
Η Κάθι είναι μια μάλλον δύστροπη σαραντάρα ανερχόμενη βοηθός σεφ που δεν συμβιβάζεται. Πάνω που είναι έτοιμη να εκπληρώσει το όνειρό της και να ανοίξει το δικό της εστιατόριο υψηλής γαστρονομίας, τα πράγματα στραβώνουν. Αντιμετωπίζοντας οικονομικές δυσκολίες, η Κάθι αναγκάζεται να δεχτεί μια δουλειά στην κουζίνα μιας δομής για ανήλικους ασυνόδευτους μετανάστες. Παρόλο που μισεί την καινούρια της απασχόληση, που είναι τόσο κατώτερη των προσδοκιών και των ικανοτήτων της, η Κάθι διαπιστώνει πως αυτές ακριβώς οι αρετές της αρχίζουν να επηρεάζουν θετικά τις ζωές των παιδιών. Και, το πιο αναπάντεχο, η Κάθι καταλαβαίνει πως και η δική της ζωή αρχίζει να αλλάζει προς το καλύτερο από την επαφή της με τα παιδιά…
Σκηνοθεσία:
Louis-Julien Petit
Κύριοι Ρόλοι:
Audrey Lamy … Cathy Marie
Francois Cluzet … Lorenzo Cardi
Chantal Neuwirth … Sabine
Fatou Kaba … Fatou
Yannick Kalombo … GusGus
Mamadou Koita … Djibril
Stephane Brel … Mikael
Chloe Astor … Lyna Deletto
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Louis-Julien Petit, Liza Benguigui, Sophie Bensadoun
Στόρι: Sophie Bensadoun
Παραγωγή: Liza Benguigui
Μουσική: Laurent Perez Del Mar
Φωτογραφία: David Chambille
Μοντάζ: Nathan Delannoy, Antoine Vareille
Σκηνικά: Arnaud Bouniort, Cecile Deleu
Κοστούμια: Elise Bouquet
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Brigade
- Ελληνικός Τίτλος: Μάλιστα, Σεφ!
- Διεθνής Τίτλος: Kitchen Brigade
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Kitchen Brigade
Παραλειπόμενα
- Ο δημιουργός αποκάλεσε την ταινία του: “μια κοινωνική κωμωδία”.
- Η ιδέα προέκυψε όταν ο Louis-Julien Petit έμαθε για μια οργάνωση που βοηθά ανήλικους μετανάστες χωρίς χαρτιά, προσφέροντάς τους μαθήματα μαγειρικής.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 27/4/2023
Εξαιρετικά ευγενείς είναι οι προθέσεις του φιλμ του Louis-Julien Petit, και του αξίζουν διπλά μπράβο για το ότι επιλέγει να περάσει ένα συγκεκριμένο μήνυμα αποδοχής σε μια διεθνή πολιτική συγκυρία που δεν το ευνοεί. Δυστυχώς όμως, από κινηματογραφικής άποψης, υπάρχουν λάθη και ανεπάρκειες που απογοητεύουν και δεν βοηθούν στο να αναδειχθεί το νόημα.
Πρέπει να τονιστεί ότι το ύφος πλησιάζει περισσότερο τη δραμεντί παρά την καθαρόαιμη κωμωδία. Χιούμορ υπάρχει, όχι όμως ξεκαρδιστικό, ενώ και το πώς ερμηνεύεται η πλειοψηφία των ρόλων δηλώνει μια πιο σοβαρή κατεύθυνση. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς εξυπηρετεί τον κοινωνικό προβληματισμό του σεναρίου. Έρχεται όμως ένα τελευταίο εικοσάλεπτο που… τρέχει με την ταχύτητα του φωτός, την ίδια στιγμή που ανοίγει μια υποπλοκή που θα μπορούσε δυνητικά να χωρέσει και μια δεύτερη ταινία, το οποίο πλήττει πάρα πολύ την αληθοφάνεια των όσων προηγήθηκαν και μοιάζει να υπάρχει περισσότερο για να υπάρξει μια περιπετειώδης κορύφωση λόγω του εμπορικού χαρακτήρα του συνόλου παρότι από άποψη λογικής πέφτει στο κενό. Και ο ιδεαλισμός που διέπει αυτήν τη στροφή και το φινάλε στο οποίο οδηγείται μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να στέλνει τον θεατή στο σπίτι του με ένα χαμόγελο, είναι όμως ένα χαμόγελο χωρίς αντίκρισμα καθώς έχει για κύριο συστατικό τον εφησυχασμό, και όχι την παρότρυνση. Ακόμη κι έτσι, δεν αποκλείεται να υπάρξει εκείνη η μερίδα του κοινού που βλέποντας μπροστά στα μάτια του το ζήτημα της ένταξης των προσφύγων στην κοινωνία να ευαισθητοποιηθεί, αλλά το ποσοστό αυτό θα ήταν μεγαλύτερο με μια πιο ουσιαστική ματιά. Το σίγουρο είναι πως αυτό που θα προέκυπτε θα ήταν ανώτερο αν δεν λάμβανε χώρα αυτός ο εξαιρετικά αποπροσανατολιστικός εκτροχιασμός προς το κλείσιμο.
Είναι και άλλα παραπτώματα που προσγειώνουν ποιοτικά το τελικό αποτέλεσμα, όπως το ότι η ανάλυση των χαρακτήρων, και ειδικά της πρωταγωνίστριας, είναι υπερβολικά επιδερμική για να ενδιαφερθεί κανείς σε βάθος γι’ αυτούς, πέρα από ένα επίπεδο βασικής ανθρωπιάς λόγω της κατάστασης. Ενώ ακριβώς επειδή επικρατεί η νοοτροπία της ψυχαγωγίας παραβλέπονται και οι περισσότερες από τις πιο δυσάρεστες διαστάσεις του θέματος που εξετάζεται, και κάπως έτσι τα δρώμενα αποκτούν μια αίσθηση «ψευτιάς».
Η Audrey Lamy είναι μια αρκετά καλή πρωταγωνίστρια, διαθέτει την αποφασιστικότητα που χρειάζεται για να γίνει η κινητήρια δύναμη της πλοκής, απλά το κείμενο την περιορίζει από το να φτάσει στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων της. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για ουκ ολίγους από τους δεύτερους ρόλους, που την πλαισιώνουν μεν αποτελεσματικά (πέραν ενός σταθερά αξιόπιστου Francois Cluzet ξεχωρίζει και η καλοσυνάτη αύρα του μικρού Yannick Kalombo) αλλά δεν τους δίνεται η ευκαιρία σεναριακά να λειτουργήσουν ως κάτι παραπάνω από αυτό. Και ειδικά όσον αφορά τους ρόλους των ανήλικων προσφύγων αυτό αποδεικνύεται προβληματικό, καθώς, ενώ θεωρητικά βρίσκονται στο επίκεντρο του δράματος, καταλήγουν να είναι συμπληρώματα της Lamy.
Ευαισθησία υπάρχει γενικά, ωστόσο δεν αρκεί από μόνη της για να γίνει το «Μάλιστα, Σεφ!» μια πραγματικά ολοκληρωμένη κινηματογραφική πρόταση. Τουλάχιστον το κάπως ελπιδοφόρο συμπέρασμα που βγαίνει για άλλη μια φορά μετά το πέρας της θέασης είναι ότι η Γαλλία, ακόμη και στο σινεμά που προορίζεται για τις μάζες, κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Βαθμολογία: