Στις ΗΠΑ, ένα παιδί χάνεται ανά 40 δευτερόλεπτα. Ποτέ δεν πιστεύεις ότι θα συμβεί και σε εσένα, μέχρι να σου συμβεί. Μόνη και φοβισμένη, η Κέιτ Μακόι αρνείται να αφήσει τη μοίρα του γιου της στα χέρια αλλουνού. Όταν πιάνει με την άκρη του ματιού της τους απαγωγείς να απομακρύνονται με αμάξι, αποφασίζει να αντισταθεί. Σε μια κούρσα ενάντια στον χρόνο, η Κέιτ ξεκινάει μια κούρσα υψηλότατων ταχυτήτων και δεν θα σταματήσει πουθενά αν δεν πάρει τον γιο της πίσω.
Σκηνοθεσία:
Luis Prieto
Κύριοι Ρόλοι:
Halle Berry … Karla Dyson
Sage Correa … Frankie Dyson
Chris McGinn … Margo Vickey
Lew Temple … Terrence ‘Terry’ Vickey
Jason George … David
Christopher Berry … ο μουσάτος άντρας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Knate Lee
Παραγωγή: Halle Berry, Gregory Chou, Lorenzo di Bonaventura, Elaine Goldsmith-Thomas, Erik Howsam, Joey Tufaro
Μουσική: Federico Jusid
Φωτογραφία: Flavio Martinez Labiano
Μοντάζ: Avi Youabian
Σκηνικά: Sarah Webster
Κοστούμια: Ruth E. Carter
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Kidnap
- Ελληνικός Τίτλος: Απαγωγή
Παραλειπόμενα
- Ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην υπάρχει πουθενά CGI στην ταινία του, και να γίνουν όλα μέσω πρακτικών εφέ.
- Η ταινία υπολογίζονταν να βγει τον Οκτώβριο του 2015. Αλλά ο διανομέας, η Relativity Media, αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα στα όρια της χρεωκοπίας, Η ημερομηνία πήγε για το 2016, και η εταιρία ανασυντάχθηκε τον Μάιο.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/10/2017
Εδώ δεν έχει σημασία ούτε το υπόβαθρο της μάνας ηρωίδας της Halle Berry που κρύβει έναν κοινωνικό σχολιασμό νηπιακού επιπέδου (ο λαϊκής καταγωγής γονέας σε αντίθεση με το μεγαλοαστό είναι αυτός που κάνει τα πάντα για το παιδί του), ούτε ποιος και γιατί κινεί τα νήματα στην απαγωγή που αποτελεί το επίκεντρο της ιστορίας.
Το πρώτιστο μέλημα του Luis Prieto είναι η ταινία του να λειτουργήσει σαν ένα τρενάκι του λούνα παρκ, προσφέροντας ένταση και αγωνία για όσο διαρκεί η «ατραξιόν». Το μεγαλύτερο κομμάτι του “Kidnap” είναι απλά μια εκτεταμένη σεκάνς καταδίωξης με μια θριλερική κορύφωση. Σε κάποια σημεία έρχεται στο μυαλό και το σπιλμπεργκικό αριστούργημα “Duel”, στο οποίο μια πλοκή που χωράει σε μιάμιση γραμμή αποτελεί μια αφορμή για μια σαρδόνια, εξαιρετικά βαθυστόχαστη κι εντέλει μελαγχολική κι άκρως πεσιμιστική μελέτη για τις νευρώσεις του ανδρικού ψυχισμού αλλά και το κοινωνικό μοντέλο του αρσενικού φύλου όπως προσδιορίζεται διαχρονικά ενώ βρισκόταν και υπό αναθεώρηση τη χρονική περίοδο που κυκλοφόρησε το φιλμ λόγω της επίδρασης της τότε τρέχουσας σεξουαλικής επανάστασης. Δεν υπάρχουν βαθύτερες προθέσεις στο εν λόγω πόνημα, πέραν του πατροναρίσματος του θεατή που επιδιώκει να ταυτιστεί με την πρωταγωνίστρια και να μπει στη διαδικασία να φαντασιωθεί τον εαυτό του ως εν δυνάμει σωτήρα και τιμωρό, με πολύ παρόμοιο τρόπο με αυτόν που γίνεται στο “Taken” για παράδειγμα. Ενώ όμως και η περίφημη ταινία με το Liam Neeson έχει τέτοιους φτηνιάρικους παραλληλισμούς που στοχεύουν στα χαμηλότερα ένστικτα του κοινού, είναι τουλάχιστον λειτουργικό ως ένα βαθμό στους μηχανισμούς σασπένς του και στις σκηνές δράσης του. Δυστυχώς εδώ δεν υπάρχει ούτε αυτό, με την εξαίρεση ίσως της κορύφωσης που παράγει μια κάποια αγωνία και είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο το φιλμ δεν παίρνει «κουλούρα». Είναι τόσο κακογραμμένο το σενάριο ως προς τον τρόπο δράσης των λεγόμενων «κακών» που δεν γίνεται αισθητή η απειλή, κάτι που κάνει το προδιαγεγραμμένο σχεδόν από την ανάγνωση της περίληψης φινάλε ακόμη πιο προβλέψιμο. Υπάρχουν σποραδικά κάποιες όμορφες εναέριες λήψεις, σε γενικές γραμμές όμως η σκηνοθεσία δεν πιάνει καν τη βάση, γεμάτη βαρετά μεσαία και κοντινά που βρίσκει κανείς και στη μέση βιντεοταινία, όχι σε χολιγουντιανή παραγωγή. Ακόμη πιο γελοίες είναι οι σκηνές που μονολογεί η ηρωίδα προκειμένου να κατατοπίσει αυτόν που βλέπει ως προς το τι σκέφτεται, αλέθοντας την τροφή για να καταποθεί όσο πιο εύκολα γίνεται, πετώντας όμως από το παράθυρο κάθε υποψία αποτύπωσης μιας έστω ελαφρώς ρεαλιστικής συμπεριφοράς σε μια τέτοια κατάσταση πίεσης επειδή ο σεναριογράφος Knate Lee δεν έχει την αντίληψη να αφήσει κενά εκεί που πρέπει για να γεμιστούν από μια ερμηνευτική πρωτοβουλία μέσω εκφράσεων και κινήσεων της πρωταγωνίστριας.
Είναι τουλάχιστον η ερμηνεία της Halle Berry επαρκής για να καλύψει, όχι εντελώς, αλλά κάπως μερικές από τις ατέλειες, αποτελώντας μια παρουσία που μαγνητίζει κι επομένως καθιστώντας ευκολότερο να συμμετέχει αυτός που παρακολουθεί στο δράμα; Η απάντηση είναι όχι. Παρότι έχει αδιαμφισβήτητες υποκριτικές ικανότητες που έχει επιδείξει σποραδικά σε επιλεγμένες ταινίες (το Όσκαρ για το “Monster’s Ball” δεν ήταν τυχαίο, έστω κι αν στη συνέχεια της καριέρας της δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος αυτής της βράβευσης), έχοντας λογικά και μια ανάλογη σκηνοθετική κατεύθυνση, επιλέγει εδώ να ανεβάσει τα ντεσιμπέλ και να αγκαλιάσει την υπερβολή, προκαλώντας ουκ ολίγες φορές το μειδίαμα, αλλά κυρίως κουράζοντας με όλη αυτήν την έλλειψη μέτρου. Επίσης δεν γίνεται παρά να προκαλέσει άσχημη εντύπωση το πώς εκμεταλλεύεται η ταινία ένα υπαρκτό πρόβλημα, τις απαγωγές ανηλίκων, απλά και μόνο για απερίσκεπτη ψυχαγωγία, χωρίς ψήγμα κοινωνικού προβληματισμού, απομακρυνόμενη έτσι ακόμη περισσότερο από τον αληθινό κόσμο, τηρώντας μια ανήθικη στάση απέναντι στο θέμα της.
Γενικότερα, δεν αξίζει κανείς να ξοδέψει το χρόνο του σε ένα τέτοιο προϊόν που υποτιμά προκλητικά το θεατή, ειδικά σε σεναριακό επίπεδο.
Βαθμολογία: