
Η Λόρα Άλμπερτ γράφει, υποδυόμενη το άβαταρ της, για έναν νεαρό ομοφυλόφιλο άντρα που ζει στο περιθώριο με το όνομα JT LeRoy. Όταν το λογοτεχνικό της ντεμπούτο γίνει μπεστ-σέλερ και ο JT LeRoy καταλήξει ο αγαπημένος του λογοτεχνικού κόσμου, σκέφτεται μια αλλόκοτη λύση για να διατηρήσει την ανωνυμία της, δίνοντας ζωή στο ψευδώνυμο της. Πρόκειται για την ανδρόγυνη αδελφή του φίλου της, τη Σαβάνα Κνουπ, που συνδέεται με τη φεμινιστική και περιθωριακή πλευρά της Λόρα. Οι δυο τους ζουν πια διπλές ζωές, μπαίνουν δυναμικά στη λογοτεχνική και κινηματογραφική ελίτ και ανακαλύπτουν τον πραγματικό τους εαυτό, ενώ υποδύονται.
Σκηνοθεσία:
Justin Kelly
Κύριοι Ρόλοι:
Laura Dern … Laura Albert
Kristen Stewart … Savannah Knoop
Diane Kruger … Eva
Jim Sturgess … Geoffrey Knoop
Kelvin Harrison Jr. … Sean
Courtney Love … Sasha
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Justin Kelly, Savannah Knoop
Παραγωγή: Mark Amin, Jeff Beesley, Thor Bradwell, Cassian Elwes, Dave Hansen, Phyllis Laing, Gary Pearl, Giri Tharan, Patrick Walmsley, Julie Yorn
Μουσική: Tim Kvasnosky
Φωτογραφία: Bobby Bukowski
Μοντάζ: Aaron I. Butler
Σκηνικά: Jean-Andre Carriere
Κοστούμια: Avery Plewes
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Jeremiah Terminator LeRoy
- Ελληνικός Τίτλος: Η Πιο Μεγάλη Απάτη
- Εναλλακτικός Τίτλος: JT LeRoy
Σεναριακή Πηγή
- Αυτοβιογραφία: Girl Boy Girl: How I Became JT Leroy της Savannah Knoop.
Παραλειπόμενα
- Αρχικά ακούγονταν και τα ονόματα των Helena Bonham Carter (για τον ρόλο της Λόρα) και James Franco (για αυτόν του Τζέφρι).
- Η αληθινή Savannah Knoop διετέλεσε σύμβουλος της παραγωγής.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 5/5/2019
Ακόμη μια αληθινή ιστορία τόσο εξωφρενική που δεν θα μπορούσε παρά να συνέβη όντως και στην πραγματική ζωή, άρα άκρως κινηματογραφική, ακόμη μια βιογραφική ταινία συνταγής που μπορεί να «κατεβαίνει» ευχάριστα, όμως σπαταλάει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να μιλήσει σε βάθος τόσο για την παραδοξότητα των μηχανισμών της αποκαλούμενης καλλιτεχνικής κοινότητας όσο και για το ζήτημα της ατομικής ταυτότητας. Ψήγματα για τα ύψη που θα μπορούσε να φτάσει το συγκεκριμένο φιλμ υπάρχουν σε ουκ ολίγες σκηνές, με πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ίσως τον διάλογο μεταξύ Stewart και Dern εντός του αυτοκινήτου, που αναδίδει μια ειλικρινή και βαθιά μελαγχολία η οποία δυστυχώς δεν συναντάται σε καμία άλλη στιγμή.
Η πλειοψηφία του χρόνου αναλώνεται στο σεναριακό στήσιμο της όλης κομπίνας με μια καθαρά ψυχαγωγική χροιά, στο σετάρισμα του περιβάλλοντος των εμπλεκόμενων προσώπων που έχει ένα αληθοφανές μείγμα λούμπεν γοητείας κι εξεζητημένης αισθητικής και στην περιπλάνηση της νεαρής απατεώνισσας στα μονοπάτια της σεξουαλικότητάς της η οποία επίσης γίνεται με παιχνιδιάρικο τρόπο χωρίς να πηγαίνει πέρα από την επιφάνεια. Ακόμη και αυτή η φαινομενική τσαχπινιά όμως, παρότι χαριτωμένη, είναι κατά βάθος συντηρητική, διατηρεί τους ήρωες και τις σχέσεις μεταξύ τους σε συγκεκριμένες ράγες και σε ένα υπερβολικά ανάλαφρο κλίμα παρά τις προσχηματικές δραματικές εξάρσεις, δίχως να προχωρεί σε ένα τσαλάκωμα που θα βοηθούσε στο να μελετηθούν διεξοδικότερα οι διάφορες πτυχές τους. Η δε φεμινιστική οπτική που υιοθετείται, ενώ στον πυρήνα της έχει μια εύστοχη βάση (πως δύο γυναίκες καταξιώνονται με όχημα τη δημιουργία ενός φανταστικού άντρα) δεν είναι δουλεμένη στον απαιτούμενο βαθμό για να χαρακτηριστεί απόλυτα ολοκληρωμένη.
Η ερμηνευτική μάχη μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών βγάζει σίγουρα νικήτρια τη Laura Dern που παραδίδει ένα πορτραίτο που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ εξωστρέφειας και θλίψης, εκτελεσμένο με χαρακτηριστική αυτοπεποίθηση από την ίδια. Η Stewart πάλι ξεσκονίζει τη γνωστή μανιέρα της αμηχανίας που έχει αναπαράγει ήδη από τις εποχές του «Λυκόφωτος», έστω κι ενταγμένη σε ένα διαφορετικό πλαίσιο εδώ που δικαιολογεί περισσότερο μια τέτοια προσέγγιση, ομολογουμένως αλλαγμένη στο πιο δεξιοτεχνικό λόγω της μεγαλύτερης εμπειρίας που πλέον κουβαλάει στις πλάτες της, μπαίνοντας όμως υπερβολικά σε μια διαδικασία αυτόματου πιλότου μην αναδεικνύοντας τελικά τις ενδιαφέρουσες πλευρές του χαρακτήρα της. Από τους δεύτερους ρόλους, αυτή που αδιαμφισβήτητα κλέβει τις εντυπώσεις είναι η Diane Kruger που καταφέρνει να συνδυάσει πραγματισμό και πάθος με απρόσμενη μαεστρία και να επιβεβαιώσει την ωρίμανση από την οποία έχει περάσει στην κινηματογραφική της καριέρα που είχε ξεκινήσει ήδη από τους «Άδωξους Μπάσταρδους» και συνεχίζεται σταδιακά στα χρόνια που έχουν επέλθει.
Ίσως το πιο ιντριγκαδόρικο ατού του «Η Πιο Μεγάλη Απάτη» είναι η ιδιόμορφη και συνάμα γοητευτική αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται μεταξύ του κεντρικού ντουέτου, πότε θυμίζοντας ένα κλασικό δίδυμο μέντορα και προστατευόμενου, πότε αποκτώντας μια διάσταση που φέρνει στο νου μια σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης, με την πλειάδα των συναισθημάτων που εναλλάσσονται να προσθέτει ένα ειδικό βάρος στο συγκεκριμένο στοιχείο της ταινίας. Από μόνο του αυτό το «χαρτί» αποδεικνύεται αρκετό για να διατηρήσει την προσοχή στραμμένη στην οθόνη, όχι όμως και για να απογειώσει το σύνολο από ένα απλά αξιοπρεπές επίπεδο. Όλα μοιάζουν υπερβολικά υπολογισμένα, προβλέψιμα και ακίνδυνα στην τελική για μια σειρά γεγονότων που στηρίζεται σε τόσο ανατρεπτικές βάσεις, που ουσιαστικά χλευάζουν μια σωρεία θεσμών, από τα μέσα ενημέρωσης μέχρι τις κατεστημένες αντιλήψεις της κοινωνίας για το τι σημαίνει η έννοια του φύλου. Δεν είναι όλα τόσο στρόγγυλα στον βαθμό που να αλλοιώνονται τα βασικά νοήματα που προκύπτουν από όσα έλαβαν πραγματικά χώρα, όμως ούτε αυτά αναδεικνύονται όπως θα έπρεπε ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι μια ουσιαστική μελέτη των ζητημάτων που αναφέρει ακροθιγώς. Κάπως έτσι, το παραγόμενο προϊόν θα μπορούσε καταληκτικά να χαρακτηριστεί ως μια διασκεδαστική γυναικοκεντρική παραλλαγή του «Πιάσε Με Αν Μπορείς» από μια πιο προσγειωμένη σκοπιά, χωρίς όμως την ίδια «νοστιμιά».
Βαθμολογία: