Ο Ρίτσαρντ Γουίλιαμς δεν είναι ακόμα ένας πατέρας, αλλά βάζει στόχο της ζωής του να μεταφέρει το ταλέντο του στο τένις στις δύο του κόρες. Απτόητος, με καθαρό όραμα και αντισυμβατικές μεθόδους προπόνησης, το σχέδιο του ξεκινάει από το να πάρει τη Βίνους και τη Σερένα από τους δρόμους του Κόμπτον στην Καλιφόρνια, στο να τις καθιερώσει ως θρυλικούς αστέρες του αθλήματος. 

Σκηνοθεσία:

Reinaldo Marcus Green

Κύριοι Ρόλοι:

Will Smith … Richard Williams

Aunjanue Ellis … Oracene ‘Brandy’ Price

Saniyya Sidney … Venus Williams

Demi Singleton … Serena Williams

Tony Goldwyn … Paul Cohen

Jon Bernthal … Rick Macci

Dylan McDermott … Will Hodges

Andy Bean … Laird Stabler

Craig Tate … Roc

Susie Abromeit … Robin Finn

Katrina Begin … Anne Worcester

Judith Chapman … Nancy Reagan

Noah Bean … Steven

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Zach Baylin

Παραγωγή: Will Smith, Tim White, Trevor White

Μουσική: Kris Bowers

Φωτογραφία: Robert Elswit

Μοντάζ: Pamela Martin

Σκηνικά: William Arnold, Wynn Thomas

Κοστούμια: Sharen Davis

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: King Richard
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Μέθοδος των Γουίλιαμς

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Will Smith). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Aunjanue Ellis), αυθεντικό σενάριο, μοντάζ και τραγούδι (Be Alive).
  • Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Will Smith) σε δράμα. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Aunjanue Ellis) και τραγούδι (Be Alive).
  • Βραβείο Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Will Smith). Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Aunjanue Ellis), σενάριο και κάστινγκ.

Παραλειπόμενα

  • Σεναριακό ντεμπούτο για τον Zach Baylin, που ενεργοποιούνταν κυρίως στον τομέα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Άμεσα όμως ανέλαβε και το σενάριο του Creed III.
  • Ο Liev Schreiber είχε αρχικά συμπεριληφθεί στο καστ.
  • Κριτική επακολούθησε την επιλογή του Will Smith στον ρόλο του Ρίτσαρντ Γουίλιαμς, μια και ο τελευταίος ήταν έντονα σκουρόχρωμος.
  • Έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τέλουριντ, με τη διανομή να ακολουθεί μετά από δύο μήνες, ταυτόχρονα για έναν μήνα με έξοδο στο HBO Max.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η Beyonce ερμηνεύει για την ταινία το ορίτζιναλ τραγούδι Be Alive. Γράφτηκε από την ίδια και τον Dixson.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 11/2/2022

Θα διερωτηθεί κανείς: μήπως έχει λανθασμένη στόχευση μία ακόμη ιστορία επιτυχίας από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού στους τωρινούς καιρούς. Μήπως αποτελεί ένα ακόμη «παραμυθάκι» εφησυχασμού για τους μη προνομιούχους εκεί έξω και σηματοδοτεί ένα πισωγύρισμα το ότι θεωρείται ως η αφροαμερικανική ταινία της χρονιάς, τη στιγμή που είναι τόσο πρόσφατο το παράδειγμα του «Ο Ιούδας και ο Μαύρος Μεσσίας»; Ναι, υπάρχουν κάποιες στιγμές στο φιλμ του Reinaldo Marcus Green που φαντάζουν κάπως ύποπτες (ενδεικτικά, δίνεται έμφαση σε ένα σύντομο πέρασμα της Nancy Reagan). Γενικότερα, όμως, ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το σενάριο μέσω της οικογένειας Williams κρίσιμα θέματα για τη μαύρη κοινότητα των ΗΠΑ, σε πολιτικό επίπεδο αλλά κι ευρύτερα, δείχνει καλές προθέσεις εκ μέρους των συντελεστών. Άλλωστε, και τα παραδείγματα προς μίμηση λειτουργούν ευεργετικά, στην περίπτωση ειδικά που ένα σύστημα είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει…

Έχοντας μια οπτική κατά κάποιον τρόπο «φιλική για όλη τη φαμίλια», έστω εντός των πλαισίων του «κατάλληλο για άνω των 13», τόσο ο Zach Baylin όσο κι ο Green αμβλύνουν αρκετές από τις γωνίες του υλικού τους. Στοιχεία όπως η βία των δρόμων, η οικονομική δυσπραγία και οι συγκρούσεις υπάρχουν βέβαια εντός κάδρου, αλλά ποτέ το σκοτάδι τους δεν «πνίγει» την ευτυχή κατάληξη της πορείας των Williams. Ποτέ όμως αυτή η νίκη κόντρα σε όλα αυτά τα εμπόδια δεν απεικονίζεται γλυκανάλατα ή με έναν τρόπο που να αποθεώνει σαχλά την ιδέα του αμερικανικού ονείρου. Τονίζεται άμεσα κι έμμεσα πως πρόκειται για την επίμονη προσπάθεια μιας οικογένειας που ουσιαστικά στηρίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της για να επιβιώσει, χωρίς τη στήριξη μιας πολιτείας την οποία βολεύει η ύπαρξη ακραίων ανισοτήτων. Και η ίδια η φιγούρα του Richard δεν είναι αψεγάδιαστη στα όρια της αγιογραφίας, καθώς οι προσωπικοί του δαίμονες και η αδυναμία του λόγω διαφορετικών βιωμάτων να αφουγκραστεί αρκετές φορές τις επιθυμίες των παιδιών του, παρά την αγάπη που νιώθει για αυτά, τον καθιστούν πιο τρωτό και ανθρώπινο από μια άλλη, πιο «γυαλισμένη» πιθανή εκδοχή, και συνεπώς πιο ενδιαφέροντα σαν χαρακτήρα.

Φυσικά, παρότι το κοινωνικό κομμάτι κατέχει τη «μερίδα του λέοντος», δεν θα γινόταν να μην τονιστεί και η αθλητική διάσταση της ιστορίας, με τις αντίστοιχες σκηνές τένις να είναι γυρισμένες με τη δέουσα ένταση και αγωνία που απαιτεί το σπορ. Εκεί επεμβαίνει και το υποψήφιο για Όσκαρ μοντάζ της Pamela Martin, που ουσιαστικά δίνει το «φουλ» της προσπάθειας σε εκείνες τις στιγμές, μεταδίδοντας με απόλυτη επιτυχία την ταχύτατη εναλλαγή συσχετισμών δύναμης και συναισθημάτων στο τένις. Πάνω σε αυτό το στοιχείο θα χτιστεί προς το φινάλε και μια μίνι ανατροπή της κλασικής δομής της αθλητικής ταινίας, που προσθέτει πόντους και αποτελεί παράλληλα ένα όμορφο πολιτικό σχόλιο… δια της πλαγίας οδού: το πρόσκαιρο πισωγύρισμα ίσως είναι αναγκαίο για να επέλθει ο θρίαμβος αργότερα.

Γνωρίζοντας ότι έχει στη διάθεσή του έναν ερμηνευτή που παρότι διάλεξε για την καριέρα του τον εμπορικό δρόμο, είναι πάντοτε εξαιρετικά αφοσιωμένος σε πρότζεκτ που απαιτούν το κάτι παραπάνω σε επίπεδο ουσίας, ο Green στηρίζει το φιλμ του στις πλάτες του Will Smith. Ο οποίος εδώ σαν πρωταγωνιστής όχι μόνο αποδίδει με δεξιοτεχνία τις πολλές, και συχνά αντικρουόμενες, πλευρές της πατρότητας (υπερπροστατευτικότητα, φόβος, στοργή κ.ά.), αλλά χτίζει παράλληλα κι έναν ήρωα αυθεντικά λαϊκό, που στο πρόσωπό του και στις αφηγήσεις του από το παρελθόν διαγράφονται οι δυσκολίες που πέρασε μια ολόκληρη γενιά Αφροαμερικανών μέχρι να δικαιωθεί μέσα από τους αγώνες της δεκαετίας του 1960. Είναι ένα πορτρέτο προσγειωμένο και συγκινητικό, που λειτουργεί ως θετικό πρότυπο με τον κλασικό αμερικανικό τρόπο, περνώντας μέσα και από το «τσαλάκωμα», καθιστώντας το έτσι και πιο ρεαλιστικό. Από κοντά, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η συνεισφορά της Aunjanue Ellis, που συνδυάζει λογική κι ευαισθησία σε μια ερμηνεία συζύγου με ισχυρή υπόσταση, που αποφεύγει τους σκοπέλους των κλισέ που συνοδεύουν ρόλους σαν τον συγκεκριμένο.

Δεν θα είχε εντελώς άδικο κάποιος αν κατηγορούσε τη «Μέθοδο των Γουίλιαμς» για εκτέλεση μιας γνωστής από το σινεμά των ΗΠΑ συνταγής, που ξεφεύγει από τα καθορισμένα της πλαίσια μόνο ανά σποραδικές στιγμές. Είναι όμως ένα δράμα καλοκουρδισμένο, που σκιαγραφεί με αρκετή λεπτομέρεια τους βασικούς του χαρακτήρες, και διαθέτει αυτά τα θετικά μηνύματα που μπορούν να αφήσουν ένα ωφέλιμο αποτύπωμα στο ευρύ κοινό. Η δε συναισθηματική ειλικρίνεια που το διέπει σίγουρα το καθιστά κάτι παραπάνω από ακόμη μία κυνική κατασκευή, φτιαγμένη μονάχα για να αποσπάσει βραβεία και προκάτ επαίνους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

21 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *