Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένα μοναχικό αγόρι από τη Γερμανία, του οποίου η ιδέα για τον κόσμο αντιστρέφεται, ανακαλύπτει ότι η διαζευγμένη μητέρα του κρύβει ένα νεαρό εβραίο κορίτσι στη σοφίτα τους. Με μοναδική βοήθεια από τον χαζούλη φανταστικό του φίλο, Αδόλφο Χίτλερ, ο Τζότζο θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον τυφλό φανατισμό του.

Σκηνοθεσία:

Taika Waititi

Κύριοι Ρόλοι:

Roman Griffin Davis … Jojo ‘Rabbit’ Betzler

Thomasin McKenzie … Elsa Korr

Taika Waititi … Adolf Hitler

Scarlett Johansson … Rosie Betzler

Sam Rockwell … λοχαγός Klenzendorf

Rebel Wilson … Κα Rahm

Stephen Merchant … λοχαγός Deertz

Alfie Allen … υποδιοικητής Finkel

Archie Yates … Yorki

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Taika Waititi

Παραγωγή: Carthew Neal, Taika Waititi, Chelsea Winstanley

Μουσική: Michael Giacchino

Φωτογραφία: Mihai Malaimare Jr.

Μοντάζ: Tom Eagles

Σκηνικά: Ra Vincent

Κοστούμια: Mayes C. Rubeo

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Jojo Rabbit
  • Ελληνικός Τίτλος: Τζότζο

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Caging Skies της Christine Leunens.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Scarlett Johansson), μοντάζ, σκηνικά και κοστούμια.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ) και πρώτου αντρικού ρόλου (Roman Griffin Davis) στην ίδια κατηγορία.
  • Βραβείο Bafta σεναρίου. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Scarlett Johansson), μουσική, μοντάζ, σκηνικά και κοστούμια.
  • Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.

Παραλειπόμενα

  • Το αρχικό σενάριο ήταν έτοιμο από το 2011, έναν χρόνο μετά αφού έμαθε ο Taika Waititi για το βιβλίο της Christine Leunens (του 2008) από τη μητέρα του. Η αισθητή διαφορά ανάμεσα σε σενάριο και βιβλίο είναι ότι το δεύτερο είναι πολύ σκοτεινό και δεν έχει καθόλου χιούμορ, αλλά επίσης δεν υπάρχει κι ο χαρακτήρας του Χίτλερ.
  • Επί χρόνια το σενάριο έμεινε στην ανάλογη ετήσια μαύρη λίστα στις ΗΠΑ, μέχρι που ενδιαφέρθηκε για αυτό η Fox Searchlight Pictures. Αρχικά, ο Waititi σκέφτονταν να το κάνει ως ανεξάρτητη παραγωγή στη Νέα Ζηλανδία, αλλά το ενδιαφέρον που έδειξε η χολιγουντιανή λίστα από το 2012, τον έβαλε σε αναμονή.
  • Ο νεαρός Roman Griffin Davis κάνει εδώ κινηματογραφικό ντεμπούτο. Για την ανεύρεση του κατάλληλου πρωταγωνιστή, ο Waititi είχε επισκεφτεί σχολεία σε Μεγάλη Βρετανία, Νέα Ζηλανδία, Γερμανία, Καναδά και ΗΠΑ. Χρειάστηκε παράλληλα να δει χίλιες κασέτες με υποψηφίους.
  • Ο δημιουργός ήθελε το φιλμ να γυριστεί στο Βερολίνο, μια πόλη με την οποία είχε δεσμούς. Τυπικοί όμως περιορισμοί τον ανάγκασαν να επιλέξει την Τσεχία. Ακόμα κι έτσι, το γερμανικό στούντιο Babelsberg συνέβαλε στον σχεδιασμό παραγωγής.
  • Στις εξωτερικές σκηνές δεν χρησιμοποίησε σχεδόν καθόλου τεχνητός φωτισμός. Ειδικά σε αυτές του δάσους, ο ήλιος ήταν η μόνη πηγή φωτός.
  • Η Rachel House γύρισε μια σκηνή ως αμερικανίδα στρατιώτης, αλλά αυτή κόπηκε στο μοντάζ. Η ίδια η ηθοποιός παραδέχτηκε ότι η συγκεκριμένη σκηνή ήταν αχρείαστη στο σύνολο.
  • Οι κριτικές έτειναν κατά το κυριότερο μέρος τους προς το θετικό, αλλά η παρουσίαση των ναζί έτυχε διττής αντιμετώπιση. Αυτό θύμισε την παρόμοια περίπτωση του Η Ζωή Είναι Ωραία του Roberto Benigni, ακριβώς ως προς το πώς επικεντρώθηκαν οι κριτικές.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 20/1/2020

Να που επέστρεψε το δίλλημα του 1997, όταν το Η Ζωή Είναι Ωραία «έκανε πλάκα» με τις θηριωδίες των ναζί. Αυτή βέβαια η άποψη στερεί αυτού καθαυτού την καλλιτεχνική έκφραση ενός έργου, από τη στιγμή που ο δημιουργός πρέπει να κρίνεται επί των νοημάτων του και όχι επί της διάθεσης του. Μπορεί εδώ να μην έχουμε το ύψος της ταινίας του Benigni, αλλά όπως και να έχει ο Taika Waititi ήρθε για να μείνει.

Το ύφος του νεοζηλανδού σκηνοθέτη το πρωτογνωρίσαμε στο Όσα Κάνουμε στις Σκιές, αλλά στην ουσία το απολαύσαμε μέσα από το Κυνήγι Ανθρώπων. Κινείται παράλληλα με αυτό του Wes Anderson, αλλά είναι και πιο καθαρό στις προθέσεις του. Πρόκειται για δραμεντί με δημιουργικό ύφος, ένα κράμα που παράγει εύκολα τη μεγάλη ταινία, αν μπορείς να αποφύγεις τις παγίδες της σύνδεσης του δράματος με την κωμωδία. Ο Waititi εδώ απαντάει σε αυτό αφήνοντας το χιούμορ στην ατμόσφαιρα και σε μικρές «σπόντες αλά Monty Python», με το δράμα να διαχειρίζεται την αφήγηση. Ο λόγος που δεν απογειώνεται η ταινία του εκεί που θα ελπίζαμε, είναι στο ότι αρκετά σημεία του φιλμ δεν πετυχαίνουν επακριβώς αυτό το πάντρεμα, με τις συγκεκριμένες σκηνές να είναι υποδεέστερες, επειδή ενώ προσθέτουν επί της γενικής ουσίας, χάνουν επιμέρους σε δυναμική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αρχική σκηνή στην εκπαίδευση, όπου ο θεατής μένει μετέωρος ανάμεσα στη σάτιρα και την έλλειψη αληθινού χιούμορ.

Δεν αργεί η ταινία σκηνή με τη σκηνή να μπει σε μια ροή. Μια ροή που χτίζεται ταυτόχρονα με την ψυχοσύνθεση του μικρού ήρωα, και την εικόνα μιας χώρας διχασμένης και έτοιμης να παραδοθεί στον όλεθρο που η ίδια προκάλεσε στον εαυτό της. Ο σκηνοθέτης διατηρεί πάντα το ειρωνικό του στυλ, αλλά παραδίνεται στα αισθήματα του με μια βαθιά πίκρα που φανερώνεται καθώς ο ήρωας αρχίζει και βλέπει την πραγματικότητα, που του στερούσε η μαζική αφέλεια (που μεταλλάχτηκε σε παράκρουση) της ιδεολογίας που εξουσίαζε. Έτσι, ο Waititi δεν αφήνει την εύθυμη ματιά του να αλλοιώσει τον ρεαλισμό, κάτι που είχε πετύχει κι ο Benigni. Αμφότεροι παραδίδουν ένα μάθημα ιστορίας ιδανικό για μικρές ηλικίες, για μια περίοδο που δύσκολα μπορεί κανείς να την περιγράψει σε μια παιδική ψυχή που αρχίζει να ενώνει το παζλ των κατανοήσεων του για τον κόσμο γύρω του. Μια λογική που αντιτίθεται αυτής των κλασικών πολέμιων του ναζισμού, που προτιμούν μεθόδους ανάγνωσης της ιστορίας ικανούς να προκαλέσουν φανατισμό σε άπλαστα μυαλά όμοιο με των εχθρών τους, αναλόγως τον χειρισμό και τους σκοπούς τους.

Αν επιτρέψουμε σε πιο επιμέρους θέματα επί του έργου, θα σταθούμε σε όλες τις ερμηνείες του καστ, πιστές στις σκηνοθετικές κατευθυντήριες ρότες, αλλά και την ιδιαίτερη ανασύσταση μιας εποχής και τοποθεσίας, με ταυτόχρονη παραπομπή σε παραμυθικό κόσμο. Η ουσία είναι ότι ο νεοζηλανδός δημιουργός διαβάζει άψογα τον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού του μικρού ήρωα, και προσαρμόζει στη δική του οπτική σημεία και τέρατα της ιστορίας, παρουσιάζοντας το κάτι επιτέλους διαφορετικό πάνω σε χιλιοειπωμένα πράγματα. Αφήνει βέβαια σκηνές να του ξεφύγουν, αλλά η αφήγηση του δεν χάνει τη ροή της, και οδεύει ομαλά προς ένα φινάλε που σε αφήνει με ορθάνοιχτο στόμα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *