Για τον 10χρονο Τζακ, το να έχεις μια οικογένεια είναι το παν. Μια ημέρα, όμως, η μητέρα του εξαφανίζεται. Μαζί με τον νεότερο του αδελφό, τον 6χρονο Μανουέλ, ξεκινούν ένα μακρύ κι επικίνδυνο ταξίδι να τη βρουν, ένα ταξίδι που διδάσκει από τόσο νωρίς την υπευθυνότητα.

Σκηνοθεσία:

Edward Berger

Κύριοι Ρόλοι:

Ivo Pietzcker … Jack

Georg Arms … Manuel

Luise Heyer … Sanna

Nele Mueller-Stofen … Becki

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Edward Berger, Nele Mueller-Stofen

Παραγωγή: Jan Kruger, Rene Romert

Μουσική: Christoph Kaiser, Julian Maas

Φωτογραφία: Jens Harant

Μοντάζ: Janina Herhoffer

Σκηνικά: Christiane Rothe

Κοστούμια: Esther Walz

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Jack

Ελληνικός Τίτλος: Jack

Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Τζακ [φεστιβάλ]

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
  • Αργυρό βραβείο καλύτερης ταινίας στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και σενάριο.

Παραλειπόμενα

  • Αμφότεροι οι δύο μικροί πρωταγωνιστές κάνουν ντεμπούτο στον κινηματογράφο.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 7/1/2015

Μια ιστορία σκληρής πρώιμης ενηλικίωσης αναλαμβάνει να παρουσιάσει ο ως επί το πλείστον τηλεοπτικός σκηνοθέτης Έντβαρντ Μπέργκερ, δημιουργώντας ένα φεστιβαλικό κοινωνικό δράμα, στα χνάρια γνωστών ταινιών του είδους. Κεντρικό πρόσωπο, και μοναδική οπτική γωνία του φιλμ, είναι ο Τζακ (ανέλπιστη η ερμηνεία του μικρού Ίβο Πίτσκερ, για πρώτη φορά στην οθόνη), ένα δεκάχρονο παιδί που αναγκάζεται να βιώσει με τον χειρότερο τρόπο την απόλυτη ανεπάρκεια της μητέρας του, μιας απίθανης προσωπικότητας η οποία αισθάνεται τα παιδιά της περισσότερο ως αντικείμενα με τα οποία ενίοτε θα περνά τον χρόνο της. Η απουσία της στο μικρό διαμέρισμα θεωρείται κάτι δεδομένο παρά εξαίρεση, καθώς ο αγέλαστος πρωταγωνιστής προσπαθεί μόνος να τα φέρει βόλτα, αλλά και να φροντίσει παράλληλα τον μικρότερο ετεροθαλή αδερφό του, Μάνουελ (Γκέοργκ Αρμς). Μοιραία, η ανατροπή αυτής της εύθραυστης κι αφύσικης ισορροπίας θα οδηγήσει σε ένα ταξίδι αναζήτησης δυο απαρνημένων και ξεχασμένων παιδιών που καλούνται να επεξεργαστούν συνθήκες πολύπλοκες, αλλά και να αποφασίσουν αν τελικά μπορούν να δείξουν εμπιστοσύνη σε μια ανήμπορη μονογονεϊκή οικογένεια, παρότι τα γεγονότα διαρκώς αποδεικνύουν το αντίθετο.

Η σκηνοθεσία ευθύς εξαρχής επιβεβαιώνει τις εμπνεύσεις και τις αναφορές της. Κινούμενο στα πρότυπα περισσότερο των αδελφών Νταρντέν και λιγότερο ίσως στον Κεν Λόουτς, αποφασίζει να αγγίξει το κοινό κυρίως με το αργό τέμπο, την αρτ-χάουζ ρεαλιστικότητα των σκηνών, αλλά με νεκρά φιλμικά σημεία, όταν η διαρκώς τρεμάμενη κάμερα (αυστηρά στον ωμό και πάντοτε στο ύψος των ματιών του μικρού πρωταγωνιστή) μοιάζει να ξεχνιέται, κοιτάζοντας τα άδεια πρόσωπα των χαρακτήρων, ίσως στην προσπάθειά τους να αποδεχτούν την ισοπεδωμένη καθημερινότητά τους. Λουσμένο από ένα καλοκαιρινό, άλλα ανελέητο φως, το Βερολίνο μοιάζει πιο αφιλόξενο κι αδιάφορο από ποτέ, καθώς οτιδήποτε συμβαίνει δεν αιτιολογείται πλήρως. Εμείς γνωρίζουμε μόνο ό,τι γνωρίζει ο Τζακ. Με την επιλογή αυτή μπορεί η ταινία να κερδίζει σε συναισθηματική ταύτιση, αλλά δυστυχώς υπολείπεται σε ανάπτυξη των χαρακτήρων, πράγμα που τελικώς βαραίνει πάνω στην ίδια την εξέλιξή της. Το σενάριο δείχνει να βασίζεται περισσότερο στην τυχαιότητα του συμβάντος, παρά στους βαθύτερους κοινωνικούς λόγους που κατέληξαν σε αυτό. Το αποτέλεσμα γρήγορα οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες, επεισοδιακές σκηνές χωρίς περισσότερο στοχασμό, με ένα σετ που τελικά φαντάζει «υπερπροστατευτικό» απέναντι στα δυο παιδιά, καθώς καταφέρνεις μεν να νιώσεις ανησυχία για αυτά, χωρίς όμως σχεδόν ποτέ να τρέμεις για την επιβίωσή τους. Η κορύφωση, ωστόσο, παρότι δεν προσφέρει κάποια έκπληξη (δεν φαίνεται να το αποζήτα έτσι κι αλλιώς), είναι σαφώς πιο καθορισμένη, ουσιαστική και τελικώς αποδοτική από οτιδήποτε αφέθηκε να εννοηθεί σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια, προσδίδοντας στο εγχείρημα τον απαραίτητο λυρισμό που φωλιάζει μέσα στο προφανές, αλλά και ταυτόχρονα τονίζοντας τον όχι μονό σωματικό, αλλά και βαθιά συναισθηματικό γολγοθά που δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να υφίσταται ένα τόσο μικρό παιδί.

Σίγουρα, το βασικό ατού της ταινίας είναι οι στέρεες ερμηνείες των μικρών πρωταγωνιστών, αλλά και η ξεκάθαρη χημεία μεταξύ τους, φέρνοντας τελικά αποτέλεσμα τα παρατεταμένα (48 ημερών) γυρίσματα. Το πρόβλημα πάντως παραμένει η μονοδιάστατη αφήγηση (κάτι που δεν συμβαίνει για παράδειγμα στο υπέροχο «Ροζέτα» των βέλγων δημιουργών), η αίσθηση ότι κάποια στιγμή το φιλμ μοιάζει να αυτοϊκανοποιείται από τη δυστυχία που προσφέρει στους πρωταγωνιστές του, αλλά και οι άτονες εμπνεύσεις που φέρνουν εύκολα στον νου ταινίες παρόμοιας θεματολογίας, οι οποίες όμως πραγματεύονται τα νοήματά τους με λιγότερα συμβατικό τρόπο (όπως το κυνικό «Η Αδελφή μου» της Ούρσουλα Μάιερ). Πέρα από αυτά, όμως, το «Τζακ» καταφέρνει να έχει τον συναισθηματικό αντίκτυπο που προσδοκά, αγγίζοντας τα όρια του κοινωνικού ντοκιμαντέρ, τιμώντας παράλληλα το κινηματογραφικό, μη εμπορικό του είδος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *