Ο ατζαμής κατάσκοπος Johnny English, στη φιλότιμη προσπάθειά του να σώσει τον κόσμο, δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Αυτή τη φορά, όταν αποκαλύπτονται οι πραγματικές ταυτότητες όλων των βρετανών μυστικών πρακτόρων, ο Johnny English αφήνει τη διδασκαλία και αναλαμβάνει να «αποκρυπτογραφήσει» τον ψηφιακό κόσμο με τις άπειρες αναλογικές του γνώσεις και να βρει τους χάκερ.

Σκηνοθεσία:

David Kerr

Κύριοι Ρόλοι:

Rowan Atkinson … Johnny English

Olga Kurylenko … Ophelia Bhuletova

Ben Miller … Jeremy Bough

Adam James … Pegasus

Emma Thompson … η πρωθυπουργός

Jake Lacy … Jason Volta

Amit Shah … Samir

Matthew Beard … P

Charles Dance … πράκτωρ 7

Michael Gambon … πράκτωρ 5

Edward Fox … πράκτωρ 9

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: William Davies

Παραγωγή: Tim Bevan, Chris Clark, Eric Fellner

Μουσική: Howard Goodall

Φωτογραφία: Florian Hoffmeister

Μοντάζ: Mark Everson

Σκηνικά: Simon Bowles

Κοστούμια: Annie Hardinge

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Johnny English Strikes Again
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Johnny English Ξαναχτυπά
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Johnny English 3

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Σενάριο (χαρακτήρες): Johnny English των Neal Purvis, Robert Wade, William Davies.

Παραλειπόμενα

  • Αυτή είναι η πρώτη τριλογία του Rowan Atkinson.
  • Μοναδική απόπειρα του David Kerr στην κινηματογραφική σκηνοθεσία.
  • Η συμμετοχή σε δεύτερο ρόλο της Emma Thompson κρατήθηκε μυστική ως και τα γυρίσματα του φιλμ. Αποκαλύφθηκε ουσιαστικά μαζί με το πρώτο τρέιλερ.
  • Επιτυχία στις εισπράξεις και για αυτό το τρίτο κεφάλαιο. Με κόστος 25 εκατομμύρια δολάρια, τα κέρδη έφτασαν στα 159.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 19/9/2018

Είναι κρίμα που ο Rowan Atkinson του πνεύματος και της σπιρτάδας της «Μαύρης Οχιάς» στην κινηματογραφική του καριέρα έχει ως επί το πλείστον ταυτιστεί με ένα παιδικού χαρακτήρα εύκολο σλάπστικ ελέω «Mr. Bean», που ανεξάρτητα από τον κορεσμό των επαναλήψεων, έκανε τη μεγάλη μαγκιά να μεταφέρει το χιούμορ του βωβού σινεμά αλλά και των μιμητών του τύπου Tati στην εποχή της αρχής της παγκοσμιοποίησης. Η σειρά των ταινιών «Johnny English» κινείται σε αυτό το μοτίβο μαζί με μια επιδερμική διακωμώδηση των συμβάσεων της κατασκοπικής περιπέτειας, παρέχοντας παράλληλα για μια νέα γενιά θεατών έναν οιονεί Επιθεωρητή Clouseau (δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το σίκουελ μοιράζεται έναν κοινό τίτλο με μια εκ των εύθυμων περιπετειών του «Ροζ Πάνθηρα») ή έστω Frank Drebin των φτωχών. Το τρίτο φιλμ με ήρωα τον ατζαμή πράκτορα δεν έχει κάποια ουσιαστική ποιοτική διαφοροποίηση με τα προηγούμενα: δεν είναι κάτι παραπάνω από μια ακίνδυνη κωμωδία με κάποια διάσπαρτα νόστιμα γκαγκ αλλά περισσότερες κρυάδες, με έναν πρωταγωνιστή να καταφεύγει στις γνωστές του γκριμάτσες ήδη από την εποχή που κυριαρχούσε ως επί το πλείστον στη μικρή οθόνη, έχοντας την παραδοσιακή σεναριακή δομή των ταινιών που υποτίθεται πως παρωδεί. Όσοι είναι φαν της συνταγής δε θα βρουν πολλά για να παραπονεθούν εδώ, οι δε ανήλικοι, κυρίως όσες και όσοι δεν έχουν φτάσει ακόμη στις δυσκολίες της εφηβείας, προβλέπεται να περάσουν καλύτερα από όλες τις άλλες ομάδες κοινού. Πάντως είναι δεδομένο ότι πρόκειται για μια φόρμουλα εργοστασιακού χαρακτήρα: τα επιμέρους κομμάτια είναι έτοιμα, και το μόνο που απομένει είναι να γεμίσουν τα κενά με κάποιες χιουμοριστικές ιδέες ως εξαργύρωση του αντίτιμου του εισιτηρίου του θεατή που πάει να απολαύσει μια κωμωδία.

Μπροστά στην αίσθηση «τυπικού» που εκπέμπει το όλο αποτέλεσμα, κάποιες μικρές μεν γουστόζικες δε λεπτομέρειες χάνονται, όπως το έμμεσο σχόλιο για την αυτονομία του Ηνωμένου Βασιλείου μετά Brexit που κρύβεται στην κεντρική ίντριγκα της πλοκής ή η διασκεδαστική Emma Thompson ως μια νευρωτική εκδοχή της Theresa May. Με όλο το βάρος να πέφτει στον Atkinson, δε μένουν πολλά για το υπόλοιπο καστ. Η Olga Kurylenko πάσχει από τα ίδια προβλήματα ανεπαρκούς ανάπτυξης και διακοσμητικής παρουσίας που αντιμετώπιζαν και οι αντίστοιχοι βασικοί γυναικείοι χαρακτήρες των Natalie Imbruglia και Rosamund Pike στα προηγούμενα φιλμ, ενώ και ο Ben Miller που επιστρέφει στο ρόλο του sidekick είναι αφόρητα μονοκόμματος και βαρετός. Η μακράν πιο αστεία σκηνή «καίγεται» ως χαρτί υπερβολικά νωρίς, με ένα σπαρταριστό τριπλό κάμεο των βετεράνων Charles Dance, Michael Gambon κι Edward Fox.

Κάτι που υπήρχε και στις ταινίες που προηγήθηκαν και δηλώνει κι εδώ το «παρών» προκαλώντας ενόχληση είναι το πόσο τεμπέλικη είναι η επεξεργασία της πλοκής: επειδή υπάρχει το άλλοθι του προσχηματικού σεναρίου που θα λειτουργήσει ως φόντο για μια σειρά από καλαμπούρια, οι ευκολίες και οι τρύπες δίνουν και παίρνουν, εκδηλώνοντας μια διάθεση να μην απευθυνθεί το προϊόν σε ένα πιο απαιτητικό κοινό. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει κάτι προσβλητικά κακό εδώ από άποψη χιούμορ ή αισθητικής γενικότερα, παρόλο που ακολουθούνται οι γενικές γραμμές της κακώς εννοούμενης αμερικάνικης σχολής, ενώ ακόμη κι αν το υλικό χαρακτηρίζεται από μια φτώχεια πραγματικά αστείων ευρημάτων, ο Atkinson κάνει ό,τι μπορεί, με την παρουσία του επί της οθόνης να είναι πάντοτε καλοδεχούμενη κι ευχάριστη. Με τα πολλά πολλά η ώρα περνάει, αλλά αυτό είναι έτσι κι αλλιώς ένας εκ των βασικών στόχων που πρέπει να καλύπτονται σε μια κωμωδία. Πραγματική τρέλα και ασυγκράτητο γέλιο δεν υπάρχουν εδώ, ενώ όσον αφορά τον κανιβαλισμό του κατασκοπικού θρίλερ και των κλισέ, αν περιοριστούμε μονάχα στην τρέχουσα δεκαετία, έχουν υπάρξει σπουδαία δείγματα με τα οποία δε γίνεται να μπει καν σε διαδικασία σύγκρισης αυτή η συνέχεια, με προεξέχουσα περίπτωση μάλλον το πρώτο «Kingsman». Εν τέλει, ακόμη μια ημέρα ξημερώνει, ακόμη μια κωμωδία μεγάλου προϋπολογισμού προορίζεται για κύκλωμα ευρείας διανομής…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *