
Όσο η μία χαίρεται τον έρωτα και τα σκιρτήματά του, τόσο η άλλη αδυνατεί να αφεθεί σε οποιοδήποτε ανθρώπινο άγγιγμα. Όσο η μία μέχρι τη στιγμή του θανάτου της θέτει εαυτήν στην υπηρεσία της ουράνιας μουσικής, κομίζοντας το ταλέντο της στην Τέχνη, τόσο η άλλη παραμένει εκούσια εξορισμένη σε μια αίθουσα διδασκαλίας να δηλώνει το θαυμασμό της για το έργο που ερμήνευσε η Βερόνικα λίγο πριν αποδημήσει.
Η σκηνή της ταυτόχρονης παρουσίας των δύο γυναικών στον ίδιο χώρο στην Κρακοβία, μολονότι γίνεται αντιληπτή μόνο εκ μέρους της Βερόνικα, είναι κεφαλαιώδης. Σαν μία πλατωνική ιδέα που συναντά το ον της, η Βερόνικα συναρπάζεται, αδιαφορεί για την κοσμοχαλασιά γύρω της, τρέχει με ενθουσιασμό να την αντικρίσει. Η Βερονίκ όμως δεν τη βλέπει παρά μόνο προς το τέλος της ταινίας και αυτό σε μία φωτογραφία που η ίδια τράβηξε. Στη θέα της Βερόνικα ξεσπά σε λυγμούς, αντικρίζει αυτό που της λείπει, αυτό που δεν έχει νόημα, αυτό που κινήθηκε τόσο πρόωρα προς τους ουρανούς: την ψυχή. Μοιραία, μετά τον χαμό της Βερόνικα, η Βερονίκ θα βυθιστεί ολοένα και περισσότερο στην αποξένωση, μέχρις ότου αποπειραθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα που υπερβαίνουν τον υλικό κόσμο.
Σε όλη της τη ζωή δεν θα πλησιάσει καν στο μεγαλείο που διέθετε ο θάνατος και μόνο της Βερόνικα: η Τέχνη της νεαρής ερμηνεύτριας γέννησε τόση ομορφιά που ήταν αδύνατο να τη διαχειριστεί, θύμα η ίδια μίας μορφής του συνδρόμου της Φλωρεντίας, ξεψυχά πάνω στο απόγειο της καλλιτεχνικής -άρα θεϊκής- έκφρασης. Το κενό που αφήνει στην ψυχή της Βερονίκ δεν είναι από αυτά που θα γεμίσουν κάποτε, κάθε προσπάθειά της ναυαγεί,. Δραστικότερη η άδοξη συναναστροφή της με τον μαριονετίστα, στον οποίο είχε δει μία πιθανή επίλυση του αινίγματος, αλλά διαψεύστηκε εκκωφαντικά. Τη στιγμή που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο πίσω από την παράσταση, τον Θεό που θα φορτίσει την ανθρώπινη με νόημα, αναθαρρεί, αλλά η μόνη απάντηση που θα πάρει είναι η απουσία οποιασδήποτε έλλογης συνέχειας στην ανθρώπινη δράση.
Η «Διπλή Ζωή» είναι μια ταινία καθαρά συναισθημάτων και μάλιστα τόσο επιτυχής που μπορεί να καταβάλει και τους πιο πεπεισμένους πολέμιους της κινηματογραφικής ποίησης. Σαν έργο που απεικονίζει και αφορά πρωτίστως συναισθήματα, κινείται σε έναν χώρο ιδεών που δεν έχουν υποστεί την προσγείωση της ονοματοδοσίας: η ανθρώπινη γλώσσα είναι πεπερασμένη, τα συναισθήματα όχι, και ο Κισλόφσκι πλέει σε ύδατα που προορίζονται να μείνουν αχαρτογράφητα και αμόλυντα από την λεκτική κατηγοριοποίηση.
Με το μυστηριώδες ονειρικό περιβάλλον του, το φιλμ του Πολωνού μοιάζει να προσκαλεί τις αναλύσεις και τις εκτενείς παρουσιάσεις. Οι δύο γυναίκες μπορούν να ιδωθούν σαν μία παραβολή της Ευρώπης που βρίσκεται προ των κοσμογονικών της αλλαγών. Σίγουρα απηχούν σε έναν βαθμό τις σκέψεις του δημιουργού που δοκιμάζει την παρουσία του σε έναν ξένο τόπο. Ακόμα και σε βαθύτερο πνευματικό επίπεδο, πρόκειται για μία ταινία που μοιάζει να εξερευνά το κενό που αφήνει η σιωπή του Θεού που δεν είναι δεκτική αποκρυπτογράφησης.
Κατά την άποψη του γράφοντος, ωστόσο, τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την επίλυση του γρίφου της ταινίας. Και τούτο διότι ο γρίφος, όπως προκύπτει από την ελλειπτική πλοκή και το πλήθος των συμβόλων, στην πραγματικότητα είναι η απαρχή μίας συναισθηματικής περιπλάνησης στα παράδοξα της ανθρώπινης ζωής και όχι ένα λογικοφανές δημιουργικό παζλ. Η συχνή χρήση των αντικατοπτρισμών ως αποτύπωση της συνεχούς δυαδικότητας στο πρόσωπο της Βερόνικα/Βερονίκ και της τεθλασμένης όψης του κόσμου που αντιλαμβάνεται, η χρυσοπράσινη αχλή της φωτογραφίας που κάνει τα πάντα να μοιάζουν με όνειρο, η ελεγειακή μουσική που δημιουργεί αίσθηση ανείπωτου πένθους, όλα προσκαλούν τον θεατή να αφεθεί στην ανοίκεια σαγήνη της ταινίας. Η «Διπλή Ζωή» ζητάει από το κοινό να την εμπιστευθεί με κλειστά μάτια χωρίς να υπόσχεται ότι θα δώσει απαντήσεις, παρά μόνο μία ξενάγηση σε έναν πρωτοφανή χώρο του συναισθήματος που για μία στιγμή μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν είναι τα πάντα δεκτικά εξήγησης.
Βαθμολογία:
Ο Δεκάλογος είναι μόνο για τους fan. Αν σας άρεσε δείτε 3 χρώματα.