Παρίσι 1967. Πέντε νέοι Μαοϊκοί, μεταξύ των οποίων η φοιτήτρια φιλοσοφίας Βερονίκ και ο ηθοποιός Γκιγιόμ, ριζοσπαστικοποιούνται σύμφωνα με τις επιταγές του Μάο. Πιστοί στο πνεύμα της κινέζικης «πολιτιστικής επανάστασης» απορρίπτουν το κομμουνιστικό κόμμα, την αστική ιδεολογία, την αστική κουλτούρα, την αστική τέχνη.
Σκηνοθεσία:
Jean-Luc Godard
Κύριοι Ρόλοι:
Anne Wiazemsky … Veronique
Jean-Pierre Leaud … Guillaume
Juliet Berto … Yvonne
Michel Semeniako … Henri
Lex De Bruijn … Kirilov
Omar Diop … Omar
Francis Jeanson … Francis Jeanson
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jean-Luc Godard
Παραγωγή: Philippe Dussart
Μουσική: Michel Legrand, Karlheinz Stockhausen
Φωτογραφία: Raoul Coutard
Μοντάζ: Delphine Desfons, Agnes Guillemot
Κοστούμια: Gitt Magrini
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Chinoise
- Ελληνικός Τίτλος: Η Κινέζα
- Εναλλακτικός Τίτλος: La Chinoise, ou Plutot a la Chinoise: Un Film en Train de se Faire
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Chinese
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Demons του Fyodor Dostoevsky.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Ειδικό βραβείο επιτροπής.
Παραλειπόμενα
- Ενώ το μυθιστόρημα του Dostoevsky γράφτηκε το 1872 και αναφέρονταν σε διαφορετικών ιδεών Ρώσους που ήθελαν μέσω βίας την ανατροπή των Τσάρων, εδώ ο κορμός κρατιέται αλλά για να προσαρμοστεί φυσικά στις πολιτικές συνθήκες των 1960.
- Δεν πρόκειται για τις ταινίες του Godard που προβάλλονται έντονα από τα μέσα όπως άλλες από τη φιλμογραφία του, αλλά υπάρχουν κριτικοί που τη θεωρούν ακόμα ως μία από τις καλύτερες του. Σίγουρα είναι αυτή που εξερεύνησε καλύτερα το κλίμα μιας εποχής που σχεδόν άμεσα επέφερε τον Μάη του ’68.
- Η δημιουργία αυτής της ταινίας είναι στο επίκεντρο του βιογραφικού Γκοντάρ, Αγάπη μου (2017) από τον Michel Hazanavicius. Ο ίδιος ο Godard όμως αποκάλεσε την ταινία: «μια ανόητη, ανόητη ιδέα».
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Claude Channes είναι ο ερμηνευτής του σατιρικού τραγουδιού Mao-Mao.
- Ακούγονται και μελωδίες από Antonio Vivaldi και Franz Schubert.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 15/10/2023
Τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήταν μια περίοδος μεγάλων κοινωνικών αλλαγών και πολιτικής έντασης σε παγκόσμια κλίμακα. Η Αμερική βρισκόταν σε πόλεμο με το Βιετνάμ, οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης γίνονταν όλο και πιο ψυχρές και η Άπω Ανατολή ξυπνούσε με τον ύμνο της κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης. Στη Γαλλία, υπήρχε αυξανόμενη ένταση μεταξύ της κυβέρνησης Ντε Γκολ, των εργαζομένων του δημόσιου τομέα και του φοιτητικού πληθυσμού, η οποία θα οδηγούσε σε μια σειρά εθνικών διαδηλώσεων και ταραχών. Σε αυτή τη συγκυρία απέκτησε μεγάλη επιρροή στη φοιτητική κοινότητα της Γαλλίας η προσωπικότητα του κινέζου ηγέτη Μάο Τσετούγκ, χάρη και σε αποφθέγματα όπως: «Αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν, 100 σχολές σκέψης να συναγωνιστούν». Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαπάλης εξουσίας στους κόλπους του Κ.Κ. Κίνας, τον Μάιο του 1966 οι σκληροπυρηνικοί επέβαλαν τη λεγόμενη «Πολιτιστική Επανάσταση», καταγγέλλοντας κομματικά στελέχη, κυβερνητικούς αξιωματούχους, στρατιωτικούς και καλλιτέχνες ως αντεπαναστάτες. Την κατάσταση ανέλαβαν στα χέρια τους με προτροπή του Μάο μαθητές και φοιτητές, οι ονομαζόμενοι «ερυθροφρουροί», ενώ μοναδικός οδηγός ενός ολόκληρου λαού έγινε το «Κόκκινο Βιβλιαράκι» με τις σκέψεις του Μάο, του οποίου επιβαλλόταν η ανάγνωση τόσο στα σχολεία, όσο και στους χώρους εργασίας. Σύμφωνα με τον Μάο, ο μόνος τρόπος για να θεραπευθεί το παγκόσμιο πολιτικό πρόβλημα είναι να αναγκαστεί η εργατική τάξη να αναλάβει μια πλήρους κλίμακας παγκόσμια επανάσταση. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεκινήσει αυτή η επανάσταση είναι η ύπαρξη καπιταλιστικής κρίσης. Αν δεν διαφαίνεται στο ορατό μέλλον μια τέτοια κρίση, θα πρέπει να γίνουν τρομοκρατικές ενέργειες που θα την προκαλέσουν.
Παρίσι 1967. Ένα γκρουπούσκουλο γάλλων φοιτητών -η φοιτήτρια Βερονίκ, ο ηθοποιός Γκιγιόμ, η ιερόδουλη Υβόν, ο χημικός μηχανικός Ανρί και ο καλλιτέχνης Κιρίλοφ- αποφασίζουν να ζήσουν μαζί ένα καλοκαίρι σε ένα διαμέρισμα που τους δάνεισαν φίλοι για να συζητήσουν τις θέσεις τους για τη μαρξιστική φιλοσοφία. Είναι όλοι ριζοσπάστες-συμπαθούντες του Μάο, πεπεισμένοι ότι η Επανάσταση που θα αλλάξει τα πάντα προς το καλύτερο είναι προ των πυλών. Καθώς η συζήτηση εντείνεται, προκύπτουν διαφορετικές απόψεις. Ο Ανρί εκδιώχνεται ως «ρεβιζιονιστής» επειδή υποστηρίζει τη φιλοσοβιετική κομμουνιστική γραμμή. Η Υβόν, που ήταν αναλφάβητη, διδάσκεται να διαβάζει για να είναι σε θέση να πουλά τη «L’ Humanité Nouvelle». Ο Κιρίλοφ αυτοκτονεί λόγω της αχρηστίας της τέχνης στο πλαίσιο της επανάστασης. Η Βερονίκ δολοφονεί έναν σοβιετικό υπουργό πολιτισμού αφού πριν σκότωσε έναν άλλον άνδρα κατά λάθος, και επιστρέφοντας στο πανεπιστήμιο, αποφασίζει να συνεχίσει τις βίαιες δραστηριότητές της. Ο Γκιγιόμ παρουσιάζεται ως ο «πιο προχωρημένος» καθώς εφαρμόζει τις αρχές της επανάστασης ξεκινώντας το θέατρο «από πόρτα σε πόρτα». Μέσω της μελέτης των αποφθεγμάτων του Μάο, προσδιόρισε το επάγγελμά του -η πολιτική τον βοήθησε να ανακαλύψει την τέχνη του.
Οι θαυμαστές του Jean-Luc Godard διχάζονται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θεωρούν ότι η καριέρα του ουσιαστικά τελείωσε με την «Κινέζα» και σε όσους επιμένουν ότι αυτή η ταινία κηρύσσει την έναρξη της ωριμότερης περιόδου της φιλμογραφίας του. Ένα είναι βέβαιο: αυτή η ταινία σηματοδοτεί την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του. Ο μετεφηβικός ρομαντισμός και η αναζωογονητική ιδιορρυθμία του πρώιμου Godard υποβαθμίζονται προς χάρη της αφαίρεσης και της ελευθερίας έκφρασης, που πάντως τον έκαναν λιγότερο κατανοητό και προσβάσιμο στο mainstream κοινό.
Η «Κινέζα» ήταν εξαιρετικά επίκαιρη όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1967. Η απεικόνιση μιας ομάδας φοιτητών, βαθιά απογοητευμένων από την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία, που σχεδιάζουν άμεση δράση για την επίτευξη κοινωνικής αλλαγής, θεωρείται προφητική για τον Μάη του ’68. Παράλληλα μια ιδεολογική ομίχλη καλύπτει την ταινία, που μπορεί να εξηγηθεί από την εσωτερική πάλη (καλλιτεχνική και πολιτική) του ίδιου του JLG σε αυτή τη φάσης της καριέρας του. Ποια είναι άραγε η στάση του Godard στο προτσές ριζοσπαστικοποίησης των νεαρών διανοούμενων, που εκκινώντας από μια ιδεαλιστική ενασχόληση με τη σκέψη και την πολιτική περνούν στον απερίσκεπτο ουτοπισμό για να καταλήξουν στην εξτρεμιστική δράση; Τους υποστηρίζει ή τους κατακρίνει; Ο Godard αποφεύγει να πάρει σαφή θέση -ρίχνει φως σε πολιτικές ιδέες και φιλοσοφίες, αλλά δεν τις υιοθετεί. Εκθέτει τα ελαττώματα των επιχειρημάτων των φοιτητών, τους παρουσιάζει τυφλωμένους από σαθρά ιδανικά, εμμονικούς με τη λεκτική άρθρωση των θεωρητικών απόψεων τους και βυθισμένους σε μια ναρκισσιστική αντανακλαστική τέρψη του εαυτού τους. Με συμπονετικό φως και λεπτή ειρωνεία σατιρίζει την αφέλεια τους, να πιστεύουν ότι μια απλοϊκή οικειοποίηση μιας πολιτικής ιδεολογίας θα λύσει όλα τα δεινά της κοινωνίας.
Στην πνευματικά πιο ενδιαφέρουσα σεκάνς της ταινίας παρακολουθούμε την παθιασμένη συζήτηση μεταξύ της Βερονίκ και του αληθινού γάλλου καθηγητή φιλοσοφίας Φράνσις Ζανσόν, σε ένα βαγόνι σιδηροδρόμου. Ο αντιφρονών Ζανσόν ήταν ακτιβιστής που φυλακίστηκε επειδή βοήθησε το κίνημα ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Η Βερονίκ με τον αφηρημένο δογματισμό της υποστηρίζει τη βίαιη εξέγερση και την τρομοκρατία, ειδικά όταν στρέφεται κατά των πανεπιστημίων, ενώ ο Ζανσόν αμφισβητεί τη σοφία ή την αποτελεσματικότητα τέτοιων ενεργειών σε αυτό το πλαίσιο. Το επιχείρημά του είναι ότι στο πεδίο της Αλγερίας ολόκληρος ο πληθυσμός ήταν ενωμένος στον στόχο της ανεξαρτησίας -έτσι η τρομοκρατία σε αυτό το κίνημα είχε ηθικό υπόβαθρο. Αντίθετα απορρίπτει μια τέτοια μορφή βίας στο γαλλικό πλαίσιο, όπου δεν θα υπήρχε τέτοια ενότητα σκοπού στον πληθυσμό. «Πιστεύεις πως μπορείς να κάνεις μια επανάσταση για άλλους; Αλλά ποιο είναι το νόημα του να σκοτώνεις ανθρώπους, αν δεν ξέρεις τι θα κάνεις μετά». Και όταν την προκαλεί επανειλημμένα με το συντριπτικό ερώτημα «Και μετά;», η Βερονίκ αμήχανη και μπερδεμένη απαντά με το ισχνό «θα συνεχίσω να μελετώ την κατάσταση».
Ακόμη και σήμερα, 56 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, η «Κινέζα» συνεχίζει να συναρπάζει, να σοκάρει και να συγκινεί, χάρη στην απελπισμένη ειλικρίνεια και την ουτοπική αφέλειά τής παρόρμησης που οδήγησε στον Μάη του ‘68. O ιδιοφυής Godard διαβλέπει τη χίμαιρα της επανάστασης και τον επικίνδυνο εκτροχιασμό της σε δράσεις τυφλής βίας. Ορίζει ξεκάθαρα το αδιέξοδο της τρομοκρατίας, που μεταγγίστηκε στη δεκαετία του ’70 κυρίως στην Ιταλία, τη Γερμανία αλλά και την Ελλάδα με τραγικές παράπλευρες απώλειες.
Βαθμολογία: