Το Φεγγάρι του Δία
- Jupiter Holdja
- Jupiter’s Moon
- 2017
- Ουγγαρία
- Ουγγρικά
- Δραματικό Θρίλερ, Επιστημονικής Φαντασίας, Πολιτική, Σινεφίλ
- 15 Φεβρουαρίου 2018
Ένας νεαρός μετανάστης πυροβολείται καθώς περνάει παράνομα τα σύνορα. Τρομαγμένος και σε κατάσταση σοκ, ο πληγωμένος Άριαν μπορεί τώρα να αιωρείται όποτε θέλει, με έναν μυστηριώδη τρόπο. Θα ριχτεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών, όπου θα δραπετεύσει με τον Δρ Στερν, που προσπαθεί να εξερευνήσει το ασυνήθιστο μυστικό του. Κυνηγημένος από τον εξοργισμένο διευθυντή του στρατοπέδου, Λάζλο, ο φυγάς Άριαν πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, αναζητώντας ασφάλεια και λίγα χρήματα, ενώ ο Στερν πρέπει να κάνει άλμα πίστης σε έναν κόσμο όπου τα θαύματα κακοποιούνται για το τίποτα.
Σκηνοθεσία:
Kornel Mundruczo
Κύριοι Ρόλοι:
Merab Ninidze … Gabor Stern
Gyorgy Cserhalmi … Laszlo
Monika Balsai … Vera
Zsombor Jeger … Aryan Dashni
Peter Haumann … Zentai
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kornel Mundruczo, Kata Weber
Παραγωγή: Viola Fugen, Michel Merkt, Viktoria Petranyi, Michael Weber
Μουσική: Jed Kurzel
Φωτογραφία: Marcell Rev
Μοντάζ: David Jancso
Σκηνικά: Marton Agh
Κοστούμια: Sabine Greunig
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Jupiter Holdja
Ελληνικός Τίτλος: Το Φεγγάρι του Δία
Διεθνής Τίτλος: Jupiter’s Moon
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/10/2017
Όσοι έχουν παρακολουθήσει το έξοχο “Feher Isten” είναι εξοικειωμένοι με τη διάθεση του Kornel Mundruczo να έχει έναν αλληγορικό κινηματογραφικό λόγο, μόνο που η πιο έμμεση αντιμετώπιση του προβληματισμού του εκεί έχει δώσει εδώ τη θέση της σε μια ευθύτερη προσέγγιση του κεντρικού του ζητήματος που δεν είναι άλλο από αυτό των προσφυγικών ροών και κυρίως τη διαχείρισή τους από την ουγγρική κυβέρνηση, αν ληφθεί υπόψιν και το χτίσιμο του περίφημου φράχτη στα σύνορα με τη Σερβία και την Κροατία το 2015, χωρίς να σημαίνει ότι το «κατηγορώ» του σκηνοθέτη περιορίζεται αποκλειστικά στη χώρα του.
Πέραν από την ευστοχία ή μη των συμβολισμών του, αυτό που πρέπει πρώτα από όλα να επισημανθεί για το “Jupiter Holdja” είναι η απαράμιλλη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του: επιστρατεύοντας μακροσκελή μονοπλάνα όπως αυτό που εκτυλίσσεται στον προσφυγικό καταυλισμό ή κατά τη διάρκεια μιας καταδίωξης με αυτοκίνητο καθώς και υπέροχες εναέριες λήψεις στις σκηνές που ίπταται ο κεντρικός χαρακτήρας κι έχοντας γενικότερα μια άψογη αίσθηση του χώρου, ο ούγγρος δημιουργός πάει ένα βήμα παραπέρα από την προηγούμενη δημιουργία του επιδεικνύοντας ένα ταλέντο που βράζει και μια φιλοδοξία πέρα από κάθε όριο. Αυτό είναι φανερό και από τη διάθεση του σεναρίου να χωρέσει πολλά καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη, και δυστυχώς, εκεί είναι που τελικά χάνεται οριακά το στοίχημα. Ενδεικτικό των μεγαλεπήβολων προθέσεων του σκηνοθέτη είναι και πως η ταινία του αποτελεί ένα χωνευτήρι διαφορετικών υφών και ειδών: και κοινωνικό δράμα, και πολιτική καταγγελία, και buddy movie, κι επιστημονική φαντασία, και θρησκευτική αλληγορία, και θρίλερ δράσης ακόμη σε μερικές σκηνές (πιο χαρακτηριστική η καθηλωτική εναρκτήρια). Το πρόβλημα που προκύπτει ωστόσο δεν είναι τόσο ότι αυτοί οι συνδυασμοί καταλήγουν να είναι ανομοιογενείς (παραδόξως διατηρείται μια ενότητα στιλ) όσο το ότι το τελικό αποτέλεσμα καταλήγει να γίνεται βαρυφορτωμένο και υπερβολικό με τις πολλαπλές ταυτότητές του. Αποπροσανατολιστικό αισθητικά είναι και το έντονα εμφανές ντουμπλάζ που έχει γίνει όταν ο χαρακτήρας του Γεωργιανού Merab Ninidze μιλάει ουγγρικά. Ακόμη ένα δείγμα του εύρους του οράματος που έχει συλληφθεί είναι πως προσπαθεί, έστω και στριμώχνοντάς τα σε σκηνές που διαρκούν ελάχιστα λεπτά, διάφορα θέματα για να μεγεθύνει τον καμβά της προβληματικής του. Θίγονται μεταξύ άλλων η ευθανασία, ο ρατσισμός, η εργασιακή εκμετάλλευση, η ισλαμική τρομοκρατία, η υποκρισία του μεγαλοαστισμού και άλλα, χωρίς να γίνεται μια εις βάθος ανάλυσή τους αλλά περισσότερο λειτουργώντας ως ενέσεις διατύπωσης απόψεων των σεναριογράφων, αποφεύγοντας ωστόσο το διδακτισμό ή μια βαρύγδουπη μεταχείριση γενικότερα που θα καθιστούσε το αποτέλεσμα αφόρητα ηθικοπλαστικό.
Κάτι για το οποίο πρέπει να επαινεθεί η ταινία, είναι ο άψογος ρυθμός της. Στις δύο ώρες και κάτι της διάρκειάς της καταφέρνει να καθηλώσει το θεατή και να αναπτυχθεί σε επίπεδο πλοκής με έναν τρόπο πέραν του αναμενόμενου, αν εξαιρεθεί η κάπως προβλέψιμη σύγκρουση κατά τη διάρκεια της κλιμάκωσής της. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και ο λόγος που προσδιορίζει την εξής δουλειά ως εν τέλει ημιεπιτυχημένη ή ημιαποτυχημένη, και αυτός είναι το πολιτικό της συμπέρασμα. Ακόμη και στην προηγούμενη, βραβευμένη στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ των Κανών ταινία του Mundruczo, παρά την άκρως αποτελεσματική και συναρπαστική κινηματογράφηση και τον πολυδιάστατο συμβολισμό του, ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει να κλείσει είναι αρκετά αφελής στο μήνυμα που επιδιώκει να περάσει με αποτέλεσμα να χαλάει ελαφρώς τη θετική συνολικά εικόνα. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Ενώ η οπτική που υιοθετείται γύρω από τη θεματολογία της αντιμετώπισης του προσφυγικού ζητήματος από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι άκρως ρεαλιστική κι αιχμηρή, η κατακλείδα είναι σαν να αγνοεί βασικά κομμάτια της ψυχοσύνθεσης ολόκληρων συλλογικών οντοτήτων που κρατούν μια αρνητική στάση απέναντι στο «ξένο» προκειμένου να εξαχθεί ένα εύκολο, ανώδυνο και τελικά εντελώς ανεδαφικό πόρισμα. Αυτό δεν συμβαίνει ότι δεν παρακολουθείται αυτό που έχει παραχθεί με εξαιρετικό ενδιαφέρον, όμως απέχει από το να αποτελεί μια διεισδυτική ματιά σε ένα πολυδιάστατο πρόβλημα.
Βαθμολογία: