Έχοντας μεγαλώσει ορφανή και μες στη φτώχεια, η γκουβερνάντα Τζέιν Έιρ βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο του κυρίου Ρότσεστερ, ιδιοκτήτη του απομονωμένου και επιβλητικού σπιτιού στο οποίο εργάζεται. Όμως τίποτα στους άγριους βάλτους του Θόρνφιλντ δεν είναι αυτό που φαίνεται, καθώς ο Ρότσεστερ προσπαθεί να κρύψει σκοτεινά μυστικά και προδοσίες. Έτσι η Τζέιν πρέπει να επιστρατεύσει όλη την υπομονή, το θάρρος και τη βαθιά αφοσίωση της, προκειμένου οι δύο αυτοί άνθρωποι να βρουν την ευτυχία.

Σκηνοθεσία:

Cary Joji Fukunaga

Κύριοι Ρόλοι:

Mia Wasikowska … Jane Eyre

Michael Fassbender … Edward Fairfax Rochester

Jamie Bell … St. John Rivers

Judi Dench … Κα Fairfax

Sally Hawkins … Κα Reed

Holliday Grainger … Diana Rivers

Tamzin Merchant … Mary Rivers

Simon McBurney … Κος Brocklehurst

Imogen Poots … Blanche Ingram

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Moira Buffini

Παραγωγή: Alison Owen, Paul Trijbits

Μουσική: Dario Marianelli

Φωτογραφία: Adriano Goldman

Μοντάζ: Melanie Oliver

Σκηνικά: Will Hughes-Jones

Κοστούμια: Michael O’Connor

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Jane Eyre
  • Ελληνικός Τίτλος: Τζέιν Έιρ

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Ο Πύργος του Πόνου (1943)
  • Τζέην Έυρ (1968)
  • Τζέιν Έιρ (1996)

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Jane Eyre της Charlotte Bronte.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών.
  • Υποψήφιο για Bafta κοστουμιών.

Παραλειπόμενα

  • Η Lynne Ramsay έχει την ευκαιρία να το σκηνοθετήσει, αλλά δεν το θέλησε η ίδια να αναλάβει τη θέση.
  • Η Ellen Page (Elliot Page) ήταν η πρώτη επιλογή για τον κεντρικό ρόλο. Αποχώρησε όμως όταν η παραγωγή καθυστερούσε να ξεκινήσει γυρίσματα.
  • Για να υπάρχει ένας γοτθικός τόνος, πολλές σκηνές φωτίζονται μονάχα με κεριά ή εστία φωτιάς.
  • Η ταινία τοποθετείται λίγα χρόνια μετά από εκεί που την τοποθετεί το βιβλίο. Αυτό έγινε καθαρά για λόγους ενδυματολογίας, μια και όπως δήλωσε ο Fukunaga, τα ρούχα της δεκαετίας του 1830 ήταν απαίσια (“οι γυναίκες έμοιαζαν με γαμήλιες τούρτες”).
  • Ο σκηνοθέτης επισκέφτηκε περίπου 60 διαφορετικές κατοικίες, αναζητώντας το ιδανικό Thornfield Hall. Τελικά επιλέχτηκε το Haddon Hall (στο Ντέρμπισαϊρ), μια και δεν είχαν γίνει πολλές εσωτερικές ανακαινίσεις. Ήταν το ίδιο που βλέπουμε και στην τηλεοπτική εκδοχή του 1996 από το BBC One. Αλλά και το Gateshead, το σπίτι της Κα Ριντ, είναι το ίδιο με του Γκόσφορντ Παρκ (2001).

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 6/11/2011

Μια απίθανη μεταφορά, μια ταινία που καταφέρνει να κλέψει δόξα από το αριστουργηματικό έργο της Charlotte Bronte. Κυρίως, συστήνει με ακρίβεια το πνεύμα του κλασικού έργου σε ένα σύγχρονο κοινό, που μπορεί να θεωρεί το διάβασμα ενός τόσο παλιού βιβλίου ξεπερασμένο. Μαζί, συστήνεται κι ο Cary Fukunaga, που δεν τον είχαμε πάρει πολύ στα σοβαρά με το Χωρίς Όνομα. Δανείζεται το συνολικό ύφος από το Τζουντ του Winterbottom κι αναπαράγει μια άλλη εποχή με τα μουντά χρώματα της μνήμης. Μαζί, «κλέβει» σκηνοθετικά ευρήματα από ισπανούς κινηματογραφιστές, διανθίζοντας τα με έναν άψογο αφηγηματικό ρυθμό (κανονισμένο πάνω στις «ταχύτητες» του κειμένου) που δεν ενοχλεί ακόμα κι όταν γίνεται αποσπασματικός.

Και τι ερμηνείες! Η Mia Wasikowska είχε δώσει τις συστάσεις της, αλλά εδώ ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Μαζί με αυτήν, η Τζέιν Έιρ επαναπροσδιορίζει τον αινιγματικό ψυχολογικό της κόσμο που της είχε στερήσει το Χόλιγουντ παλιότερα. Ο Michael Fassbender είναι εξίσου δυναμικός, αλλά πάνω στον χαρακτήρα του χρειάζονταν περισσότερη εμβάθυνση. Μαζί με αυτό, ανεκμετάλλευτοι μένουν κι όλοι οι τρίτοι χαρακτήρες του έργου, μειώνοντας την επική δυναμική της ταινίας, χωρίς αυτό να ενοχλεί με την πρώτη «ανάγνωση». Αυτή η ανάγνωση είναι κατακλυσμένη από την φυσικών τόνων φωτογραφία του λατινοθρεμμένου Adriano Goldman και τη βρετανική λεπτότητα στην ανάπτυξη των σεναριακών γραμμών. Πέρα από το τι θα ήθελε να δει ο ένας ή ο άλλος από το συγκεκριμένο έργο (αυτό συμβαίνει σε όλα τα λαοφιλή έργα), το ψυχρό αίσθημα της επιφάνειας και η φλόγα του αδιόρατου εκφράζονται θαυμάσια και κανείς δεν θα μείνει δυσαρεστημένος με το πέρας της θέασης.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 9/11/2011

Κοντεύουν να γίνουν τριάντα οι μεταφορές του διάσημου βιβλίου της Σαρλότ Μπροντέ από τον βωβό κινηματογράφο μέχρι σήμερα και από τη μεγάλη οθόνη ως τη μικρή.

Τελευταία ήταν εκείνη με την Σαρλότ Γκέινσμπουργκ και τον Γουίλιαμ Χαρτ – κομματάκι άνευροι και οι δυο ή αν θέλετε, εσωστρεφείς. Στη παρούσα περίπτωση τονίζεται παραπάνω η πλευρά του τσαγανού της Τζέιν που αποδίδει πειστικά η Μία Βασίκοβσκα (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων), κατάλληλα φτιαγμένη ώστε να βγαίνει εμφανισιακά αδιάφορη, ενώ από μεριάς του Μίκαελ Φασμπέντερ έχουμε μια ηρωική πάλη ανάμεσα στην απόγνωση και τον θυμό – βγαίνει κάπως λιονταρίσιος, αντισταθμίζοντας την ακατάλληλη για το ρόλο φυσική ομορφιά του – ενώ είναι λίγο παράταιρο να τον αποκαλεί η Τζέιν «όχι όμορφο», παρά τα γένια που προστέθηκαν. Εν πάση περιπτώσει, και οι δυο εκφράζουν καλά τη γκάμα των συναισθημάτων, ιδιαίτερα τον αμοιβαίο πόθο τους που σκαλώνει στις ταξικές διαφορές και τα ταμπού, πέρα από τον επιπλέον σκόπελο.

Όσο για τη ρομαντική-γοτθική ατμόσφαιρα, θα έλεγα ότι μόνο την εποχή του ασπρόμαυρου μπορούσε να αποδοθεί, με εκείνες τις σκηνοθετικές-εξπρεσιονιστικές υπερβολές και εκείνη τη φορτισμένη μουσική επένδυση, όπως συνέβη το 1943 με την μεταφορά του Ρόμπερτ Στίβενσον και με πρωταγωνιστές τον Όρσον Γουέλς και την Τζόαν Φοντέιν. Στο παλιό αυτό φιλμ έχεις την αίσθηση ότι παρακολούθησες ένα ολόκληρο ερωτικό έπος, στις νέες μεταφορές ότι είδες μια νουβέλα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *