Οι Καταραμένοι
- La Caduta degli Dei
- The Damned
- 1969
- Ιταλία
- Ιταλικά, Γερμανικά
- Δραματική, Έπος, Εποχής, Ερωτική, Πολεμικό Δράμα, Σινεφίλ
Η ισχύς και η περιουσία της οικογένειας Φον Έσενμπεκ παρέμεινε αναλλοίωτη μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεγάλη ύφεση που ακολούθησε στη χώρα. 1934 κι ο βαρόνος καλεί την οικογένεια στη μεγάλη έπαυλη για δείπνο. Μαζί είναι κι ένας ξάδελφος που ανήκει στους ναζί. Δύο κοριτσάκια παίζουν κρυφτό, και ξάφνου, μια κραυγή. Ο βαρόνος πυροβολήθηκε με το όπλο του πατέρα τους…
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Dirk Bogarde … Friedrich Bruckmann
Ingrid Thulin … βαρόνη Sophie Von Essenbeck
Helmut Berger … Martin Von Essenbeck
Helmut Griem … λοχαγός Aschenbach
Renaud Verley … Gunther Von Essenbeck
Umberto Orsini … Herbert Thallman
Reinhard Kolldehoff … βαρόνος Konstantin Von Essenbeck
Albrecht Schoenhals … βαρόνος Joachim Von Essenbeck
Charlotte Rampling … Elisabeth Thallman
Florinda Bolkan … Olga
Nora Ricci … γκουβερνάντα
Irina Wanka … Lisa Keller
Judith Burnett … Helga
Jessica Dublin … νοσοκόμα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Nicola Badalucco, Enrico Medioli
Παραγωγή: Ever Haggiag, Alfred Levy
Μουσική: Maurice Jarre
Φωτογραφία: Pasqualino De Santis, Armando Nannuzzi
Μοντάζ: Ruggero Mastroianni
Σκηνικά: Vincenzo Del Prato
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Caduta degli Dei
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Καταραμένοι
- Διεθνής Τίτλος: The Damned
- Εναλλακτικός Τίτλος: La Caduta degli Dei (Gotterdammerung)
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Luchino Visconti’s The Damned
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Θάνατος στη Βενετία (1971)
- Το Λυκόφως των Θεών (1972)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα υποσχόμενου ηθοποιού (Helmut Berger).
Παραλειπόμενα
- Η ταινία ανοίγει την Τριλογία της Γερμανίας. Θα ακολουθήσουν το Θάνατος στη Βενετία (1971) και το Λυκόφως των Θεών (1972). Πριν από εδώ ο Visconti διερευνούσε ιστορικά τη μεταπολεμική περίοδο αλλά και αυτήν της ενοποίησης της Ιταλίας. Εδώ ανοίγει την οπτική του στην ευρωπαϊκή πολιτική και ιστορία.
- Η οικογένεια Φον Έσενμπεκ βασίστηκε εν μέρει στη δυναστεία των Krupp από το Έσεν.
- Γυρίσματα έγιναν σε Ιταλία, Δυτική Γερμανία και Αυστρία, αλλά και στα στούντιο Τσινετσιτά.
- Ο Helmut Berger είχε κάνει ντεμπούτο το 1967 στο πλάι του Visconti (στην κωμική ανθολογία Μάγισσες), αλλά σε αυτή του την παρουσία οφείλει την καριέρα του. Έμελλε να είναι και ο πρωταγωνιστής στην ταινία που έκλεισε την τριλογία (Το Λυκόφως των Θεών). Διόλου τυχαία, εκείνη την περίοδο ο Berger είχε δεσμό με τον μεγάλο σκηνοθέτη. Μάλιστα, ο Dirk Bogarde είχε εκφράσει αργότερα παράπονα για το γεγονός ότι ο Visconti θυσίαζε εδώ την ανάπτυξη του χαρακτήρα του για να αγγίξει περισσότερο αυτόν του Berger. Επισήμανε δε ότι επί τούτου κόπηκε ολόκληρη σκηνή, που ανέπτυσσε τις ενοχές του Φρίντριχ μετά τον φόνο του Γιοακίμ.
- Το όνομα Aschenbach ήταν ένα δάνειο από τη νουβέλα του Thomas Mann, Death in Venice, όπου αποτέλεσε και την επόμενη ταινία του Visconti.
- Το αρχικό μοντάζ ήταν 12 λεπτά μεγαλύτερο από αυτό που κυκλοφόρησε στις αίθουσες. Ήταν μια προσπάθεια της παραγωγής να απαλύνει κάπως το “ακατάλληλο” υλικό, με τη σκηνή της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών να είναι ένα από τα θύματα του μοντάζ. Χρειάστηκε να έρθει η αποκατάσταση του 2004 για το DVD (σε γερμανική γλώσσα) για να συμπεριληφθούν κι αυτά στην ταινία.
- Στις ΗΠΑ και στα περισσότερα σημεία του πλανήτη η ταινία κυκλοφόρησε ως “αυστηρώς ακατάλληλη” λόγω του ακραίου σεξουαλικού υλικού. Και παρότι υπέστη γερές περικοπές για να προβληθεί στην αμερικανική τηλεόραση, επίσημα ήταν η πρώτη “Χ” ταινία που εμφανίστηκε ποτέ στις μικρές οθόνες των ΗΠΑ.
- Η “ακατάλληλη” της φήμη δεν εμπόδισε την ταινία να κερδίσει τόσο τους κριτικούς όσο και το κοινό. Μόνο στη Γαλλία το παρακολούθησαν σε πρώτη προβολή 2,6 εκατομμύρια θεατές, ενώ στις ΗΠΑ εισέπραξε 1,2 εκατομμύρια δολάρια.
- Ο Rainer Werner Fassbinder είχε ονομάσει αυτήν ως την αγαπημένη του ταινία.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Maurice Jarre προσλήφθηκε από τους παραγωγούς χωρίς να είναι εν γνώσει του Visconti, ο οποίος και είχε ζητήσει να ακούγεται μόνο κλασική μουσική από Gustav Mahler και Richard Wagner. Μπορεί μεν να αποδέχτηκε εντέλει τη συμπερίληψη της σύνθεσης του, αλλά ο σκηνοθέτης έμεινε ανικανοποίητος από αυτήν.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 18/3/2023
Η εικαστική τάση της τοξικής ατμόσφαιρας που διαπότιζε τον «Ξένο» όχι μόνο θα μεγεθυνθεί στην επόμενη ταινία του Visconti, αλλά και κάθε αίσθηση μέτρου και λεπτότητας θα εκλείψει. Οι «Καταραμένοι» διαθέτουν το πλούσιο διακοσμητικό στοιχείο που χαρακτηρίζει και άλλα έργα του Visconti, το οποίο όμως βυθίζει στην αταξία, τη φθορά και την αποσύνθεση. Με μια εύκολα αναγνώσιμη αλληγορική φόρμα, η ταινία ακολουθεί συμβολικές φιγούρες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, σε μια εποχή ραγδαίων πολιτικών και πολιτιστικών μεταλλάξεων.
Κάτω από τις τίτλους αρχής, οι φλόγες που χυτεύουν το ατσάλι προοικονομούν τα μελλούμενα δραματικά γεγονότα, αναδεικνύοντας τη διαστροφική μανία που θα στοιχειώσει την αφήγηση. Η οικογένεια του μεγαλοβιομήχανου της χαλυβουργίας Γιοακίμ φον Έσενμπεκ σπαράσσεται από εσωτερικές συγκρούσεις με αφορμή τις προσπάθειες των ναζί να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη διεύθυνση της εταιρείας. Οι σχέσεις ισορροπίας της οικογένειας με τους ανερχόμενους εθνικοσοσιαλιστές θα ανατραπούν, και τα μέλη της θα υποστούν μια προοδευτική, αλλά και αποκαλυπτική διάβρωση των συνειδήσεών τους από το δηλητήριο του ναζισμού. Περιγράφοντας πάθη και εγκλήματα που μένουν ατιμώρητα, ο Visconti μελετά τη στάση της μεγαλοαστικής τάξης της Γερμανίας απέναντι στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Συλλαμβάνει με οπτικά συναρπαστικό τρόπο τη φρενήρη ακολασία και τη βία που άσκησαν οι ναζί κατά τη διάρκεια της εποχής, συμπεριλαμβανομένης της “Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών”, όπου οι ομάδες εκτέλεσης του Χίτλερ σφαγιάζουν τους πολιτικούς εχθρούς του -τις παραστρατιωτικές Brownshirts, γνωστές ως SA.
Το οπερατικό αυτό μελόδραμα απεικονίζει μια ασταμάτητη παρέλαση διαστροφών, παιδεραστία, αιμομιξία, όργια και αιματηρές σφαγές, με αποτέλεσμα να πάρει αρχικά χαρακτηρισμό ‘X’, κάτι που διακηρύχθηκε από την τυποποιημένη εικόνα του Helmut Berger (τότε αντικειμένου των εμμονών του Visconti) στην καταπληκτική drag Marlene Dietrich. Έτσι, ακούσια το φιλμ είναι ένας εμπρηστικός πρόδρομος σε ταινίες της εποχής των ναζί, όπως το πορνογραφικό ‘Salon Kitty’ (1976) του Tinto Brass, το σκανδαλώδες ‘The Night Porter’ (1976) της Liliana Cavani, αλλά και το αριστουργηματικό μιούζικαλ ‘Cabaret’ (1972) του Bob Fosse.
Η φωτογραφία των Pasqualino De Santis και Armando Nannuzzi μεταφέρει τη φρίκη και την εχθρότητα μέσω των ζωηρών, κορεσμένων κόκκινων και πορτοκαλί αποχρώσεων που συνθέτουν μια ατμόσφαιρα ασφυξίας, κινδύνου και καταστροφής. Στην αποτρόπαια κατάληξη του φιλμ, ο υπέρμετρος νατουραλισμός επισκιάζει τον ατμοσφαιρικό εξπρεσιονισμό, και οι χαρακτήρες, έχοντας χάσει την αυτονομία τους, γίνονται μάσκες, και αυτό που ξεκίνησε ως τραγωδία τελειώνει σαν γκροτέσκο.
Κι όμως παρά την ανισορροπία των εκφραστικών μέσων, την έλλειψη εμβάθυνσης στους χαρακτήρες και τις μάλλον μέτριες ερμηνείες του υβριδικού καστ, η ταινία είναι ευρέως αναγνωρισμένη, κερδίζοντας ακόμη και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου. Όπως επεσήμαναν αρκετοί κριτικοί «είναι δύσκολο να αντισταθείς στη γοητεία της παρακμής», και όπως παρατηρεί ο Henry Bacon, οι ‘Καταραμένοι’ αποπνέουν μια «ακατανίκητη νοσηρή ομορφιά».
Στον αντίθετο πόλο, ο Roger Ebert είναι ιδιαίτερα δηκτικός: «οι ‘Καταραμένοι’ είναι μια μαγευτική αποτυχία, ένα παράδειγμα ενός εξαιρετικού σκηνοθέτη που εργάζεται στο αποκορύφωμα της ικανότητας του και παρόλα αυτά δεν δημιουργεί απολύτως τίποτα. Σίγουρα κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να κάνει αυτή την ταινία, σίγουρα κανείς δεν θα έπρεπε να την έχει κάνει. Είναι μια από τις πιο αδιαπέραστες ταινίες που έγιναν ποτέ. Χαρακτήρες και πλοκή μάς κρατούν σε απόσταση, όπως σε ένα απογοητευτικό όνειρο. Η ταινία είναι σαν ένας μάγος που πολύ αργά ανυψώνει το μαντήλι του από ένα κρυσταλλικό μπολ, διατηρώντας την αγωνία μας μέχρι το τέλος, όταν βλέπουμε ότι το μπολ είναι άδειο».
Η κυρίαρχη τάση είναι να σκεφτόμαστε την ταινία ως αριστούργημα ή κινηματογραφικό σκουπίδι, όταν η πραγματικότητα είναι ότι πιθανώς είναι λίγο κι από τα δύο. Όπως όλα τα έργα του Visconti, είναι οπτικά υπέροχο. Αλλά ο αφηγηματικός ρυθμός είναι ταχύτερος από τις περισσότερες ταινίες του, κάτι που μπορεί να είναι ένα πλεονέκτημα, αν και κάποιες φορές ο θεατής αισθάνεται ότι ξεπερνά το όριο. Είναι σίγουρα αποτελεσματικό στην απεικόνιση της Γερμανίας του 1933-34 ως ασφυκτικού εφιάλτη της κόλασης στη Γη. Και σίγουρα δεν είναι ποτέ ανιαρή παρά τα 155 λεπτά της. Ατελής και υπερβολική, αλλά και απολύτως απαραίτητη για κάθε σινεφίλ.
Βαθμολογία: