Η Νονά της Νύχτας
- La Daronne
- Mama Weed
- 2020
- Γαλλία
- Γαλλικά, Αραβικά, Γίντις
- Αστυνομική, Δραμεντί, Μυστηρίου
- 29 Ιουλίου 2021
Η Πασιάνς Πορτεφέ είναι μεταφράστρια της δίωξης ναρκωτικών. Σε μια παρακολούθηση, ανακαλύπτει ότι ο γιος μιας αγαπημένης φίλης της είναι μπλεγμένος. Αποφασίζει να τον βοηθήσει, στην πορεία όμως και παρά τις πληροφορίες που έχει, βρίσκεται μπλεγμένη η ίδια.
Σκηνοθεσία:
Jean-Paul Salome
Κύριοι Ρόλοι:
Isabelle Huppert … Patience Portefeux
Hippolyte Girardot … Philippe
Farida Ouchani … Kadidja
Liliane Rovere … Κα Portefeux
Iris Bry … Hortense Portefeux
Rachid Guellaz … Scotch
Mourad Boudaoud … Chocapic
Rebecca Marder … Gabrielle Portefeux
Abbes Zahmani … Mohamed
Yann Sundberg … Fredo
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Hannelore Cayre, Jean-Paul Salome
Παραγωγή: Jean-Baptiste Dupont, Kristina Larsen
Μουσική: Bruno Coulais
Φωτογραφία: Julien Hirsch
Μοντάζ: Valerie Deseine
Σκηνικά: Francoise Dupertuis
Κοστούμια: Marite Coutard
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Daronne
- Ελληνικός Τίτλος: Η Νονά της Νύχτας
- Διεθνής Τίτλος: Mama Weed
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: La Daronne της Hannelore Cayre.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για σενάριο στα Cesar.
Παραλειπόμενα
- Η Isabelle Huppert χρειάστηκε να μάθει τα βασικά της αραβικής γλώσσας, ειδικά για την ταινία.
- Κατάφερε να κάνει επιτυχία στα γαλλικά ταμεία καταμεσής της πανδημίας, με 370 χιλιάδες εισιτήρια στις τέσσερις βδομάδες που προβλήθηκε.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/7/2021
«Διχασμένο» κάπως το φιλμ του Jean-Paul Salome όσον αφορά την ταυτότητά του. Ενώ ξεκινά ξεκάθαρα ως μια σπουδή γυναικείου χαρακτήρα σε φάση ετεροχρονισμένης μετάβασης και αυτοσυνειδητοποίησης, προσγειωμένη με έναν ευρωπαϊκό τρόπο, έστω κι αν δεν διακρίνεται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία, κάπου στα μισά, όταν η πλοκή αρχίζει και τρέχει με μεγαλύτερες ταχύτητες, υποκύπτει στις «σειρήνες» του εξαμερικανισμού σχετικά με το ύφος του (γραφικοί δευτερεύοντες ρόλοι που υπάρχουν κυρίως για κάποια επιπρόσθετα χαχανητά, στοιχεία δράσης που μπαίνουν με το ζόρι μέσα), στις οποίες δεν έχει μπορέσει να αντισταθεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των mainstream γαλλικών κομεντί.
Ισχυρή απόδειξη αυτής της οιονεί διχοτόμησης είναι το συνεχές «πηγαινέλα» μεταξύ μιας ρεαλιστικής απεικόνισης μιας πεζής καθημερινότητας σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο και μιας προσέγγισης πιο ανάλαφρης ως συνεπακόλουθο της χιουμοριστικής φύσης της. Ευτυχώς, τουλάχιστον, το μείγμα αυτό ποτέ δεν «φτηναίνει» υπερβολικά προς μια εντελώς εμπορική ή φαρσική κατεύθυνση. Προς το φινάλε το σενάριο θυμάται το καθήκον του να συνθέσει το πορτρέτο της κεντρικής ηρωίδας, με μια κατακλείδα που εστιάζει στα ουσιώδη, στο ενδιάμεσο όμως μια ζημιά έχει γίνει με την έμφαση σε διαδρομές που θυμίζουν αστυνομικές κωμωδίες περασμένων δεκαετιών από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πάντως, ακόμη και με κάποια ενοχλητικά κλισέ άλλων σχολών που συσσωρεύονται, το τελικό αποτέλεσμα βλέπεται αρκετά ευχάριστα, ρέει με σωστούς ρυθμούς και διατηρεί ένα επίπεδο λόγω του καλόκαρδου πνεύματος με το οποίο αντιμετωπίζει τους περισσότερους από τους χαρακτήρες του. Καλό θα ήταν βέβαια να έλειπαν αρκετές σεναριακές ευκολίες και απιθανότητες που υπονομεύουν την πιο προσγειωμένη ματιά του φιλμ όταν εστιάζει στην προσωπικότητα του ρόλου της Huppert, καθώς και τον ευρωπαϊκό αέρα του.
Στα θετικά συγκαταλέγεται και η έμμεσα φεμινιστική οπτική του σεναρίου, με μια πλειάδα θηλυκών χαρακτήρων να έχει κομβική συνεισφορά στην εξέλιξη της ιστορίας, που έρχεται να «δέσει» με τον δυναμισμό της κεντρικής ηρωίδας, ενώ μια από τις κεντρικές θεματικές, δοσμένη με «ζεστό» τρόπο, είναι κι αυτή της αλληλεγγύης μεταξύ γυναικών. Στα αρνητικά, ο χαβαλές του χιουμοριστικού στοιχείου καταλήγει πολύ συχνά να υπονομεύει τον τομέα του σασπένς, με αποτέλεσμα ο θεατής να μη νιώθει ούτε κατά διάνοια κίνδυνο ή αγωνία, την ίδια στιγμή που υποτίθεται πως τα διακυβεύματα σε κάποιες σκηνές είναι μεγάλα.
Φυσικά, το μεγάλο ατού δεν είναι άλλο από την ερμηνεία της Isabelle Huppert, που προσαρμόζει με επιτυχία τη συνολική εικόνα στα μέτρα της, και, αναπόφευκτα, είναι από την αρχή μέχρι το τέλος η πιο πολύτιμη παρουσία εντός του φιλμ, παρά την ύπαρξη χρήσιμης υποστήριξης από κάποιους δευτερεύοντες ρόλους (μάλλον ξεχωρίζουν περισσότερο οι Liliane Rovere και Nadja Nguyen). Το πώς κατορθώνει να συνδυάσει τη σοβαρότητα της διάστασης του προσωπικού δράματος με μια χαριτωμένη και λεπτεπίλεπτη ευθυμία όταν οι περιστάσεις απαιτούν τη στροφή στο κωμικό, υποδηλώνει για μια ακόμη φορά την υψηλή κλάση της, την οποία έχει άλλωστε αποδείξει πολλάκις και διαχρονικά. Και σε τελική ανάλυση, ενώ η κεντρική ιδέα δεν διεκδικεί δα δάφνες πρωτοτυπίας (θυμάται κανείς το «Του Θεού το Χόρτο»;) και η εκτέλεσή της δεν ξεφεύγει από το επίπεδο του συμπαθούς, η δεξιοτεχνία της Huppert είναι ένα ισχυρό δέλεαρ που εγγυάται μια αρκούντως δροσερή εμπειρία θέασης.
Βαθμολογία: