
Η Άννα είναι αρραβωνιασμένη εδώ και καιρό με τον Σάντρο, έναν υποσχόμενο αν και αδρανή νεαρό αρχιτέκτονα. Σε αυτό το σημείο φαίνεται πως η σχέση τους δεν θα οδηγήσει ποτέ σε γάμο. H Άννα προσπαθεί να κρύψει την απελπισία της καθώς πηγαίνουν διακοπές με το γιοτ ενός φίλου στα νησιά Λίπαρι, παίρνοντας μαζί την Κλαούντια, τη λιγότερο τυχερή φίλη της. Στη Λίσκα Μπιάνκα, μετά από καυγά με τον Σάντρο, η Άννα εξαφανίζεται. Όλες οι προσπάθειες για τον εντοπισμό της αποτυγχάνουν. Ο Σάντρο και η Κλαούντια αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τη βρουν, αλλά σύντομα η αποτυχημένη απόπειρα αναζήτησης προκαλεί μια ακαταμάχητη έλξη μεταξύ τους.
Σκηνοθεσία:
Michelangelo Antonioni
Κύριοι Ρόλοι:
Gabriele Ferzetti … Sandro
Monica Vitti … Claudia
Lea Massari … Anna
Dominique Blanchar … Giulia
Renzo Ricci … ο πατέρας της Anna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michelangelo Antonioni, Elio Bartolini, Tonino Guerra
Στόρι: Michelangelo Antonioni
Παραγωγή: Amato Pennasilico
Μουσική: Giovanni Fusco
Φωτογραφία: Aldo Scavarda
Μοντάζ: Eraldo Da Roma
Σκηνικά: Piero Poletto
Κοστούμια: Adriana Berselli
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: L’Avventura
- Ελληνικός Τίτλος: Η Περιπέτεια
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση και ξένης ηθοποιού (Monica Vitti).
- Ειδική μνεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
Παραλειπόμενα
- Ο Antonioni ξεκίνησε τον Αύγουστο τα γυρίσματα, κατευθείαν από τις σκηνές του νησιού. Αυτό ήταν ένα νησί ανοιχτά της Σικελίας (στους Αιολικές Νήσους), και μαζί του είχε ένα επιτελείο και καστ 50 ανθρώπων. Κι ενώ ήταν να καθίσουν εκεί 3 εβδομάδες, ολοκλήρωσαν τη δουλειά σε 4 μήνες! Τα προβλήματα πολλαπλά. Με το “καλημέρα” έγινε αντιληπτή η ύπαρξη πολλών αρουραίων, φιδιών και κουνουπιών, σε συνδυασμό με έναν ασυνήθιστα για την εποχή κρύο καιρό, για να επιστεγαστεί το κακό με τη μη εμφάνιση του πλοιαρίου που είχε ναυλωθεί να τους πηγαίνει και να τους φέρνει στο νησάκι. Οι άνθρωποι του επιτελείου χρειάστηκε να φτιάξουν αυτοσχέδιες βάρκες από δοχεία βενζίνης και σανίδες, ώστε να μπορέσουν να φέρουν όλα τα υλικά που χρειάζονταν για το γύρισμα. Μία εβδομάδα μετά, η εταιρία παραγωγής χρεωκόπησε. Προσπερνώντας τις ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό, άπαντες συμφώνησαν να εργαστούν για τον σκηνοθέτη δωρεάν, και να πληρωθούν μόνο όταν βρίσκονταν νέα χρηματοδότηση. Υπήρχε μάλιστα ένα τριήμερο που κανένα πλοίο δεν έφτανε στο νησί, και βρέθηκαν όλοι αποκλεισμένοι δίχως φαΐ ή κουβέρτες. Στιγμιαία το συνεργείο κατέβηκε σε απεργία, με τον Antonioni και τον βοηθό του να γυρίζουν μόνοι τους ό,τι μπορούσαν. Αφού πλέον πέρασαν αρκετές εβδομάδες μαρτυρίου, η εταιρία Cino del Duca συμφώνησε να γίνει χρηματοδότης και τους έστειλε χρήματα.
- Λόγω του κρύου στο νησί (Lisca Bianca), η Lea Massari απέκτησε καρδιακό πρόβλημα, μια και οι απαιτήσεις των γυρισμάτων την ήθελαν κάθε ημέρα να βουτάει στην ανοιχτή θάλασσα της Μεσογείου. Αυτό είχε ως κατάληξη να πέσει κάποιες ημέρες σε κώμα, και εσπευσμένα να τη μεταφέρουν στη Ρώμη για ιατρική περίθαλψη.
- Όταν επιτέλους τελείωσαν οι σκηνές στο νησί, η παραγωγή μεταφέρθηκε σε διάφορες τοποθεσίες της Σικελίας. Σε μία σκηνή που γυρίστηκε στη Μεσσήνη, ο Antonioni επέμενε να υπάρχουν 400 κομπάρσοι. Μαζεύτηκαν όμως μόνο 100, με τους άντρες του συνεργείου να αρπάζουν κυριολεκτικά περαστικούς και να τους υποχρεώνουν σε συμμετοχή.
- Metro-Goldwyn-Mayer, American-International Pictures, Paramount Pictures και Warner Bros. αρνήθηκαν να διανείμουν την ταινία στις ΗΠΑ, με την Columbia Pictures εντέλει να αγοράζει τα δικαιώματα.
- Το φιλμ ταλαιπωρήθηκε και κατά την απίθανη πρεμιέρα του στις Κάνες. Η Vitti (που από εδώ έμελλε να γίνει αστέρι πρώτου μεγέθους) θυμόταν ότι οι θεατές γελούσαν και γιουχάριζαν, ειδικά στις μακρόσυρτες σκηνές, με αυτήν και τον Antonioni να “δραπετεύουν” από την αίθουσα. Την επομένη όμως το πρωί, έλαβαν μια λίστα από υπογραφές ανθρώπων του σινεμά και της λογοτεχνίας, όπου έγραφε ότι ήταν η καλύτερη ταινία του φεστιβάλ. Μετά από επαναπροβολή, η ταινία κατέληξε να κερδίσει το βραβείο επιτροπής, και να γίνει διεθνής εμπορική επιτυχία στις αίθουσες.
- Αποτέλεσε την έναρξη για μια τριλογία, με το Η Νύχτα (1961) και το Η Έκλειψη (1962) να ακολουθούν.
- Δεν θεωρείται μόνο ως μία από τις καλύτερες ταινίες της έβδομης τέχνης, αλλά και μία από τις πλέον διαδραστικές. Πρόκειται για μια ταινία που παραδεχτά άλλαξε την οπτική του μέσου.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Είναι από τις σπάνιες φορές που ο Antonioni χρησιμοποίησε ορίτζιναλ μουσικά θέματα πέρα μόνο από τους τίτλους. Για την εδώ σύνθεση, ζήτησε από τον Giovanni Fusco να δημιουργήσει “τζαζ σαν να είχε γραφτεί στους ελληνιστικούς χρόνους”.
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 28/12/2009
Το L’Avventura είναι η ταινία που χάρισε στον Antonioni τη διεθνή καταξίωση, όχι μόνο γιατί κέρδισε το βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά και γιατί έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στην ιστορία του κινηματογράφου, για μια ταινία που επηρέασε κι επηρεάζει τη μετέπειτα διεθνή φιλμογραφία με άπειρους τρόπους. Η υπόθεση της ταινίας είναι, ακόμα και για την εποχή της, εξαιρετικά απλή, το σενάριο όμως φανερώνει την ευφυΐα και το αστείρευτο ταλέντο ενός από τους μεγαλύτερους δημιουργούς στην ιστορία της 7ης τέχνης. Ένα σενάριο δίχως συναισθηματικές εξάρσεις, που όμως σε κάνει τελικά να νιώσεις τόσα πολλά. Το πώς κατάφερε ο Antonioni να μετατρέψει την απλή ιστορία μιας εξαφάνισης σε μια ολοκληρωμένη σπουδή πάνω στην αποξένωση, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη αστική κοινωνία, νομίζω πως δεν θα το καταλάβω ποτέ…
Η ταινία αποτελεί ακόμα μια απόδειξη ότι το σενάριο αρκεί για μια ταινία εκπληκτική, αυτό όμως που θα την κάνει μαγευτική και εντέλει θα σε κάνει να την ερωτευτείς είναι η σκηνοθεσία. Εδώ ο σκηνοθέτης σε κάνει να περιμένεις με ανυπομονησία το επόμενο πλάνο, κι όταν αυτό έρχεται, σε βυθίζει ολοένα και περισσότερο στο κινηματογραφικό του σύμπαν και σε προκαλεί να ερωτευτείς όχι μόνο την ταινία, αλλά και την υπέροχα κινηματογραφημένη Ιταλία των 1960.
Συμπερασματικά, το L’Avventura αποτελεί ένα πραγματικό έργο που θα σας κάνει να ξαναγαπήσετε τον κινηματογράφο. Όσοι πάλι από σας δεν σταματήσατε ποτέ να τον αγαπάτε, βλέποντας την ταινία θα νιώσετε περήφανοι για την επιλογή σας αυτή.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 14/5/2010
Το κοινωνικό πλαίσιο… Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη προβάλλει ένας νέος τύπος ανθρώπου που η δημιουργία του ξεκινά από την Αναγέννηση, περνάει από τον Διαφωτισμό, από την ανάπτυξη των επιστημών και την βιομηχανική επανάσταση και φτάνει στην αστική δημοκρατία. Η ιουδαιοχριστιανική κοσμοθεώρηση έχει ξεθωριάσει από τη λάμψη της επιστήμης, οι εθνικοί ρομαντισμοί έχουν χαθεί μαζί με τους πολέμους με τους οποίους συμπορεύτηκαν και ο εφαρμοσμένος διαλεκτικός υλισμός υπάρχει στη σκέψη του αλλά δεν πείθει αρκετά γιατί έχει παραδόξως ντυθεί με ένα μεταφυσικό μεσσιανισμό που απομακρύνεται από τον «κοινό νου», παραείναι επικός και τρομάζει. Από την άλλη η παράδοση, η σχέση του με τη γη και την φυλή, έχουν χαθεί. Ο μέσος αστός ευρωπαίος βρίσκεται εκ των συνθηκών έξω από μεγάλα ολοκληρωτικά συστήματα σκέψης και ρόλων, βαδίζει έξω από αυτά τα στρωμένα μονοπάτια, είναι σαν βρίσκεται σε ένα απέραντο αμαρκάριστο πνευματικό κάμπο (ίσως γεμάτο με χιλιάδες αντικείμενα) και αντιμετωπίζει μια παράξενη κατάσταση που μοιάζει με ελευθερία. Είναι ο μοντέρνος άνθρωπος στην μοντέρνα εποχή. Αλλά αυτό που μοιάζει με ελευθερία φέρνει το βάρος του αυτοκαθορισμού. Αν δεν είναι πια ένας αγρότης που το βράδυ μαζί με τους συχωριανούς αφού ευχαριστήσει το θεό, τρώει τον καρπό που έσπειρε τραγουδώντας ένα πανάρχαιο τραγούδι, κι αν δεν είναι ένας πατριώτης που θυσιάζεται για το ένδοξο έθνος κι αν δεν είναι ένας επαναστάτης που θα συνεισφέρει με τους αγώνες του σε μια παγκόσμια δικαιοσύνη και αν δεν είναι ο φρέσκος, μόλις «προχθές» καλλιτέχνης και στοχαστής που έγραψε «Το ά είναι άσπρο» ή έβαλε στην προσωπογραφία τρία μάτια και δυο μύτες, τώρα τι είναι;
Βέβαια στον καθημερινό βίο υπάρχουν άφθονα αντικείμενα να τον απασχολήσουν. Η δουλειά του, οι φίλοι, το ερωτικό αντικείμενο, ο σκύλος που πρέπει να βγει βόλτα, το γεράνι που πρέπει να ποτισθεί, ο λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί, η ταινία που θέλει να δει. Το ρήμα «απασχολήσουν» υποδηλώνει το δράμα. Συνήθως υπάρχει μια τεράστια ξένωση ανάμεσα στη δουλειά του και σ’ αυτόν. Οι περισσότερες δουλειές είναι μεσολαβητικές ανάμεσα σε πράγματα που και αυτά είναι μεσολαβητικά. Κάποιος οργανώνει «πακέτα» ταξιδιωτικά, οικονομικά, κάποιος πλασάρει, κάποιος στήνει «αισθητικά» σελίδες περιοδικού με απώτερο στόχο να είναι ελκυστικές ώστε να πέσει το μάτι του αναγνώστη στην διαφήμιση προϊόντος (πλάι στο κείμενο-κράχτη) που και αυτό το προϊόν μπορεί να είναι ένα άλλο «πακέτο». Ο εργαζόμενος αστός δεν παράγει κάτι που να τον «δένει» συναισθηματικά ώστε να ισορροπεί την υλική του υπόσταση. Δεν φτιάχνει ψωμί που το τρώει ή παπούτσια που τα φοράει. Υπάρχει ξένωση, απλά απασχολείται και συνήθως για το κέρδος κάποιου άλλου. Οι φίλοι είναι, επίσης «ελεύθερες», μονάδες που δεν μπορούν να συγκροτήσουν ομάδα, ένα ικανό κοινωνικό ιστό, αλληλοσυγκρούονται ή μονιάζουν μέσα από τις νευρώσεις τους. Μια συγκέντρωση για έξοδο μπορεί να αναλωθεί σε συζητήσεις για το που και τι, χωρίς να συμβεί τίποτε ικανοποιητικό, άλλοτε πάλι οι συζητήσεις μοιάζουν με ταυτόχρονους μονολόγους όπως σε άσυλο φρενοβλαβών. Πάλι ξένωση. Ο σκύλος, το γεράνι είναι μια ρουτίνα που έδωσε χαρά μόνο τον πρώτο καιρό της αγοράς τους. Συχνά και ένας έρωτας, που «αγοράστηκε» σε ένα αλισβερίσι ψυχολογικών αναγκών που όταν ανατραπούν χάνει το νόημά του. Όλα δείχνουν, καταλήγουν σε μια ξένωση.
Συνοψίζοντας, έχουμε μια ελευθερία που τρομάζει. Δεν υπάρχει Νόημα αλλά άπειρα νοήματα που επινοούμε. Καλύπτουμε ένα «ελεύθερο κενό» μέσα στο οποίο κολυμπάμε, με μόνη σιγουριά το ίδιο μας το σώμα μέσα στην κίνησή του, μέσα στον χωρόχρονό του.
Το περιεχόμενο του φιλμ… Αυτή τη στοχαστική περιοχή έρχεται ο Antonioni το 1960 να ερευνήσει αισθαντικά και όχι ιδεολογικά, ορίζοντας και το μοντέρνο σινεμά. Και επιλέγει να την ερευνήσει (όπως και σε όλη του την τετραλογία, αν συνυπολογίσουμε μαζί με την Νύχτα και την Έκλειψη, και την Κόκκινη έρημο) με πηδάλιο μια γυναίκα. Ίσως γιατί τον εμπνέει η γυναίκα, ίσως γιατί διαλέγει γυναίκες εκτός παραγωγής, άρα πιο εκτεθειμένες στην κενότητα χάρη στον ελεύθερο χρόνο, ίσως γιατί οι γυναίκες ζητούν ένα πιο «χειροπιαστό» νόημα από τη φύση τους ως επωμιζόμενες την μητρότητα. Εντέλει η αστή γυναίκα είναι το ιδανικό εργαλείο στον Antonioni, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος στην πιο ευαίσθητη εκδοχή του, όσον αφορά την πρόσληψη και βίωση μιας απουσίας. Στην ταινία, πριν την εξαφάνιση, είναι η Άννα και όχι η Κλάουντια σε πρώτο δραματουργικό πλάνο, που κουβαλά το μαρτύριο του υπαρξιακού αδιέξοδου. Η Άννα, κόρη επιχειρηματία, συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, δεν ακολουθεί κανένα κανόνα γιατί είναι ανικανοποίητη, γιατί όλα της φταίνε, γιατί η σχέση της με τον Σάντρο δεν την γεμίζει. Είναι άραγε ο Σάντρο συναισθηματικά ανεπαρκής ή και αυτή αδύναμη να συνεισφέρει; Μετά την εξαφάνιση η σκυτάλη της «μονάδας που πάσχει» παραδίδεται στην πιο συγκρατημένη αλλά το ίδιο ανερμάτιστη Κλάουντια. Κι ενώ το μικροσύμπαν τους είναι (επί τέλους) φορτισμένο από την περιπέτεια της εξαφάνισης, τροφοδοτώντας τους με στόχο (να βρουν την Άννα) και ενοχές (γιατί δεν είναι αποτελεσματικοί, γιατί ίσως δεν ανησυχούν αρκετά, γιατί οι δυο τους αρχίζουν να νοιώθουν μια έλξη), η ταινία γίνεται ένα αργό οδοιπορικό εξάντλησης του νοήματος, εξαφάνισης αυτής της ίδιας της «εξαφάνισης της Άννας». Παρακολουθούμε την διάλυση όλων των σημασιών που μοιάζουν να διαχέονται ως υδρατμοί και να ποτίζουν σώματα και χώρους με μια δραματική απουσία- παρουσία. Δεν παρακολουθούμε μια εξέλιξη δρώμενων (η προσπάθεια Κλάουντια και Σάντρο να ενωθούν ερωτικά φαίνεται ως αντιπερισπασμός στους φόβους τους) αλλά μια σταδιακή αποκάλυψη ενός υποβόσκοντος κενού – όταν, όπως είπαμε, η συνείδηση είναι απαλλαγμένη από την άμεση επιβίωση και από το βάρος του ιστορικού εποικοδομήματος αιώνων. Ποτέ άλλοτε στο σινεμά ένα άδειο (από έτοιμες σημασίες) τοπίο δεν ήταν τόσο παρόν στα δρώμενα και ποτέ τα σώματα δεν ήταν τόσο τοπιο-ποιημένα ως πτυχώσεις ενός ελεύθερου-αδιάφορου χωρόχρονου. Σώμα και χώρος ως ισότιμες οντότητες σε κίνηση, «ευωδιάζουν» κενότητα. Αλλά μια κενότητα που δεν είναι μισανθρωπική. Υπάρχει μια λεπτότατη, έξω από ιδεολογίες, φιλάνθρωπη ματιά του Antonioni πάνω στην κατάσταση αυτής της ανελέητης, εξαντλητικής «ελευθερίας. Το τρεμάμενο χέρι της Κλάουντια που με δισταγμό ακουμπά στον ώμο του Σάντρο στο προτελευταίο πλάνο μπορεί να μην είναι συγχώρεση από ανάγκη και δειλία, ένας συμβιβασμός, αλλά ένα νέο compassion κατά την βουδιστική σημασία. Μια αναγνώριση δηλαδή της ολότητας, ομοψυχίας μέσα από τις επιμέρους φαινομενικές δυσλειτουργίες και ατέλειες. Και αναφέρω «βουδιστική» γιατί η ανατολική σκέψη, αντίθετα από την δυτική, στόχευσε σε αυτό το κενό αξιώνοντάς κι όχι απαξιώνοντάς το, από εκείνα τα παλιά χρόνια. Ο λευκός Καυκάσιος ως κατακτητής, έχτισε σημασίες. Ο ανατολικός άνθρωπος ως ισορροπιστής, θέλησε να σβήσει το εγώ μέσα στο σύμπαν. Ο Antonioni έρχεται και αυτός να αξιώσει (επώδυνα αρχικά) αυτό το κενό, να σβήσει ο ίδιος μέσα στο σύμπαν και να μας δείξει ένα δρόμο όπου η ιδέα μπορεί να αντικατασταθεί από την αίσθηση. Μπορούμε να νοιώσουμε (όχι να κατασκευάσουμε) αυτό το κενό ως μια νέα οντολογία;
Η σκηνοθετική στρατηγική… Για να πετύχει την περιγραφή-προσέγγιση της απουσίας (που γεννά την ξένωση-νεύρωση) υιοθετεί ένα ρεαλιστικό αργό φιλμικό τέμπο που σταδιακά «προδίδει» την άδηλη χρονικότητα του είναι. Σταδιακά ο πραγματικός χρόνος αποκαλύπτει ένα άλλο «υπαρξιακό χρόνο» κινήσεις του οποίου φαίνονται πια να είναι όλες οι σημασίες, χάνοντας το κύρος τους έναντι αυτού. Παράλληλα, ενώ η ταινία βρίθει από σχόλια πάνω στην ξένωση και τα μικρά της βραχυπρόθεσμα αντίδοτα, προσέχει στα πλάνα και στο μοντάζ του να μην υπεισέρχονται αδέσποτοι συνειρμοί που να «κλειδώνουν» ιδεολογήματα στο μυαλό του θεατή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Παραδείγματος χάρη ένας τυφώνας στην θάλασσα ή τα βράχια που βρυχώνται στο κύμα δεν λειτουργούν αναγκαστικά ως σύμβολα μιας επερχόμενης καταστροφής αλλά στέκουν και ως φυσικές κινήσεις όπως και αυτές των ηρώων. Υπογραμμίζουν αυτό το «ελεύθερο-αδιάφορο» γίγνεσθαι. Ή πάλι, υπάρχει σε κάποιο σημείο ένα «επικίνδυνο» μοντάζ όπου από κάποια πλάνα με την Κλάουντια με τον Σάντρο να χτυπάνε σαν παιδιά καμπάνες στην ταράτσα ενός ναού και να τους αποκρίνονται άλλες καμπάνες από απέναντι καμπαναριά (=επικοινωνία), πηγαίνουμε σ’ ένα πλάνο δρόμου από όπου περνάει ένα φορτηγάκι διαφημίζοντας την Telefunken (= πάλι επικοινωνία): Η ιδέα ότι περνάμε από παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας σε σύγχρονες άλλες, δεν καταγγέλλεται με κάποιο τρόπο, απλά καταγράφεται, και στέκει, θα έλεγα, ως μια μικρή δραματική παρείσφρηση του κοινωνικο-ιστορικού χρόνου μέσα στον «υπαρξιακό χρόνο».
Ύστερα πάλι ο Antonioni δημιουργεί ένα «Κυματισμό των σχετικών σημασιών». Διάφορα συμβαίνοντα έρχονται και παρέρχονται σημασιοδοτώντας τα πράγματα ως παλίρροια και άμπωτης κι όχι, όπως είπαμε, ως σταθερές «αλήθειες». Η σημασία μοιάζει με το νερό που εναποτίθεται στα βράχια από το κύμα, το οποίο μετά υποχωρεί. Μια πόρνη στάρλετ αναστατώνει το κέντρο της μικρής πόλης εν μέσω φλας και παραληρούντος κόσμου (όπως παραληρούν στο χρηματιστήριο για μια άλλη πόρνη, την μετοχή, στην Έκλειψη) αλλά το συμβάν περνάει όπως πέρασε και ο τυφώνας στο νησί. Στην πλατεία μια άλλης πόλης (είμαστε στον καθυστερημένο, παραδοσιακό Νότο) οι χωριάτες περικυκλώνουν την Κλάουντια τρώγοντας με τα μάτια τους την όμορφη, απροσπέλαστη «θεά» της πόλης. Ο καταδικασμένος πόθος τους φτάνει στο βαθμό του μίσους. Η Κλάουντια ντύνεται με μια ισχυρή σημασία η οποία χάνεται αμέσως, όταν μπαίνει στο χρωματοπωλείο – όπως π.χ. γίνεται τρομερό φετίχ το μπράτσο της κιθάρας του Τζεφ Μπεκ μέσα στο κλαμπ κι ύστερα πετιέται ως απλό σπασμένο ξύλο έξω στο δρόμο, στο Blow up. Παλίρροια και άμπωτης, αδιάφορος παλμός, χρόνος – παρεμπιπτόντως, στα πλάνα της πλατείας με τους άντρες ολόγυρα από την ηρωίδα, μπορούμε να μιλήσουμε και για ένα νεύμα του Antonioni όπου ο «νεορεαλισμός κοιτάζει, συναντιέται» με τον, και δίνει την σκυτάλη στον, όψιμο μοντερνισμό.
Επίσης, όπως δεν υπάρχει ιδεολογική φόρτιση, δεν υπάρχει και αξιολόγηση. Το ασήμαντο και το τυχαίο, συνυπάρχουν ισότιμα με τον σημαντικό και το αιτιατό.
Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι ο Antonioni πετυχαίνει να καταγράψει όπως ένα ντοκιμαντερίστας, κρύβοντας επιμελημένα την πολύ δουλεμένη καλλιτεχνική σύνθεση, την οργάνωση που οδηγεί το έργο του στη δραματική σφαίρα.
Ο Antonioni, θέλοντας να μιλήσει για την αποξένωση, δημιουργεί ένα καλλιτεχνικό στοχασμό στον οποίο το Κενό, προβαλλόμενο ελλειπτικά, αν και προβληματικό ως νέο αντικείμενο, δεν ενοχοποιείται αλλά ανοίγει μια άλλη πνευματική δυνατότητα. Αυτή η σκέψη δεν ξεκίνησε ούτε τέλειωσε εκεί. Από τον Καντ μέχρι τον Βιτγκενστάιν και από κει μέχρι τους σύγχρονους μεταμοντέρνους στοχαστές που στρέφονται στα διδάγματα του Ζεν, ο απέραστος κάμπος συνεχίζει να έχει επισκέπτες.
«Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένο δέρας της υπάρξεώς μας» αναφέρει ο Αντρέας Εμπειρίκος. Αν ως σήμανση εννοήσουμε τον αυτοκαθορισμό.
Βαθμολογία: