2139. Η Γη έχει μετατραπεί σε ένα χάος, κι όλοι οι άνθρωποι μένουν σε μεγάλες πόλεις. Το έγκλημα έχει φτάσει σε τέτοια επίπεδα που το νομικό σύστημα κατέρρευσε. Στη θέση του ήρθε ένα νέο σκληρό, όπου ο δικαστής είναι κι αστυνομικός. Ο πιο σκληρός δικαστής είναι ο Ντρεντ. Όμως, θα καταδικαστεί άδικα για ένα έγκλημα από λάθος της ανάλυσης του DNA, το οποίο άνηκε σε άλλον δικαστή. Τώρα, ο Ντρεντ πρέπει να ξεσκεπάσει τον αληθινό ένοχο και να ανακαλύψει μαζί το δικό του παρελθόν.
Σκηνοθεσία:
Danny Cannon
Κύριοι Ρόλοι:
Sylvester Stallone … δικαστής Joseph Dredd
Armand Assante … Rico Dredd
Rob Schneider … Herman ‘Fergie’ Fergusson
Diane Lane … δικαστής Barbara Hershey
Jurgen Prochnow … δικαστής Griffin
Max von Sydow … επικεφαλής Fargo
Joanna Miles … δικαστής McGruder
Joan Chen … Δρ Ilsa Hayden
Balthazar Getty … δόκιμος Nathan Olmeyer
Maurice Roeves … δεσμοφύλακας Miller
Ian Dury … Geiger
James Remar … Block Warlord
James Earl Jones … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: William Wisher, Steven E. de Souza
Στόρι: Michael De Luca, William Wisher
Παραγωγή: Charles Lippincott, Beau Marks
Μουσική: Alan Silvestri
Φωτογραφία: Adrian Biddle
Μοντάζ: Harry Keramidas, Alex Mackie
Σκηνικά: Nigel Phelps
Κοστούμια: Emma Porteous
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Judge Dredd
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Δικαστής Ντρεντ
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Dredd (2012)
Σεναριακή Πηγή
- Σειρά κόμικς (χαρακτήρες): Judge Dredd των John Wagner, Carlos Ezquerra.
Παραλειπόμενα
- Μετά από παραγγελία του Stallone, ο Gianni Versace ήταν που σχεδίασε τη στολή του δικαστή Ντρεντ. Για να το φέρεις εις πέρας, ο διάσημος σχεδιαστής απέρριψε πρώτα πολλαπλές εκδοχές.
- Χρειάστηκαν πέντε μοντάζ για να πέσει η αξιολόγηση του αυστηρώς ακατάλληλου σε R, ενώ έπειτα ο ίδιος ο Stallone και η εταιρία παραγωγής το έπιασαν εκ νέου για να φτάσει στο PG-13. Ο σκηνοθέτης έπειτα από αυτό ορκίστηκε ότι δεν θα δουλέψει ξανά ποτέ με πρωτοκλασάτο όνομα ηθοποιού. Λέγεται ότι η αρχική εκδοχή είχε μια σκοτεινά σατιρική ματιά.
- Ο δημιουργός του ήρωα, ο John Wagner, δήλωσε πως η ταινία δεν είχε καμία σχέση με τη δική του δουλειά, ακόμα κι αν βρήκε τέλειο τον Stallone στον ρόλο.
- Ο Christopher Walken απέρριψε τον ρόλο του Ρίκο.
- Σε ένα αρχικό στάδιο, ο Arnold Schwarzenegger ήταν ο βασικός υποψήφιος για τον κεντρικό ρόλο.
- Οι αδελφοί Coen, ο Peter Hewitt και ο Richard Stanley είπαν όχι στο να το αναλάβουν σκηνοθετικά. Πρώτες επιλογές ήταν οι Renny Harlin και Richard Donner.
- Ο Sylvester Stallone δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Ντρεντ πριν του προτείνουν τον ρόλο.
- Πρώτη φορά που μια ταινία συνοδεύεται ταυτόχρονα με την έξοδο βιντεοπαιχνιδιού βασισμένου σε αυτήν.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Αρχικά τη μουσική ήταν να τη γράψει ο David Arnold, αλλά προσλήφθηκε ο Jerry Goldsmith. Όταν κι εκείνος έβλεπε ότι δεν θα προλάβαινε τις ημερομηνίες, αποχώρησε, κι ενώ ένα θέμα που είχε ήδη ετοιμαστεί χρησιμοποιήθηκε για τα διαφημιστικά του φιλμ.
- Οι The Cure ακούγονται στους τίτλους τέλους με το Dredd Song.
- Ήταν οι Manic Street Preachers που είχαν αναλάβει αρχικά το τραγούδι της ταινίας, όταν ο κιθαρίστας τους, Richey Edwards, εξαφανίστηκε (αναγνωρίστηκε ο θάνατος του μόλις το 2008). Το τραγούδι που έμελλε να είναι η έσχατη σύνθεση του, το Judge Yr’self, εμφανίστηκε το 2003 στο τιμητικό άλμπουμ Lipstick Traces (A Secret History of Manic Street Preachers).
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 26/8/2012
Η ιδέα είναι παρμένη από βρετανικό κόμικ και η κάπως «ρομποτική» συμπεριφορά του ήρωα, υπήρχε δεν υπήρχε στο κόμικ, βολεύει ερμηνευτικά τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Το θέμα της ολοκληρωτικής συγκέντρωσης όλων των εξουσιών σ’ ένα πρόσωπο είναι πολύ ενδιαφέρον για έρευνα μιας δυστοπίας, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ψυχαγωγική περιπέτεια, δεν υπάρχουν τέτοιες πολυτέλειες. Η ατμόσφαιρα είναι ένα ανακάτεμα «Blade Runner», «Total Recall», «Mad Max» κι άλλων φιλμ φαντασίας, ενώ η δράση προσπαθεί να γεμίσει τον χρόνο ελλείψει άλλου περιεχομένου. Η παρουσία της Νταϊάν Λέιν δεν προσθέτει χημεία, ο βοηθός Ρόι Σάιντερ βάζει λίγο χιούμορ και μόνο ο Αρμάν Ασάντε περνάει μια δραματική διάσταση.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 1/6/2017
Επιστροφή στη δεκαετία του 1990 και στην πρώτη μεταφορά του Δικαστή Ντρεντ στη μεγάλη οθόνη. Ο Σταλόνε αναλαμβάνει το ρόλο του Ντρεντ και παρότι ο ρόλος φαίνεται να του ταιριάζει γάντι, κάνει το λάθος να βγάλει το κράνος κι εκεί αρχίζει η κατακραυγή των φανατικών φίλων του κόμικ, στο οποίο υπάρχει μια απαράβατη αρχή: ο Ντρεντ δε βγάζει ποτέ το κράνος του. Εγώ, όμως, γνώστης και φίλος του κόμικ δεν είμαι, οπότε το τελευταίο που με νοιάζει είναι αν ο Σταλόνε θα κυκλοφορεί συνέχεια με το κράνος στο κεφάλι. Έχει λοιπόν το φιλμ άλλα σοβαρά μειονεκτήματα πέρα από αυτό; Έχει. Αλλά εξακολουθεί να μου αρέσει και να αποτελεί άλλη μια ένοχη απόλαυση!
Ο σκηνοθέτης του φιλμ είναι ο Ντάνι Κάνον, ο οποίος πολλά πράγματα δεν έχει να επιδείξει κινηματογραφικά, ενώ τηλεοπτικά έχει κάνει περισσότερα. Ο Κάνον ήταν φανατικός αναγνώστης του κόμικ χαρακτήρα του Ντρεντ, που δημιούργησαν το 1977 οι Τζον Βάγκνερ, Κάρλος Εζκουέρα και Πατ Μιλς. Αυτό που είχε στο μυαλό του ο Άγγλος σκηνοθέτης ήταν μια πιο πιστή απόδοση του Ντρεντ, με επιθυμία να αποτυπώσει στην οθόνη τη βία, τη σάτιρα και το μαύρο χιούμορ που διέκρινε το κόμικ. Η εποχή δεν ευνόησε ιδιαίτερα τις ιδέες του Κάνον καθώς η δεκαετία του 1990, πέρα από μερικές εξαιρέσεις, δεν έβλεπε σοβαρά τις κόμικ μεταφορές, και οι εταιρείες παραγωγής ήθελαν πιο “χαλαρές” προσεγγίσεις. Το ίδιο επιθυμούσε και ο σταρ της ταινίας, Σιλβέστερ Σταλόνε, και κάπως έτσι άρχισαν οι αντιπαραθέσεις με τον σκηνοθέτη και φυσικά επικράτησε ο Σταλόνε. Η δουλειά πάντως που έχει κάνει ο Κάνον, με τη μορφή που πήρε το φιλμ, δεν είναι άσχημη. Η ατμόσφαιρα είναι αρκετά καλή, η φωτογραφία της ταινίας είναι προσεγμένη και περνά μια αίσθηση σαπίλας στην οθόνη, έστω και σε μικρότερο βαθμό απ’ ότι θα ήθελε ο σκηνοθέτης. Τα εφέ, τα σκηνικά και το γενικότερο επίπεδο παραγωγής είναι εξαιρετικό και αξιοθαύμαστο μέχρι σήμερα ενώ και οι σκηνές δράσης είναι αρκετά θεαματικές, έστω και με την υπερβολή που τις διέπει σε κάποια σημεία.
Ο Σταλόνε στο ρόλο είναι πολύ καλός και θα ήταν πολύ καλύτερος αν χρησιμοποιούσε λιγότερες ατάκες, λιγότερο χιούμορ και κρατούσε σε περισσότερα σημεία το σοβαρό τόνο του. Ούτως ή άλλως για το κωμικό της υπόθεσης είχαν προσλάβει τον Ρομπ Σνάιντερ, ο οποίος φροντίζει να γίνει εκνευριστικός κάνοντας πλάκα σε κάθε σημείο που ανοίγει το στόμα του. Καταλαβαίνω την επιθυμία για το λεγόμενο comic relief, που απαιτούσε η εποχή, αλλά το πράγμα ξεφεύγει με τον Σνάιντερ και είναι ένα σημείο που χάνει αρκετούς πόντους η ταινία. Από την άλλη, ο Αρμάντ Ασάντε υποδύεται το αντίπαλο δέος του Σταλόνε και είναι κι αυτός πολύ καλός στο κοστούμι του κακού. Το ίδιο καλοί είναι οι Μαξ Φον Σίντοφ, σε πιο σύντομο ρόλο, και ο Γιούργκεν Πρόχνοφ ενώ αδιάφορα εξελίσσεται ο ρόλος της Ντάιαν Λέιν, σε ένα ρομάντζο με τον Ντρεντ που δε λειτουργεί καθόλου στο φιλμ.
Χαρακτήρες και τοποθεσίες που συναντούμε στο κόμικ, υπάρχουν στο φιλμ αλλά η απόδοση απ’ ότι φαίνεται είναι πιο ελεύθερη. Βρισκόμαστε λοιπόν στο 2139, η Γη έχει γίνει ένα δύσκολο μέρος να ζεις καθώς μεγάλοι πυρηνικοί πόλεμοι έχουν καταστρέψει μεγάλο μέρος της και ο πληθυσμός βρίσκεται συγκεντρωμένος μέσα σε τεράστιες πόλεις, τις Μεγαπόλεις. Μέσα σε αυτές, το έγκλημα έχει ξεφύγει, με τη διακίνηση ναρκωτικών και τη βία να μην έχει προηγούμενο. Ένα νέο σύστημα δικαιοσύνης χρησιμοποιείται πια, που αποτελείται από τους Δικαστές, ένα σώμα που τα μέλη του έχουν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν, να δικάζουν και να εκτελούν επί τόπου. Στην Ωμέγα Σίτι, ο πιο διάσημος και σκληροτράχηλος δικαστής είναι ο Ντρεντ. Μια πλεκτάνη όμως στήνεται σε βάρος του και κατηγορείται για έγκλημα που δεν έχει κάνει. Εξορίζεται στην Καταραμένη Γη και πρέπει να βρει τρόπο να επιστρέψει και να αποδείξει την αθωότητά του, σε ένα σύστημα που πια καταρρέει, καθώς κάποιος προσπαθεί να διαλύσει το σώμα των Δικαστών.
Το σενάριο υπογράφουν ο Στίβεν Ε. ντε Σούζα και ο Γουίλιαμ Γουίσερ, προσαρμόζοντάς το στα μέτρα του πρωταγωνιστή. Ο Σταλόνε παίρνει το φιλμ πάνω του αλλά η υποδοχή των κριτικών δεν ήταν καλή και αυτό κόστισε. Το κοινό υποδέχτηκε πιο θερμά το φιλμ και ο Δικαστής Ντρεντ, που κόστισε εβδομήντα εκατομμύρια δολάρια, τα λεφτά του τα έφερε πίσω και με το παραπάνω. Αυτό που έχει μείνει ωστόσο μέχρι σήμερα είναι η έντονη κριτική για την απόδοση του Ντρεντ στην οθόνη, σε ένα φιλμ, όμως, που είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό και με υψηλά στάνταρ παραγωγής. Γρήγορος ρυθμός, ιδανική διάρκεια, ικανοποιητικό θέαμα, καλοί ηθοποιοί. Νομίζω ότι τα θετικά του φιλμ μπορούν να καλύψουν τα αρνητικά, σήμερα που το βλέπουμε με μια διάθεση νοσταλγίας.
Βαθμολογία: