Ελπίζοντας πως θα κάνει τον κωματώδη γιο της να αισθανθεί πόσο όμορφη είναι η ζωή και να ξυπνήσει, μια μητέρα πραγματοποιεί ένα-ένα τα 10 πράγματα που ήθελε να κάνει, σύμφωνα με το ημερολόγιό του με τίτλο “πριν το τέλος του κόσμου”.
Σκηνοθεσία:
Lisa Azuelos
Κύριοι Ρόλοι:
Alexandra Lamy … Thelma Carrez
Muriel Robin … Odette Carrez
Hugo Questel … Louis Carrez
Xavier Lacaille … Etienne
Martine Schambacher … Nadege
Eye Haidara … Δρ Bongramp
Maria Fernanda Candido … Paula
Rafi Pitts … Matthew Smith
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Juliette Sales, Fabien Suarez
Παραγωγή: Eric Jehelmann, Philippe Rousselet
Φωτογραφία: Guillaume Schiffman
Μοντάζ: Baptiste Druot
Σκηνικά: Nicolas de Boiscuille
Κοστούμια: Emmanuelle Youchnovski
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Chambre des Merveilles
- Ελληνικός Τίτλος: Το Βιβλίο των Θαυμάτων
- Διεθνής Τίτλος: The Book of Wonders
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: La Chambre des Merveilles του Julien Sandrel.
Παραλειπόμενα
- Διασκευή του πρώτου μυθιστορήματος του Julien Sandrel (σε έκδοση του 2018), που τυχαίνει να είναι και το πρώτο του που μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη. Το βιβλίο είχε μεγάλη επιτυχία, και μεταφράστηκε σε 26 γλώσσες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/9/2023
Έχει μέχρι και πολύ συγκινητικές στιγμές το φιλμ της Lisa Azuelos, αλλά και μια έντονη τάση ωραιοποίησης όλων των πτυχών της πραγματικής ζωής, και αυτό το γεγονός αποστασιοποιεί σ’ έναν βαθμό από το δράμα που εκτυλίσσεται επί της οθόνης. Είναι και κάποιες άλλες πινελιές που θα έπρεπε να δουλευτούν καλύτερα για να έχει το όποιο δάκρυ μεγαλύτερο αντίκτυπο (ο επίλογος για παράδειγμα φαντάζει εξαιρετικά σύντομος και βιαστικός σε αναλογία με το πόσο έχει ζητήσει η Azuelos προηγουμένως να επενδύσει κανείς σε αυτό που αναπτύσσει σεναριακά). Αν και το σύνολο γέρνει πιο πολύ προς μια χολιγουντιανή πλευρά (αυτό γίνεται πιο έντονο όταν «πρέπει» να λυθούν κάποια σεναριακά εμπόδια για να τηρηθεί μια πολύ συγκεκριμένη συνταγή), προς τιμήν του, περιλαμβάνει και συναισθήματα πιο περίπλοκα από αυτά που θα είχε ένα επιδερμικό δείγμα της εν λόγω σχολής, ειδικά όσον αφορά κάποιες πλευρές της σχέσης της πρωταγωνίστριας με τη μητέρα της.
Γενικά, και για τον θεατή που μπαίνει στην αίθουσα χωρίς να ξέρει τι ακριβώς να περιμένει, γίνεται γρήγορα σαφές από διάφορα μεμονωμένα στοιχεία (σποραδικό χιούμορ, ενδυναμωτική μουσική, τουριστικού τύπου έμφαση σε κάποιες ωραίες τοποθεσίες) ότι στα επόμενα λεπτά θα «ξεδιπλωθεί» μια ταινία περισσότερο καθησυχαστική κι ενθαρρυντική παρά δακρύβρεχτη με έναν συναισθηματικά συντριπτικό τρόπο. Κάτι που μόνο κακό δεν είναι, αρκεί να μη «γυαλίζονταν» κάποιες λεπτομέρειες τόσο πολύ ώστε να προκύψει ένα όσο το δυνατόν πιο ασφαλές για ένα ευρύ κοινό προϊόν.
Αξιοσημείωτα όμορφες κάποιες νότες που τοποθετούν τη γονεϊκή αγάπη ιεραρχικά σε επίπεδο αξιών πιο πάνω από κοινωνικές συμβάσεις (τον σεβασμό στον εργοδότη, στην κρατική μηχανή, τους τύπους στην καθημερινή συμπεριφορά). Από την άλλη, είναι ένα ευρύτερο παράπονο ότι η δραμεντί σαν είδος φλερτάρει τόσο συχνά με αυτό που παρατηρείται κι εδώ, δηλαδή με ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων που κινούνται στα περιθώρια του στερεότυπου (η ελαφρώς «τρελιάρα» μαμά της ηρωίδας, ο σπασίκλας αλλά καλοπροαίρετος οικογενειακός φίλος).
Η Alexandra Lamy καταφέρνει να είναι ευαίσθητη και τρυφερή χωρίς να φαίνεται ότι το εκβιάζει σε κανένα λεπτό της παρουσίας της μπροστά από τον φακό. Εκπέμπει τη μητρική στοργή με μεστότητα, δίχως υπερβολές, με τα ξεσπάσματά της να είναι ρεαλιστικά γιατί πατάνε πάνω σε μια προσγειωμένη αντιμετώπιση της στιγμής, όντας έντονα λόγω πολύ ειδικής συνθήκης όχι όμως αβανταδόρικα ακραία. Έχουν ενδιαφέρον και οι φάσεις όπου ξεφεύγει από τη γονεϊκή ιδιότητα και φανερώνεται κι ένα γενικότερο ψυχογράφημα, μια σταδιακή εξέλιξη που αποτυπώνεται με ένα «άνοιγμα» στους μανιερισμούς, καθιστώντας το ερμηνευτικό πορτρέτο πολυδιάστατο.
Το «Βιβλίο των Θαυμάτων» είναι κατά βάση ένα λαϊκό φιλμ, και δεν το κρύβει πουθενά. Κάτω από αυτό το πρίσμα μπορεί και να είναι λίγο άδικη μια κριτική που να εστιάζει στους περιορισμούς που βάζει η Azuelos στον εαυτό της προκειμένου να διαθέτει αυτήν την ιδιότητα η δημιουργία της. Βέβαια είναι αλήθεια πως και τα δώρα που δίνει στον μέσο θεατή που θα την επιλέξει θα μπορούσαν να είναι και πιο πλουσιοπάροχα. Πάντως αυτό που προκύπτει στέκει παραπάνω από αξιοπρεπώς και πετυχαίνει τους βασικούς στόχους ενός mainstream οικογενειακού δράματος. Και κάπου στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ίσως να ψάχνονται ήδη με την ιδέα ενός πιθανού ριμέικ…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 21/9/2023
Το Βιβλίο των Θαυμάτων είναι μια γαλλική ταινία με πολύ έντονο το συναισθηματικό στοιχείο. Μιλάει για μια μητέρα που η ζωή της ανατρέπεται όταν μετά από ένα ατύχημα, ο δωδεκάχρονος γιος της βρίσκεται για μήνες στο νοσοκομείο σε κώμα. Ανακαλύπτει τυχαία ένα τετράδιο του παιδιού της και βλέπει μέσα πράγματα σχετικά με τα ενδιαφέροντά του που δεν γνώριζε η ίδια και μια λίστα με πράγματα που θέλει να πραγματοποιήσει πριν το ενδεχόμενο τέλος του κόσμου, όπως το αποκαλεί.
Ενώ η ιστορία παρουσιάζει την πιθανότητα κάθε γονιός να ταυτιστεί με τα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας, ταυτόχρονα κρατάει μια αποστασιοποίηση χρησιμοποιώντας συνθήκες που ανήκουν περισσότερο στη σφαίρα του μυθοπλαστικού. Αυτό δίνει την ευκαιρία να συγκινεί, και υπάρχουν στιγμές που το καταφέρνει με πολύ όμορφο και λεπτό τρόπο χωρίς να το ρίχνει στο μελόδραμα. Που φυσικά το μελόδραμα δεν θα ήταν μονόδρομος αν κινούνταν σε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο όπως είχε κάνει το Πολεμώντας για τη Νίκη της Βαλερί Ντονζελί.
Θεωρώ υπέρ ότι η ταινία είναι μια γαλλική παραγωγή. Υπάρχουν πολλές σκηνές οι οποίες αντιμετωπίζονται με τον τρόπο που θα περιμέναμε από μια αμερικανική παραγωγή. Όλα αυτά αφορούν κυρίως τις επιθυμίες του παιδιού που προσπαθεί να πραγματοποιήσει η μητέρα του, είτε αυτό είναι να ταξιδέψει μέχρι την Ιαπωνία για να πάρει αυτόγραφο από τον αγαπημένο του σχεδιαστή μάνγκα, είτε να έρθει σε επαφή με τον πατέρα του ο οποίος δεν είχε μάθει ποτέ για την ύπαρξή του. Ενώ λοιπόν υπάρχει μια μυθοπλαστική αφορμή για την ιστορία που εξελίσσεται, η οποία είναι αρκετά πρωτότυπη και μου έφερε και λίγο στον νου τη λογική που είχε το -επίσης βασισμένο σε βιβλίο- Υστερόγραφο Σ’ Αγαπώ με τη Χίλαρι Σουάνκ, εδώ το ζήτημα δεν είναι η γυναίκα αυτή να κάνει ό,τι μπορέσει με έναν μεταφυσικό ενδεχομένως τρόπο να κρατήσει στη ζωή το παιδί της, αλλά όπως και η ίδια ανακαλύπτει στην πορεία να ξεπεράσει τους φόβους της και να μάθει και η ίδια να ζει πραγματικά, να πραγματοποιήσει για τον εαυτό της το ίδιο πράγμα που ζητάει από το παιδί της, κάνοντας τη σχέση γονέα και παιδιού μια αμφίδρομη διαδικασία ωρίμανσης.
Αυτή φαίνεται να είναι η βασική θεματική από το βιβλίο που κρατάει η Ζιλιέτ Σαλέ και ο Φαμπιάν Σουαρέ στο σενάριό τους, ένα βιβλίο του Ζουλιέν Σαντρέ το οποίο έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία παγκοσμίως και αυτό από μόνο του δίνει μια αναμενόμενη δικαιολογία σε διάφορες σκηνές καθαρού εντυπωσιασμού. Η ταινία βρίσκει ένα σωρό αφορμές να μας ταξιδέψει σε πανέμορφα ομολογουμένως τοπία της Σκωτίας και της Πορτογαλίας, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς από μια τέτοια ιστορία. Γι’ αυτό και η προσέγγιση αυτής της ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης της ηρωίδας δεν γίνεται ποτέ ρεαλιστικά οικεία όταν απομακρυνόμαστε από τις σκηνές του νοσοκομείου. Η ενδοσκόπηση στον ψυχισμό της δεν είναι στις προτεραιότητες, να το πω έτσι. Και για την ορθή παρουσίαση αυτού του στοιχείου θα πρέπει να εμπιστευτώ την οπτική της σκηνοθέτιδας Λίσα Αζουέλο και της πρωταγωνίστριας Αλεξάνδρα Λαμί, παρά εγώ ως άντρας να βγάλω μια αυτόνομη κρίση για το κατά πόσο αντιπροσωπευτική είναι η οπτική τους.
Θεωρώ ότι ακόμα και με τις όποιες ελλείψεις της ταινίας σε αυτό το κομμάτι είναι άδικο να κρίνουμε την ουσία της με βάση τον προκατειλημμένο διαχωρισμό περί άντρα ή γυναίκας δημιουργού και να την απορρίψουμε επειδή δεν συμφωνούμε με το απαύγασμα της εμβάθυνσης της θεματικής της. Θα μου πεις, γιατί το αναφέρεις τότε. Η Λίσα Αζουέλο είναι μια σκηνοθέτις που φτιάχνει κόσμους ιδωμένους μέσα από γυναικεία βλέμματα, ακολουθώντας μια αφηγηματική γραμμή που ταυτίζεται μονίμως με την οπτική των ηρωίδων της, υποστηρίζοντάς τες πάντα. Για όσους δεν τη γνωρίζετε, δύο πολύ γνωστές που έχει κάνει είναι η Νταλιντά, η βιογραφία της διάσημης τραγουδίστριας, και το Μια Τυχαία Συνάντηση. Εδώ, δεδομένου και του υλικού της, σκηνοθετεί με βάση μια αμερικανικού τύπου προσέγγιση αλλά με μέτρο πάντα, τη χρησιμοποιεί περισσότερο στις ταξιδιωτικές σκηνές και στα σημεία όπου συμμετέχουν συμπληρωματικοί χαρακτήρες, διαθέτοντας ένα ωραίο μέτρο ώστε η ατμόσφαιρα που δημιουργεί να μη γίνεται άνιση. Και διαθέτει και σκηνές όπου μου προκάλεσε εντύπωση ο διακριτικός χειρισμός τους όπως αυτή που συναντάει τελικά τον πατέρα του παιδιού που τη στήνει και την εξελίσσει με μεγάλη ενσυναίσθηση και αγάπη για τους χαρακτήρες της, χωρίς να πέφτει σε έξαρση συναισθημάτων.
Και ήταν και η σκηνή που μου φανέρωσε ότι η Αζουέλο προσφέρει τελικά στον θεατή αυτό ακριβώς που είχε σκοπό να δημιουργήσει. Όσο η ιστορία, στα πλαίσια της εκπλήρωσης των επιθυμιών του γιου της, ξεφεύγει από τον προσωπικό του κύκλο, από τις παρέες του και το σχολείο, και περνάει σε πιο ονειρικά πράγματα, ο ρυθμός της ταινίας περνά από κάποιες διακυμάνσεις: αλλού αφιερώνεται αρκετή ώρα και αλλού αρκεί ένα μονταρισμένο στιγμιότυπο. Αυτό υποστηρίζεται βέβαια σε έναν βαθμό από την πλοκή καθώς η Τελμά, η μητέρα αυτή, έρχεται σοβαρά αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χάσει τον γιο της, και αυτό που είχε ξεκινήσει αρχικά σαν μια απόπειρα να τον κρατήσει στη ζωή να μετατρέπεται υποσυνείδητα σε μια επανεφεύρεση της ζωής της. Στα πολύ θετικά της υπόθεσης έχουμε βέβαια την ερμηνεία της Αλεξάνδρα Λαμί, που παρότι η κάμερα είναι προσηλωμένη πάνω της δεν κυριαρχεί ποτέ με εκβιαστικό τρόπο σε όσα βλέπουμε, κρατάει ένα πολύ ορθό μέτρο στην ερμηνεία της, οι εξάρσεις της όταν επιβάλλονται από τη σκηνή κινούνται σε ένα εσωτερικό πλαίσιο που δημιουργεί μια ρεαλιστική σχέση με το περιβάλλον και τους ανθρώπους που την περιβάλλουν.
Αν μιλάμε για μια ταινία που εμφανώς έχει στόχο να προσεγγίσει τη μεγαλύτερη δυνατή μερίδα θεατών και να χτυπήσει εμπορικά, είναι από τις πιο αξιοπρεπείς και θεωρώ ότι το κάνει πετυχημένα.
Βαθμολογία: