
Ο Γκάρι Ζίμερ είναι ένας φιλόδοξος άντρας που οργανώνει τη στρατηγική επικοινωνίας για το στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Στα κεντρικά του αμερικανικού φιλελεύθερου κόμματος αντιλαμβάνονται ότι οι θέσεις τους βρίσκουν αντίκρισμα μόνο στην αστική ιντελιγκέντσια και στη λεγόμενη ελίτ. Προσπαθούν επομένως να απευθυνθούν στον απλό επαρχιώτη και στον καθημερινό άνθρωπο του μόχθου. Ο Ζίμερ τότε θα ανακαλύψει έναν εκκολαπτόμενο λαϊκό ήρωα, στο πρόσωπο ενός απολιτίκ πρώην πεζοναύτη, τον Τζακ Χάστινγκς, τον οποίον θα αναλάβει να στρατολογήσει ώστε να κατέβει υποψήφιος στις εκλογές και να «πιάσει» επικοινωνιακά τα λαϊκά στρώματα εκ των έσω. Στο επιτελείο του φιλόδοξου πρωταγωνιστή θα βρεθεί η κόρη του αγνού επαρχιώτη ήρωα, και πολλοί εθελοντές που νοιάζονται για το μέλλον της μικρής κοινότητας. Στην πορεία, βέβαια, όλα θα κυλήσουν απρόβλεπτα και οι εκπλήξεις θα είναι πολύ περισσότερες από ένα εκλογικό αποτέλεσμα.
Σκηνοθεσία:
Jon Stewart
Κύριοι Ρόλοι:
Steve Carell … Gary Zimmer
Rose Byrne … Faith Brewster
Chris Cooper … συνταγματάρχης Jack Hastings
Mackenzie Davis … Diana Hastings
Topher Grace … Kurt Farlander
Natasha Lyonne … Tina De Tessant
Will Sasso … Big Mike
C.J. Wilson … Dave Vanelton
Brent Sexton … δήμαρχος Braun
Bruce Altman … Κος Peeler
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jon Stewart
Παραγωγή: Dede Gardner, Jeremy Kleiner, Jon Stewart, Lila Yacoub
Μουσική: Bryce Dessner
Φωτογραφία: Bobby Bukowski
Μοντάζ: Jay Rabinowitz, Mike Selemon
Σκηνικά: Grace Yun
Κοστούμια: Alex Bovaird
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Irresistible
- Ελληνικός Τίτλος: Ακαταμάχητος
Παραλειπόμενα
- Ελαφριά εμπνευσμένο από την εκλογική διαδικασία για το κογκρέσο του 2017, στο έκτο διαμέρισμα της πολιτείας της Τζόρτζια. Η συγκεκριμένη διαδικασία είχε αφήσει ιστορία για το ποσό ρεκόρ που είχε δαπανηθεί από τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ για παρόμοια εκλογή.
- Η Debra Messing είχε κλείσει για το καστ, αλλά δεν υπάρχει στην ταινία.
- Θύμα κι αυτό του κορονοϊού, το φιλμ ανάβαλε την πρεμιέρα του Μαΐου του 2020, για να καταλήξει να κάνει πρεμιέρα ως video-on-demand.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 16/9/2020
Το φιλμ του Jon Stewart θα μπορούσε να είχε την αιχμή ενός Adam McKay, αλλά δυστυχώς οι καλές προθέσεις του δεν αρκούν για σώσουν ένα μάλλον απλοϊκό και ανεπαρκώς δουλεμένο σενάριο. Ένα εγγενές ενδιαφέρον στην όλη σύλληψη σαφώς υπάρχει, αλλά οι τεράστιες δυνατότητες του εκλεκτού καστ μένουν απογοητευτικά ανεκμετάλλευτες.
Αρχικά, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, πρόκειται για πολιτική σάτιρα, και συνεπώς δεν έχει δοθεί βάρος στους χαρακτήρες. Αυτό θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να μην αποτελεί αρνητικό, από τη στιγμή που το ζουμί βρίσκεται σε μια ευρύτερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση και όχι σε κάποια επιμέρους δραματουργία. Όμως, εδώ συναντάμε ουκ ολίγες δραματικές πινελιές που λειτουργούν παράφωνα στο ευρύτερο, υποτίθεται, κωμικό σύνολο. Εντέλει, δεν είμαστε σίγουροι αν πρέπει να μας αφορούν οι ίδιοι οι χαρακτήρες, τους οποίους κατά κανόνα παρακολουθούμε να περιφέρονται χωρίς κάποια εστίαση, ή μόνο τα τεκταινόμενα. Κι αυτό γιατί το φιλμ δεν έχει σαφή προσανατολισμό, μιας που δεν ξέρει τι αληθινά θέλει να είναι. Η τελική ανατροπή ανάγει ξαφνικά το όλο κόνσεπτ σε φάρσα, με στόχο να αποδομήσει οποιονδήποτε συναισθηματισμό σε όσα προηγήθηκαν, μιας που τα πάντα είναι ένα μαθηματικό παιχνίδι εξαπάτησης. Κι αυτό όμως συμβαίνει άνευρα, χωρίς ουσιαστικές εκπλήξεις ή αληθινό ενδιαφέρον.
Ο ταλαντούχος Steve Carell προσπαθεί να εξισορροπήσει το δραματικό με το κωμικό στοιχείο, και ως έναν βαθμό τα καταφέρνει περίφημα. Όμως, το σενάριο πάσχει σε αυτόν ακριβώς τον τομέα, με αποτέλεσμα να «παλεύει» μόνος του, χωρίς να χτίζει σωστή χημεία με τους υπόλοιπους. Η δε ερωτική κόντρα του με τη Rose Byrne μοιάζει επιτηδευμένη και βεβιασμένη.
Εντέλει, αυτό που μένει ως κυρίαρχο νόημα (το οποίο είναι κατά βάση κοινωνικής χροιάς) είναι πως τα σύγχρονα πολιτικά και οικονομικά συστήματα, όντας εντελώς απομακρυσμένα από τον άνθρωπο, τον αποξενώνουν και τον κλείνουν στον εαυτό του. Ακόμα κι αυτό, που κανονικά θα χρειαζόταν μια περισσότερο δραματική προσέγγιση, αποτυπώνεται στο έργο λεκτικά. Όλα τα υπόλοιπα είναι μάλλον αυτονόητα.
Βαθμολογία: