Ο μικροκακοποιός Νικ Μπιάνκο συλλαμβάνεται, κι επειδή αρνείται να καταδώσει τους συνεργάτες του πηγαίνει φυλακή. Το μόνο που επιμένει είναι πως θέλει η γυναίκα του και το παιδί του να είναι ασφαλή. Μαθαίνοντας όμως πως η σύζυγος του αυτοκτόνησε, καρφώνει τους φίλους του και παίρνει αναστολή. Θα παντρευτεί ξανά και θα αρχίσει να έχει την ευτυχισμένη ζωή που δεν είχε, ως τη στιγμή που ένας από τους συγκρατούμενους του, ο σαδιστής Τόμι Ούντο, βγαίνει από τη φυλακή με πάθος για εκδίκηση.

Σκηνοθεσία:

Henry Hathaway

Κύριοι Ρόλοι:

Victor Mature … Nick Bianco

Brian Donlevy … βοηθός εισαγγελέας Louis D’Angelo

Coleen Gray … Nettie Cavallo

Richard Widmark … Tommy Udo

Taylor Holmes … Earl Howser

Howard Smith … ο δεσμοφύλακας

Karl Malden … αστυνόμος William Cullen

Mildred Dunnock … Κα Rizzo

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ben Hecht, Charles Lederer

Στόρι: Eleazar Lipsky

Παραγωγή: Fred Kohlmar

Μουσική: David Buttolph

Φωτογραφία: Norbert Brodine

Μοντάζ: J. Watson Webb Jr.

Σκηνικά: Leland Fuller, Lyle R. Wheeler

Κοστούμια: Charles Le Maire

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Kiss of Death
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Φιλί του Θανάτου
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Betrayal’s Embrace

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Ο Δολοφόνος με την Απαλή Φωνή (1958)
  • Το Φιλί του Θανάτου (1995)

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Richard Widmark) και αυθεντικού σεναρίου (στόρι).
  • Χρυσή Σφαίρα υποσχόμενου ηθοποιού (Richard Widmark).
  • Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Παραλειπόμενα

  • Υπάρχει μια σύγχυση ως προς το αν πρόκειται για αυθεντικό σενάριο από στόρι ή διασκευασμένο. Η πραγματικότητα είναι πως η 20th Century Fox αγόρασε το 1946 ένα 100σέλιδο χειρόγραφο του Eleazar Lipsky (άρα στόρι), βασισμένο σε αληθινή ιστορία που αφορούσε τον πρώην εισαγγελέα Lawrence Blaine, ειδικά για να πρωταγωνιστήσει ο Victor Mature. Αρχές του 1947 και λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας τον Μάρτιο, το χειρόγραφο αυτό εκδόθηκε ως διήγημα 137 σελίδων με τίτλο The Hoodlum (αργότερα θα μετονομαστεί σε Kiss of Death). Το σενάριο όμως δεν είχε κάποια επαφή με αυτή την έκδοση.
  • Ντεμπούτο για τον Richard Widmark (συνοδευμένο από τη μόνη υποψηφιότητα του για Όσκαρ), αν και δεν ήταν η αρχική επιλογή (πρώτος είχε ανακοινωθεί ο Richard Conte). Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο Widmark είχε περάσει από δοκιμαστικό, αλλά ο Henry Hathaway δεν το έστειλε στον Darryl F. Zanuck, το αφεντικό του στούντιο, επειδή ήθελε να προσλάβει έναν πιανίστα από κλαμπ με το όνομα Harry the Hipster. Ήταν ένα στέλεχος της Fox που το έστειλε στον Zanuck, ο οποίος εντυπωσιάστηκε και άμεσα προσέλαβε τον Widmark. Στον παραγωγό άνηκε και η ιδέα ο ήρωας να χρησιμοποιεί εισπνευστήρα βενζεδρίνης. Η εκδοχή του ίδιου του Hathaway ήταν πως εκείνος ήταν που είχε εντυπωσιαστεί από τον νεαρό ηθοποιό όταν πέρασε οντισιόν για τον ρόλο ενός απλού ρεπόρτερ, και έστειλε αυτό το δοκιμαστικό στον Zanuck.
  • Πρώτος σημαντικός ρόλος για τον Karl Malden, που εκείνη την περίοδο ήταν αφοσιωμένος στο θέατρο. Θα κάνει όμως τρία χρόνια για να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη, μέσα στα οποία ερμήνευε σερί τον Μιτς στο Λεωφορείον ο Πόθος, πλάι στον Marlon Brando. Με τον ίδιο ρόλο στο σινεμά το 1951 θα βραβευτεί με το Όσκαρ δεύτερου ρόλου.
  • Όλα τα γυρίσματα έλαβαν χώρα εκτός στούντιο, σε διάφορες κυρίως τοποθεσίες της Νέας Υόρκης. Ο Darryl Zanuck είχε δηλώσει για αυτό ότι “δημιουργήσαμε μια πανέμορφη ατμόσφαιρα, αλλά το πληρώσαμε -χρηματικά- αυτό”.
  • Η Patricia Morison ερμήνευσε την πρώτη σύζυγο του κεντρικού ήρωα σε μια κρίσιμη σκηνή (αυτή του βιασμού από τον γκάνγκστερ, κι έπειτα της αυτοκτονίας της), αλλά κόπηκε μετά από επιμονή της λογοκρισίας (ούτε ο βιασμός ούτε η αυτοκτονία επιτρέπονταν στη μεγάλη οθόνη). Παραδόξως το όνομα της Morison παρέμεινε στους τίτλους.
  • Σύμφωνα με τον Widmark, η περίφημη σκηνή της πτώσης της Mildred Dunnock (που δεν αναγράφεται στους τίτλους) από τις σκάλες ήταν πλέον δύσκολη, αφού η μόνη προστασία της ηθοποιού ήταν μαξιλαράκια και άνθρωποι που την έπιαναν στο τέλος της σκάλας. Το χειρότερο όμως ήταν ότι ενώ έπρεπε να γίνει μία κι έξω για την ασφάλεια της ηθοποιού, ο κάμεραμαν είχε ξεχάσει να βάλει φιλμ και χρειάστηκε να την ξαναγυρίσουν.
  • Στο αρχικό φινάλε ο Νικ σκοτώνονταν, ώστε με τη θυσία του να στείλει τον Ούντο φυλακή. Αποφασίστηκε όμως ότι αυτό ήταν ένα καταθλιπτικό φινάλε, και μέσω της αφήγησης της Νέτι μαθαίνουμε ότι επέζησε.
  • Οι κριτικοί συνέκριναν τον Ούντο του Widmark με τον Τζόκερ του Μπάτμαν. Διόλου όμως τυχαία, ο Widmark, μεγάλος φαν του συγκεκριμένου κόμικ, είχε βασίσει την ερμηνεία του πάνω στον Τζόκερ, ενώ ακολούθως ο Frank Gorshin βάσισε πάνω στον Ούντο τη ερμηνεία του ως Ρίντλερ στη σειρά Batman της δεκαετίας του 1960.
  • Ο διάσημος συγγραφέας νουάρ έργων Donald E. Westlake ήταν τόσο μεγάλος θαυμαστής της ερμηνείας του Widmark, που βάσισε το πιο γνωστό ψευδώνυμο του -Richard Stark- στον ηθοποιό. Πέρα από το μικρό όνομα, το “stark” (άγριο, έντονο) προέκυψε από την ιδιότητα του απρόβλεπτου Ούντο, που ήταν και ο τρόπος που ήθελε να γράφει ο συγγραφέας.
  • Στην ταινία ανθολογίας O. Henry’s Full House (Το Τελευταίο Φύλλο) του 1952, ο Henry Hathaway χρησιμοποιεί τον Richard Widmark σε έναν ρόλο παραπλήσιο του Ούντο.
  • Το 1958, ο Gordon Douglas διασκεύασε το σενάριο εν είδει γουέστερν, στο The Fiend Who Walked the West (Ο Δολοφόνος με την Απαλή Φωνή). Πιο επίσημο ριμέικ όμως είναι το ομότιτλο φιλμ του 1995 από τον Barbet Schroeder, με τους David Caruso, Nicolas Cage, Samuel L. Jackson και Helen Hunt. Η ιδιαιτερότητα εδώ είναι ότι παραλείπεται ο χαρακτήρας του Ούντο.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 26/2/2024

Ο αμερικανός σκηνοθέτης Henry Hathaway ανήκει σε μια ομάδα σκηνοθετών (Richard Fleischer,  Robert Wise, John Sturges) που δεν απέκτησαν ποτέ τον τίτλο του «auteur», λόγω της διασποράς της φιλμογραφίας τους σε διάφορα είδη (γουέστερν, περιπέτειες, πολεμικά, κ.α.). Οι συνεισφορές του στο φιλμ νουάρ [«The House on 92nd Street (1945), «Kiss of Death» (1947), «The Dark Corner» (1946), Call Northside 777 (1948), «Fourteen Hours» (1951), «Niagara»(1953)] βοήθησαν στη διαμόρφωση των αισθητικών και θεματικών στοιχείων του είδους, μέσω της ευέλικτης προσέγγισής του στην αφήγηση και της ικανότητάς του να φέρει στις ταινίες έναν ασυνήθιστο ρεαλισμό. Τα νουάρ του Hathaway χαρακτηρίζονται από τον επιδέξιο χειρισμό του σασπένς, τους περίπλοκους χαρακτήρες, τα ατμοσφαιρικά κάδρα, και συχνά εμβαθύνουν στις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, εξερευνώντας ζητήματα προδοσίας και ηθικής ασάφειας.

Το κορυφαίο νουάρ του Hathaway, το «Φιλί του Θανάτου», βασίζεται σε χειρόγραφο του Eleazar Lipsky, ενός βοηθού εισαγγελέα που στράφηκε στα μυθιστορήματα και τον κινηματογράφο για να αμφισβητήσει τις μεθόδους της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Δύο κορυφαίοι σεναριογράφοι, οι Ben Hecht και  Charles Lederer, συνέγραψαν ένα σενάριο με εκθετικά αυξανόμενη ένταση, με καλά αναπτυγμένους χαρακτήρες και απόλυτα πιστευτή πλοκή -εκτός του αμφίσημου φινάλε.

Νέα Υόρκη, Παραμονή Χριστουγέννων. Στην εναρκτήρια σεκάνς, η ήρεμη φωνή μιας αφηγήτριας χειραγωγεί τον θεατή ώστε να ταυτιστεί με τον Nick Bianco (Victor Mature), έναν μικροαπατεώνα με λερωμένο ποινικό μητρώο, και κατά συνέπεια καμία ευκαιρία εργασίας στον νόμιμο επιχειρηματικό κόσμο. Αλλά τα χριστουγεννιάτικα δώρα έχουν σημασία και για τους παρανόμους, ειδικά όταν έχουν δύο μικρές κόρες, όπως ο Bianco. Ενώ όλοι σπεύδουν να κάνουν τις τελευταίες αγορές, αυτός και δύο συνεργοί του εκτελούν μια ληστεία σε κοσμηματοπωλείο στο ρετιρέ ενός ουρανοξύστη. Μέχρι ένα σημείο η επιχείρηση πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Με καθηλωτικό σασπένς, ο συνωστισμός και οι συνεχείς στάσεις στο ασανσέρ διαφυγής παρουσιάζονται ως αντίστιξη στη βιασύνη και το άγχος των ληστών. Και ακόμη χειρότερα, ο κοσμηματοπώλης πατά τον συναγερμό. Κλεισμένοι σε ένα ασανσέρ που καθυστερεί να φτάσει στο ισόγειο, οι γκάνγκστερ είναι παγιδευμένοι. Όταν φθάνουν στο ισόγειο και τους περιμένει η αστυνομία, ο Nick προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά πυροβολείται και συλλαμβάνεται. Τότε η αφηγήτρια επικαλείται το «γενετικό πεπρωμένο» του, καθώς ο Bianco σε παιδική ηλικία είδε τον πατέρα του να πυροβολείται μέχρι θανάτου από αστυνομικούς. Αυτή η αρχική σεκάνς, εξαίσια χορογραφημένη από τον Hathaway και κινηματογραφημένη  από τον Norbert Brodine, έχει ένα δικό της εσωτερικό ρυθμό, με οδυνηρή και αγωνιώδη αναμονή που επάγει συμπάθεια για τον άτυχο «ληστή με τη καλή καρδιά».

Μετά τη σύλληψη του, ο Bianco αρνείται να συνεργαστεί με τον βοηθό εισαγγελέα Louis D’Angelo (Brian Donlevy), αφού έχει πάρει την υπόσχεση από τον δικηγόρο της συμμορίας, Earl Howser (Taylor Holmes), ότι θα φροντίσει τη γυναίκα και τις κόρες του για όσο διάστημα εκτίει την ποινή του. Όμως η μοίρα βάζει το μαύρο χέρι της, στέλνοντας τον Bianco στο ίδιο κελί με τον Tommy Udo (Richard Widmark), έναν ψυχωτικό δολοφόνο με παρανοϊκό γέλιο. Μετά από τρία χρόνια πίσω από τα κάγκελα, ο Bianco μαθαίνει μια φρικτή είδηση: η γυναίκα του αυτοκτόνησε όταν βιάστηκε από έναν πρώην συνεργό του και οι κόρες του ζουν σε ορφανοτροφείο.  Κυριευμένος από θυμό και θλίψη, ο Nick αποδέχεται μια συμφωνία με τον εισαγγελέα. Αφού πάρει αναστολή ποινής, ξεκινά μια νέα οικογενειακή ζωή με τις δύο κόρες του και την αφοσιωμένη νέα σύζυγό του, Nettie (Coleen Gray). Ωστόσο τώρα αντιμετωπίζει έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο, καθώς ξαναβρίσκει στον δρόμο του τον Udo. O εισαγγελέας τού ζητά επιτακτικά να καταθέσει εναντίον αυτού του σατανικού δολοφόνου που κινείται πιο γρήγορα από την αστυνομία…

Ο Hathaway γύρισε σχεδόν ολόκληρη την ταινία σε φυσικούς χώρους μέσα και γύρω από την Νέα Υόρκη, με πολλά από τα πλάνα του να αναπνέουν μια ωμή, νατουραλιστική αίσθηση ντοκιμαντέρ. Η αφήγηση του δομείται πάνω σε μια φιλελεύθερη ιδεολογική βάση με λεπτομερή σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ο -πολύτεκνος- βοηθός εισαγγελέα αναγνωρίζει το ηθικό υπόβαθρο του Bianco, καθώς η αγάπη για τις κόρες του τον εξυψώνει πάνω από την ιδιότητς του κοινού εγκληματία. Αντίθετα ο Udo νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, χωρίς να δείχνει ίχνος σεβασμού στις βασικές αξίες της πολιτισμένης κοινωνίας. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Widmark, με βλέμμα μανιακού, νευρωτικό γέλιο που θυμίζει κραυγή ύαινας και ροπή στη σαδιστική βία, παραδίδει μια ανατριχιαστική ερμηνεία, πλάθοντας έναν από τους πιο τρομαχτικούς κακούς του φιλμ νουάρ. Στην πιο ζοφερή σκηνή της ταινίας σπρώχνει σε μια σκάλα, με σαδιστική ηδονή, μια ηλικιωμένη γυναίκα που βρίσκεται σε αναπηρικό καροτσάκι προκαλώντας τον θάνατο της, για να εκδικηθεί τον γιο της επειδή -λανθασμένα- θεωρεί ότι τον κάρφωσε. Εξίσου απεχθής είναι ο στρεβλός δικηγόρος Howser, ένας εγκληματικός εγκέφαλος που χειραγωγεί τους πάντες, αναθέτοντας τη βρώμικη δουλειά στον Udo.

Το πρώτο μέρος της ταινίας κινείται σε χαμηλούς τόνους και δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστικό. Αυτό είναι, ωστόσο, απαραίτητο ώστε να σκιαγραφηθεί το θετικό προφίλ του Bianco και να προετοιμάσει το καταιγιστικό δεύτερο μέρος, με την αυξανόμενη εστίαση στον Udo, που αποκτά μια διάσταση τοτέμ θανάτου και καταστροφής για την οικογένεια του Bianco, όταν με το σαρκαστικό του γέλιο απειλεί: «Θα διασκεδάζουμε όλοι μαζί. Εσύ, εγώ και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου».

Το «Φιλί του Θανάτου» είναι ένα κλασικό νουάρ γυρισμένο στο πλαίσιο μιας μεταπολεμικής, μεταπυρηνικής κοινωνίας βυθισμένης στην αβεβαιότητα και στον φόβο. Μπορεί να εκληφθεί και ως χριστιανική αλληγορία, καθώς υπάρχουν διάσπαρτοι θρησκευτικοί συμβολισμοί. Το προπατορικό αμάρτημα του πατέρα του Bianco · το γαλήνιο ορφανοτροφείο των καλογραιών, όπου το βλέμμα του Bianco εξαγνίζεται σε μια εικόνα του Χριστού · η στωικότητα του απέναντι σε οδυνηρές δοκιμασίες προκειμένου να απολυτρωθεί. Και όταν η δικαιοσύνη αποδεικνύεται ανίσχυρη και ανεπαρκής, πρέπει ο Bianco ως «άλλος Χριστός» να θυσιαστεί για να σώσει την οικογένειά του, αλλά και να απαλλάξει την κοινωνία από το απόλυτο Κακό. Η τελική σκηνή μπορεί να ερμηνευτεί ως Σταύρωση, ενώ η αφηγήτρια κλείνει την ταινία με ρητή αναφορά σε μια υπερβατική Ανάσταση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *