Πέντε ιστορίες διαφορετικές μεταξύ τους συνθέτουν μια ποιητική τοιχογραφία της Σικελίας στα τέλη του 19ου αιώνα, θίγοντας θέματα όπως: η μετανάστευση και η διάλυση της οικογένειας, ο έρωτας και η επιρροή της φύσης στον ανθρώπινο νου, η επιστροφή του διανοούμενου στην πατρική γη και τις παιδικές μνήμες, η σύγκρουση των κολίγων με τους φεουδάρχες και, φυσικά, ο θάνατος.
Σκηνοθεσία:
Paolo Taviani
Vittorio Taviani
Κύριοι Ρόλοι:
Margarita Lozano … Mariagrazia
Claudio Bigagli … Bata
Enrica Maria Modugno … Sidora
Franco Franchi … Zi’ Dima
Ciccio Ingrassia … Δον Lollo
Biagio Barone … Salvatore
Omero Antonutti … Luigi Pirandello
Massimo Bonetti … Saro
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paolo Taviani, Vittorio Taviani, Tonino Guerra
Παραγωγή: Giuliani G. De Negri
Μουσική: Nicola Piovani
Φωτογραφία: Giuseppe Lanci
Μοντάζ: Roberto Perpignani
Σκηνικά: Francesco Bronzi
Κοστούμια: Lina Nerli Taviani
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Kaos
- Ελληνικός Τίτλος: Χάος
- Εναλλακτικός Διεθνής Τίτλος: Chaos
Σεναριακή Πηγή
- Σειρά διηγημάτων: Novelle per un Anno του Luigi Pirandello.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σεναρίου και παραγωγής στα David di Donatello. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, μουσική, φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια.
Παραλειπόμενα
- Οι τίτλοι των τεσσάρων ιστοριών είναι οι: L’Altro Figlio (ο άλλος γιος), Mal di Luna (φεγγαροχτυπημένος), La Giara (το πιθάρι) και Requiem (ρέκβιεμ). Ισοδύναμος σε διάρκεια είναι και ο επίλογος, με τίτλο Colloquio con la Madre (συνομιλώντας με τη μητέρα), που περιγράφει μια μυθοπλαστική επίσκεψη του Pirandello στο πατρικό του, κι ενώ η μητέρα του έχει πεθάνει.
- Ο τίτλος προέρχεται από περιγραφή του ίδιου του Pirandello για το όνομα του δάσους Cavusu, δίπλα στη γενέτειρα του στο Τζιργκέντι της Σικελίας, όπου προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη χάος.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Nicola Piovani δανείζεται παραδοσιακούς στίχους και συνθέτει το χαρακτηριστικό για την ταινία τραγούδι Canzone de Mal di Luna. Ερμηνεύουν οι Pino, Vittorio και Francisco Breschi.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 9/7/2024
Στον ιταλικό κινηματογράφο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο μπορούμε να διακρίνουμε δυο κυρίαρχες τάσεις: την ιστορικο-ρεαλιστική και τη μεταφορική-ποιητική. Στην πρώτη τάση θα κατατάσσαμε τα νεορεαλιστικά φιλμ των Rosselini, De Sica και στη δεύτερη σχεδόν το σύνολο της φιλμογραφίας του Fellini. Τα αδέλφια Paolo and Vittorio Taviani προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές τις τάσεις, απεικονίζοντας ρεαλιστικούς χαρακτήρες με τέτοιον τρόπο ώστε να ανάγονται σε ποιητικές λαϊκές φιγούρες.
Όπως είχαν κάνει για τη Σαρδηνία στον «Πατέρα Αφέντη» (1977) και την Τοσκάνη στη «Νύχτα του Σαν Λορέντζο», οι Taviani με το «Χάος» του 1984 προσπάθησαν να φέρουν το νησί της Σικελίας στην αντίληψη της παγκόσμιας κοινότητας. Το «Χάος» είναι μια τρίωρη ταινία που αποτελείται από τέσσερα διηγήματα της συλλογής «Novelle per un Anno» του Pirandello, που διαδραματίζονται στο σκληρό σικελικό τοπίο στις αρχές του εικοστού αιώνα και πλαισιώνονται από έναν πρόλογο και έναν επίλογο.
«Είμαι λοιπόν γιος του Χάους. Και όχι αλληγορικά, αλλά στην πραγματικότητα, γιατί γεννήθηκα σε ένα χωριό κοντά σε ένα πυκνό δάσος, που οι κάτοικοι το έλεγαν Càvusu, διαλεκτική παραφθορά της αρχαίας ελληνικής λέξης Χάος». Το απόφθεγμα του Pirandello που ανοίγει την ταινία -με φόντο τον Ναό της Σεγκέστα- είναι απαραίτητο για την κατανόηση του πνεύματος των Taviani. Στην ελληνική μυθολογία το Χάος είναι η προσωποποίηση της αρχέγονης κατάστασης πριν από τη δημιουργία του κόσμου, των θεών και των ανθρώπων. Για τους Taviani είναι λοιπόν απαραίτητο να στραφούν σε ένα αρχαϊκό, μυθικό και χαοτικό θέατρο του άγριου αγώνα για επιβίωση, της πρωτόγονης βίας, της εκδήλωσης πρωταρχικών παθών από δυνάμεις φυσικές και υπερφυσικές.
Ο πρόλογος της ταινίας δείχνει μια ομάδα αγροτών να δένουν ένα κουδούνι σε ένα κοράκι, του οποίου το πέταγμα χρησιμεύει ως γέφυρα ανάμεσα στα επεισόδια. Στην 1η ιστορία «Ο άλλος γιος», μια μητέρα (Margarita Lozano) θρηνεί την απουσία των δύο μεταναστών γιων της που μετακόμισαν στην Αμερική και αρνείται να αναγνωρίσει τον τρίτο της γιο που έμεινε πίσω. Στον «Φεγγαροχτυπημένο», μια νεόνυμφη γυναίκα (Enrica Maria Modugno) ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της (Claudio Bigagli) πάσχει από μια μορφή λυκαθρωπίας, αντιμετωπίζοντας φρικτή αγωνία κατά τη διάρκεια της πανσελήνου. Το υπερφυσικό στοιχείο εισβάλλει στην ιστορία που διερευνά τη διασταύρωση της ψυχικής υγείας, του αρχέγονου φόβου και της αληθινής αγάπης. Στο «Πιθάρι», ένας πλούσιος γαιοκτήμονας (Ciccio Ingrassia) προσλαμβάνει έναν τεχνίτη (Franco Franchi) για να επισκευάσει ένα γιγάντιο κιούπι. Ο τεχνίτης παγιδεύεται μέσα στο πιθάρι, οδηγώντας σε μια κωμική σειρά γεγονότων. Ο παραλογισμός της κατάστασης λειτουργεί ως μεταφορά για το πείσμα, την ανοησία και την παραφροσύνη που συχνά χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Στο «Ρέκβιεμ», μια ομάδα χωρικών προσπαθούν να αποκτήσουν δικαιώματα ταφής για τους νεκρούς τους από τον βαρόνο που κατέχει τη γη, αντανακλώντας την κοινωνική αδικία και την ταξική διαμάχη μεταξύ γαιοκτημόνων και αγροτών.
Στον βαθιά συγκινητικό επίλογο «Συνομιλία με τη Μητέρα», ο ίδιος ο ηλικιωμένος Pirandello, κουρασμένος πια από τη ζωή, ταξιδεύει στο πατρικό του σπίτι στη Σικελία, παρασυρμένος από το πνεύμα της μητέρας του. Του διηγείται ένα υπέροχο παραμυθένιο ταξίδι που έκανε με το καράβι όταν ήταν μικρό κορίτσι. Οι εικόνες των παιδιών που κυλούν από το βουνό της ελαφρόπετρας σε μια καταγάλανη θάλασσα είναι μαγευτικά όμορφες, γεμάτες αγαλλίαση και αβάσταχτη νοσταλγία, με τη βαθιά λυρική έντασή τους να χαράζεται στη μνήμη του θεατή. Το τελευταίο πλάνο που σβήνει απαλά δείχνει τον συγγραφέα να έχει γείρει σιωπηλά στην καρέκλα, χωρίς τη μητέρα του, προσπαθώντας να συλλάβει κάποιο νόημα στη σπίθα της ζωής, γνωρίζοντας ότι αυτή η σπίθα θα σβήσει σύντομα και για εκείνον.
Το συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των ιστοριών είναι το αχανές, άνυδρο σικελικό τοπίο, με το σκληρό ηλιακό φως, τα λευκασμένα βράχια, τα σκοτεινά εσωτερικά, τα σιωπηλά βλέμματα, με διάλογο τόσο τραχύ όσο και η γη, και με τη σχεδόν εξαγνιστική νηνεμία της θάλασσας της Μεσογείου. Η έξοχη φωτογραφία του Giuseppe Lanci, μαζί με τους μυθικούς χαρακτήρες των ιστοριών και την απόκοσμη και νοσταλγική μουσική του Nicola Piovani, προσδίδουν στην ταινία ένα είδος ονειρικής ρευστότητας. Ιδεολογική δέσμευση και λυρισμός, ιστορικός διαλογισμός και γιορτή της φαντασίας. Η κληρονομιά των νεορεαλιστικών ριζών, σε ανταγωνισμό με τη φαντασία των μύθων, τα κοντινά πλάνα σύγκρουσης των χαρακτήρων με τις εναέριες λήψεις του ξεραμένου τοπίου και τη λανθάνουσα υπενθύμιση ότι όλα βρίσκονται υπό τον έλεγχο μεταφυσικών δυνάμεων.
Το «Χάος» είναι διαχρονικό έργο αναφοράς, μια έκκληση των Taviani να δούμε -διαμέσου του παρελθόντος-, τη σύγχρονη εποχή με ανοιχτό βλέμμα για ένα μέλλον που πρέπει να οικοδομηθεί βασισμένο σε μια ηθικά κρυστάλλινη ατομική και συλλογική συνείδηση.
Βαθμολογία: