Η κάτοικος του Λονγκ Άιλαντ, Τζόι Μανιάνο, από νεαρή είχε το μυαλό ενός εφευρέτη. Το 1990 τη βρίσκει εργένισσα μητέρα τριών παιδιών και εφευρέτη της Θαυματουργής Σφουγγαρίστρας, ενός πλαστικού αντικειμένου που επιτρέπει στη νοικοκυρά να καθαρίζει δίχως να βρέχει τα χέρια της. Στην πρώτη παρουσίαση, πούλησε 18.000 κομμάτια μέσα σε λεπτά. Η Τζόι δεν είναι απλά μια γυναίκα πλέον, είναι η επικεφαλής μιας οικογένειας τεσσάρων γενεών και ιδιοκτήτρια της Ingenious Designs, με πάνω από ένα δις δολάρια κέρδη.
Σκηνοθεσία:
David O. Russell
Κύριοι Ρόλοι:
Jennifer Lawrence … Joy Mangano
Robert De Niro … Rudy Mangano
Bradley Cooper … Neil Walker
Edgar Ramirez … Tony Miranne
Diane Ladd … Mimi
Dascha Polanco … Jackie
Elisabeth Rohm … Peggy
Virginia Madsen … Terry Mangano
Isabella Rossellini … Trudy
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: David O. Russell
Στόρι: Annie Mumolo, David O. Russell
Παραγωγή: John Davis, Megan Ellison, Jonathan Gordon, Ken Mok, David O. Russell
Μουσική: David Campbell, West Dylan Thordson
Φωτογραφία: Linus Sandgren
Μοντάζ: Alan Baumgarten, Jay Cassidy, Tom Cross, Christopher Tellefsen
Σκηνικά: Judy Becker
Κοστούμια: Michael Wilkinson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Joy
- Ελληνικός Τίτλος: Joy
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Jennifer Lawrence).
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Jennifer Lawrence) στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία στην ίδια κατηγορία.
Παραλειπόμενα
- Ενώ οι αρχικές αναφορές μιλούσαν για μια ξεκάθαρη βιογραφία της Joy Mangano, ο David O. Russell πήρε το βιογραφικό σενάριο της Annie Mumolo και πρόσθεσε σε αυτό πολλούς μυθοπλαστικούς χαρακτήρες αλλά και παράλληλες ιστορίες.
- Για να ξεκινήσουν τα γυρίσματα, έπρεπε να ολοκληρωθούν αυτά του Άτακτος Παππούς, ώστε να είναι διαθέσιμος ο Robert De Niro.
- Φήμες ήθελαν τον σκηνοθέτη και την Jennifer Lawrence, που ήταν η μόνη του επιλογή, να έρχονται σε αψιμαχίες κατά τα γυρίσματα. Η ηθοποιός ήταν που έβαλε τέλος σε αυτές, μέσω ενός ξεκάθαρου ποσταρίσματος στο Facebook.
- Ενώ είχε ολοκληρώσει όλα της τα γυρίσματα, η Diane Ladd αποφασίστηκε να αναλάβει και την αφήγηση.
- Έσχατη κινηματογραφική συμμετοχή για τον Ken Howard.
- Η κωμικός Joan Rivers ερμηνεύεται από την ίδια της την κόρη, τη Melissa Rivers.
Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος
Έκδοση Κειμένου: 29/12/2015
Έχω λατρέψει τι περισσότερες από τις ταινίες του David O`Russell, χάρη στην ικανότητά του να αξιοποιεί την ενέργεια των ανθρωπίνων αλληλεπιδράσεων που έχουν στον πυρήνα τους. Καταφέρνει και διαχειρίζεται το είδος της «τρέλας» που κουβαλάνε οι πληγωμένοι και κατεστραμμένοι χαρακτήρες του σε τέτοιο βαθμό που οι ταινίες που δημιουργεί είναι οδυνηρά αστείες, γεμάτες αληθινό συναίσθημα. Τόσο ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» όσο και το «The Fighter» είναι δυο τρανταχτά παραδείγματα ταινιών του που διέθεταν μεγάλες εκρήξεις ενέργειας σωστά εξημερωμένες. Και εδώ έγκειται το πρόβλημα του «Joy», καθώς ο σκηνοθέτης μοιάζει να χάνει την ισορροπία του, και το χάος που συνήθως ενορχηστρώνει με επιτυχία, τον κυριεύει.
Εμπνευσμένο από τη ζωή της Joy Mangano, μιας μητέρας που αργά και σταθερά αγωνίζεται να μπει στον κόσμο των εφευρετών υπερνικώντας τις δυσκολίες, το έργο έρχεται να προστεθεί στην λίστα των ταινιών του σκηνοθέτη που μιλάνε για ονειροπόλους-καταφερτζήδες. Mόνο που εδώ η πλοκή δεν καταφέρνει στιγμή να τιθασεύσει τον κεντρικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην είναι πραγματικά αποτελεσματική. Με τη Lawrence να αποδίδει επαρκώς όλα τα συναισθήματα της, η Joy δεν μοιάζει ποτέ να πείθει σαν χαρακτήρας, αφού οι στάσεις και το φέρσιμο της ποικίλει τόσο δραστικά που μοιάζει λιγότερο ανθρώπινο και περισσότερο μηχανικό. Σε αυτό δεν βοηθάει και το γεγονός ότι ο O`Russell και η Mumolo δεν σταματούν να ρίχνουν εμπόδια στην πορεία της, με αποτέλεσμα να μην αφήνουν τον θεατή να μοιραστεί την χαρά της όταν κάτι πάει καλά.
Αυτή η τεχνική αφήγησης είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα του «Joy», αφού ουσιαστικά μειώνει την πραγματική ιστορία της ανόδου μιας γυναίκας μέσα στον κόσμο του εμπορίου, σε μια φτιαχτή κι αμήχανη ταινία που επαναλαμβάνει σκηνές και διαλόγους τόσο σταθερά που είναι σαν να προσπαθεί να πει τέσσερις ή πέντε διαφορετικές εκδόσεις του ίδιου πράγματος ταυτόχρονα. Σαν να μην έφτανε αυτό, την όλη κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει ο 57χρονος σκηνοθέτης, ο οποίος μοιάζει να γνωρίζει το πρόβλημα, και μη εμπιστευόμενος ότι οι χαρακτήρες του είναι αρκετά ενδιαφέροντες από μόνοι τους, «στολίζει» την κινηματογράφηση του με γρήγορο μοντάζ και μια φρενήρη κίνηση της κάμερας χωρίς λόγο.
Ακόμα πιο εξοργιστικό, δε, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες απίστευτες ιδέες και μερικές εξίσου άριστες στιγμές, οι οποίες τονίζουν το πόσο ανεπαρκής είναι η ταινία. Οι Cooper και Lawrence συνεχίζουν να έχουν εξαιρετική χημεία μεταξύ τους αποτελώντας πάντα τα καλύτερα εργαλεία του O`Russell. Τα τριάντα λεπτά που συναντιούνται οι τρεις τους αποτελούν το πιο συναρπαστικό μέρος της ταινίας. Είναι πραγματικά φανταστικό να παρακολουθείς τα θεμέλια της κουλτούρας των πωλήσεων στην Αμερική να εξηγούνται με ευλάβεια. Είναι κρίμα που η ταινία δεν καταφέρνει πότε να είναι τόσο καλή, ούτε σαν μια μεγάλη ανθρώπινη κωμωδία, ούτε σαν ένα σκληροτράχηλο μελόδραμα της εργατικής τάξης.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 13/11/2016
Μετά από ένα σερί με «The Fighter», «Silver Linings Playbook» και «American Hustle», ήταν μοιραίο ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ να δοκίμαζε εκ νέου να χτυπήσει την πόρτα των Όσκαρ. Και το προσπάθησε, αλλά κάπως άτσαλα κι άτεχνα αυτή τη φορά. Το θέμα του είναι βασισμένο πάνω στην αληθινή ζωή μιας γυναίκας που έζησε το αμερικανικό όνειρο. Αλλά η ζωή της συγκεκριμένης γυναίκας μοιάζει να μην παρέχει αυτή την πολυπλοκότητα που θέλει και πάλι να επιβάλει ο Ράσελ στο φιλμ του, καταφέρνοντας να είναι τρομερά άνισος καθ’ όλη τη διάρκεια. Κάποιες σκηνές είναι όμορφες, κάποιες άστοχες, κάπου η κοινωνική δραμεντί αποδίδει ενώ κάπου όχι, κάπου αλλού σαν να χάνεται ο ρεαλισμός. Παρότι ο χαρακτήρας της είναι που περνάει τα χίλια κύματα από τα σκηνοθετικά ατοπήματα, η Τζένιφερ Λόρενς είναι το μοναδικό στοιχείο του φιλμ που επιπλέει ακέραιο, τουλάχιστον από πλευράς ερμηνείας.
Βαθμολογία: