Ταξίδι στην Άγρια Φύση
- Into the Wild
- 2007
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Δανικά
- Βιογραφία, Δραματική, Νεανική, Περιπέτεια, Ταινία Δρόμου
- 21 Φεβρουαρίου 2008
Δεκαετία του 1990. Ο νεαρός ιδεαλιστής Κρίστοφερ ΜακΚαντλς, μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο κι ενώ τον περιμένει μια άνετη ζωή, αποφασίζει ξαφνικά να εγκαταλείψει τα πάντα για την άγρια φύση της Αλάσκας. Περιπλάνηση σε αφιλόξενες περιοχές και συναντήσεις με διάφορους ανθρώπους συνιστούν την παρακαταθήκη του ΜακΚαντλς, που καθοδόν διδάσκεται αξίες τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ξεχάσει.
Σκηνοθεσία:
Sean Penn
Κύριοι Ρόλοι:
Emile Hirsch … Chris McCandless (Alexander Supertramp)
Hal Holbrook … Ron Franz
Kristen Stewart … Tracy Tatro
Marcia Gay Harden … Billie McCandless
William Hurt … Walt McCandless
Jena Malone … Carine McCandless
Catherine Keener … Jan Burres
Vince Vaughn … Wayne Westerberg
Brian H. Dierker … Rainey
Zach Galifianakis … Kevin
Thure Lindhardt … Mads
Merritt Wever … Lori
R.D. Call … Bull
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sean Penn
Παραγωγή: Art Linson, Sean Penn, Bill Pohlad
Μουσική: Michael Brook, Kaki King, Eddie Vedder
Φωτογραφία: Eric Gautier
Μοντάζ: Jay Cassidy
Σκηνικά: Derek R. Hill
Κοστούμια: Mary Claire Hannan
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Into the Wild
- Ελληνικός Τίτλος: Ταξίδι στην Άγρια Φύση
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Into the Wild του Jon Krakauer.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου αντρικού ρόλου (Hal Holbrook) και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα τραγουδιού (Guaranteed). Υποψήφιο για μουσική.
- Βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ της Ρώμης.
Παραλειπόμενα
- Τα κίνητρα του ταξιδιού και οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Christopher Johnson McCandless (1968-1992) δεν θεωρήθηκαν άμεσα εξακριβωμένα. Αυτό που είχε ο Sean Penn στα χέρια του ήταν το βιβλίο που έγραψε ο Jon Krakauer το 1996, ως απόρροια του ενδιαφέροντος του πάνω στο θέμα, μετά από άρθρο του το 1993 για το περιοδικό Outside, για το οποίο όμως είχε χρονικούς περιορισμούς. Το 2007 κυκλοφόρησε και το ντοκιμαντέρ The Call of the Wild, στο όποιο ο Ron Lamothe παρουσιάζει νεότερα στοιχεία για τον McCandless, που αντικρούουν κάποια από τα λεγόμενα του βιβλίου και της ταινίας. Σύμφωνα, πάλι, με την αυτοβιογραφία της Carine McCandless του 2013, ήταν οι γονείς του Christopher και η κακή τους συμπεριφορά η αληθινή αιτία για την απόδραση του. Επιπλέον, αυτές τις αποκαλύψεις τις είχαν κατά νου τόσο ο Krakauer όσο και ο Penn, αλλά η αδελφή του βιογραφούμενου νεαρού, όντας αρκετά μικρή ακόμα, τους είχε ζητήσει εχεμύθεια θέλοντας να προστατεύει την τιμή των γονιών της.
- Ο Sean Penn έκανε υπομονή 10 ετών για να βάλει μπρος την παραγωγή, θέλοντας πρώτα να έχει την απόλυτη έγκριση της οικογένειας του McCandless. Μάλιστα, στα αρχικά του πλάνα υπολόγιζε να προσλάβει τον Leonardo DiCaprio για τον κεντρικό ρόλο, και τον Marlon Brando για αυτόν του Ρον Φραντζ.
- Υποψήφιος για τον πρώτο ρόλο ήταν και ο Shia LaBeouf.
- Για την Τρέισι, πέρασαν από οντισιόν οι Daveigh Chase, Amber Heard και Evan Rachel Wood.
- Τα γυρίσματα δεν έγιναν “μία και έξω”, μια και έπρεπε να πραγματοποιηθούν τέσσερα ταξίδια στην Αλάσκα, ώστε να υπάρχουν πλάνα από τις αντίστοιχες εποχές του χρόνου.
- Η ρέπλικα του αληθινού λεωφορείου που χρησιμοποιεί ο ήρωας ως καταφύγιο έμελλε να γίνει τουριστική ατραξιόν, βρισκόμενη έκτοτε έξω από εστιατόριο στην Αλάσκα. Το αληθινό βρίσκονταν μέχρι και το 2020 σε μια απρόσβατη τοποθεσία, και μεταφέρθηκε για λόγους ασφάλειας. Έχοντας γίνει τόπος “προσκυνήματος”, είχε αποτελέσει το επίκεντρο δύο θανάτων από ατύχημα κατά την πρόσβαση σε αυτό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις άνθρωποι είχαν διασωθεί από βέβαιο κίνδυνο. Πλέον βρίσκεται με ευθύνη του μουσείου της Αλάσκας στο πανεπιστήμιο του Φέρμπανκς.
- Το ρολόι που φοράει ο Emile Hirsch είναι το αληθινό του McCandless, και δόθηκε στον ηθοποιό ως δώρο.
- Μπορεί ο Brian Dierker να έχει εδώ έναν σημαντικό ρόλο στο καστ, δεν είχε όμως πρότερη εμπειρία από κάτι ανάλογο, κι ενώ προσλήφθηκε αρχικά ως οδηγός για τις σκηνές του ράφτινγκ.
- Ο Emile Hirsch χρειάστηκε να χάσει 18 κιλά για τις τελευταίες σκηνές.
- Ό,τι λέει ο Zach Galifianakis είναι αποτέλεσμα δικού του αυτοσχεδιασμού, μια και στο σενάριο δεν είχε γραφτεί καμία ατάκα του.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Eddie Vedder των Pearl Jam έγραψε μια σειρά από τραγούδια ειδικά για την ταινία, από τα οποία το Guaranteed έφτασε ως τις υποψηφιότητες των Grammy. Πρώτο σινγκλ όμως ήταν το Hard Sun, ερμηνευμένο από τους Eddie Vedder και Corin Tucker.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 15/2/2008
Αληθινά, ζώντας μέσα σε αυτό το βρώμικο κατασκεύασμα που ονομάζεται «αστικός πολιτισμός», μη μου πείτε πως δεν πέρασε ποτέ από τη σκέψη σας να τα βροντήξετε όλα και να ξαμοληθείτε στη φύση. Αυτή την οικουμενική ιδέα συνέλαβε και ο Sean Penn πλάθοντας το δικό του ύμνο προς την αναρχική ελευθερία, στην ουσία της όμως, και εκεί που ανήκει… στην άγρια φύση.
Ο Sean Penn, αφού κατάφερε να πείσει σαν ηθοποιός, έμελλε να μας πείσει και σαν σκηνοθέτης. Μετά από τρεις δουλειές, η τελευταία έξι χρόνια πριν, φανέρωνε πολλά προβληματάκια στη διαχείριση του υλικού του και η πρώτη του ταινία, το Ινδιάνος Δρομέας του 1991, ήταν, ως σήμερα, η καλύτερη εξ αυτών. Η συμμετοχές του όμως σε σκηνοθετικές δουλειές των Alejandro Gonzalez Inarritu, Clint Eastwood, Thomas Vinterberg, Woody Allen, Terrence Malick φαίνεται πως ήταν το καλύτερο φροντιστήριο και αποδίδουν καρπούς στο Ταξίδι στην Άγρια Φύση, όπου διαφαίνεται η σφραγίδα ενός καθαρού δημιουργού, ενός ανθρώπου που ελέγχει αυτό που θέλει να προβάλλει. Είναι ένα τελικό προϊόν ατόφια αμερικανικό, όσο ένα γουέστερν, και γνήσια φυσιολατρικό, πλάι στο να εξυμνήσει και τη ζωή των αυτοχθόνων ιθαγενών, ακόμα κι αν δεν αναφέρονται.
Ο τομέας που αριστεύει ο Penn είναι στο να μας κάνει να αισθανθούμε αληθινά το τι θα πει να δραπετεύσεις εκεί έξω. Το να εναρμονίζεσαι με το φυσικό σύμπαν και να ακολουθείς κανόνες δικούς σου, μακριά από τους τετριμμένους που συχνά σου επιβάλλονται. Η ταινία σού κάνει τη χάρη, γιατί περί χάρης πρόκειται, να ονειρευτείς τον εαυτό σου στα χνάρια του ήρωα και να αμφισβητήσεις τις μέχρι σήμερα επιλογές σου. Ένα αναρχικό όνειρο, μακριά από την αναρχία που θέλουν να μας διδάξουν, και ένας αντικομφορμισμός που αρμόζει μονάχα σε υψηλή ευφυΐα. Καθόλου τυχαία, ο ήρωας είναι ένα μορφωμένο και υπερβολικά έξυπνο άτομο, που έχει μετατρέψει την κακή ενέργεια του παρελθόντος σε γνώση και σωστή νοοτροπία.
Για πρωταγωνιστή επέλεξε ένα νεανικό πρόσωπο, τον Emile Hirsch, ο οποίος, χωρίς να πιάνει κάποια υψηλά στάνταρ ερμηνείας, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει: φρέσκος. Με πολύ λιγότερα λεπτά εμφάνισης απ’ αυτόν, υπάρχει ένα άξιο επιτελείο ηθοποιών που γεμίζουν με την ουσιαστική παρουσία τους τα πολλά λεπτά διάρκειας. Η Catherine Keener και ο Vince Vaughn κάνουν τα καλύτερα μπασίματα, ενώ ξεχωριστή είναι και η παρουσία του 82χρονου Hal Holbrook.
Πιο συνοπτικά, ο Sean Penn εκτελεί άψογα τον πρωταρχικό του στόχο και αυτός δεν είναι άλλος από το να σε κάνει να πιάσεις το κεντρικό μήνυμα. Σαν γνήσιος αμερικανός σκηνοθέτης αγαπάει τους ήρωες του, πλατειάζει τα κάδρα του και εκμεταλλεύεται πλήρως το τεχνικό του επιτελείο. Σαν άπειρος όμως ακόμα σε αυτό τον τομέα υποπίπτει σε δύο λάθη, που το ένα εξ αυτών είναι και βασικό. Ο χαρακτήρας του κεντρικού του ήρωα δεν δείχνει να μεταβάλλεται μέσα από τις περιπέτειες του, χάνοντας τη μαγεία μιας οδύσσειας και δίνοντας του έναν υπεροπτικό τόνο. Επίσης, ενώ είναι σεβαστό πως η ιστορία βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα (γραμμένα από τον Jon Krakauer), μας δίνει ένα φινάλε που αμφισβητεί, εν μέρει, το κεντρικό νόημα. Βρήκαμε κάπως επιτηδευμένη την τελική «βουτιά», ακριβώς γιατί θαυμάζαμε την απλότητα του σεναρίου για πάνω από δύο ώρες. Μην περιμένετε ανάπτυξη αφήγησης που δικαιολογεί άμεσα αυτή τη μεγάλη διάρκεια, αλλά ακόμη και το πιο μικρό εργάζεται για να σας κάνει να πράξετε κάτι που η σύγχρονη αστική κοινωνία σάς αποτρέπει να πράξετε: να ονειρευτείτε…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 20/2/2008
Η καλύτερη ταινία της χρονιάς! Έτσι απλά. Με δυο λόγια ένας ανήσυχος και ιδεαλιστής νέος μιας εύπορης οικογένειας μόλις παίρνει το πτυχίο του αποφασίζει να φύγει μακριά από την καθημερινότητα και να ζήσει μόνος σε απόλυτη επαφή με τη φύση. Ακόμα και έτσι η ταινία φαίνεται ελκυστική… και ίσως έτσι να την εκλάβουν πολλοί. Όμως δεν είναι έτσι. Δεν είναι απλά ελκυστική, μια ευχάριστη ταινία στην οποία απορείς με το θάρρος και τα κατορθώματα του πρωταγωνιστή αλλά το πνεύμα και η ζωντάνια της χάνονται όταν ανάψουν τα Φώτα και βγεις από την αίθουσα. Αν γίνει πάντως αυτό, η ταινία δεν απευθύνεται σε σένα, δυστυχώς…
Το έργο είναι ένας χείμαρρος, ένα ηλιοβασίλεμα μέσα στην τρικυμία, ένας τυφώνας. Σε παρασέρνει μέσα στη δίνη των συναισθημάτων, της αλήθειας, της ομορφιάς, της αγάπης, της νοσταλγίας, της απόγνωσης και της τελικής δικαίωσης. Ξεπερνά οποιαδήποτε μορφή στυλιζαρισμένης αφήγησης και δήθεν βαθύτατων διαλογισμών και φιλοσοφιών. Δεν σου ζητάει να δεις ούτε βέβαια να κρίνεις, δεν μπορώ άλλο κριτές -επικριτές -δικαστές. Σου ζητά, απλά διακριτικά και τόσο γλυκά, να πιστέψεις… Η ταινία λέει απλά αλήθειες, όσο δύσκολες και αν είναι να τις δεχτούμε. Χωρίς να στρέφει το δάχτυλο ευθέως σε κανέναν και τίποτα θέλεις να απολογηθείς στο τέλος, καταλαβαίνοντας παράλληλα ότι η πραγματική ζωή, η πραγματική αγάπη, η αλήθεια, είναι εκεί, ένα βήμα μακριά από σένα. Τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά…
Είναι τόσο μικρά και λίγα τα λόγια μου μπροστά στο μεγαλείο αυτής της ταινίας. Η πραγματική ιστορία του Κρίστοφερ ΜακΚαντλς αποτυπώνεται με απόλυτη πίστη και ευαισθησία από τον Sean Penn (σκηνοθεσία) που αποδεικνύει περίτρανα ότι πρόκειται για τον πιο προικισμένο ηθοποιό-σκηνοθέτη της γενιάς του και ερμηνεύεται με απόλυτη και αφοπλιστική απλότητα από τον Emile Hirsch. Εκπληκτικό το υπόλοιπο καστ, από τον αυταρχικό πατέρα (William Hurt), την πονεμένη γυναίκα του ζευγαριού των μεσηλίκων χίπις (Catherine Keener), τον λαϊκό αγρότη του νότου (Vince Vaughn) μέχρι τη δεκαεξάχρονη κοπέλα που ερωτεύεται τον πρωταγωνιστή (Kristen Stewart, σπαρακτικό το βλέμμα της στη σκηνή του αποχωρισμού) και καλύτερο όλων τον μοναχικό γέρο της έρημου (Hal Holbrook, ερμηνεία σπάνιας ευαισθησίας αγγίζει την καρδιά). Όλοι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι έρχονται σαν σκιές και φεύγουν το ίδιο αθόρυβα όπως ήρθαν αφήνοντας όμως τόσο πολλά πίσω τους έτσι που στο τέλος, το αναπόφευκτο, το λυτρωτικό τέλος, την απόλυτη λάμψη της ψυχής, τους βλέπεις πάλι εκεί γιατί τελικά τίποτα δεν είναι πια το ίδιο…
Η ευτυχία είναι πραγματική μόνο όταν την μοιράζεσαι… λέει σε μια από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας ο πρωταγωνιστής βλέποντας τον σκληρό ήλιο της Αλάσκας να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα . Εγώ ένοιωσα πραγματικά ευτυχισμένος όταν είδα αυτήν την κατάθεση ψυχής. Και θέλω να τη μοιραστώ!
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 3/6/2011
Όταν βλέπω μια αληθινά καλή ταινία, μια ταινία που αποτελεί μια ξεχωριστή και πραγματικά αξέχαστη εμπειρία, μια ταινία από αυτές που με σιγουριά μπορώ να χαρακτηρίσω αγαπημένες μου, τότε αυτή με στοιχειώνει μετά το τέλος της, δεν μου επιτρέπει να σκεφτώ τίποτα άλλο πέρα από αυτήν και με επηρεάζει ψυχολογικά πάρα πολύ έντονα. Καμία όμως μέχρι τώρα δεν με έχει επηρεάσει τόσο πολύ όσο το Ταξίδι στην Άγρια Φύση!
Αυτό οφείλεται στο ότι, ειλικρινά, ποτέ ξανά δεν έχω ταυτιστεί τόσο πολύ με κάποιον ήρωα όσο με τον μοναδικό Alexander Supertramp. Ο Σον Πεν με έκανε να νιώθω ό,τι νιώθει ο πρωταγωνιστής του, να θέλω ό,τι θέλει, να είμαι αυτός! Κάθε συναίσθημά του πίστευα κατά τη θέαση του έργου πως ήταν και δικό μου. Χάρηκα, θύμωσα, λυπήθηκα, ενθουσιάστηκα, απόλαυσα, φοβήθηκα, απογοητεύτηκα, αγάπησα και ερωτεύτηκα! Αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί και η μεγάλη διάρκεια (δυόμισι ώρες!), να σε φέρει δηλαδή όσο το δυνατόν πιο κοντά με τον ήρωα και τα συναισθήματά του.
Θα περίμενε πιθανά κανείς τη σκηνοθεσία να μοιάζει σχετικά ερασιτεχνική, αφού ο Σον Πεν δεν έχει και ιδιαίτερα μεγάλη σκηνοθετική εμπειρία. Προσωπικά, τη βρήκα αριστουργηματική! Πέρα από το ότι ο Πεν σε κάνει να ζεις αυτό που βλέπεις, δίνει έμφαση στην ακαταμάχητη ομορφιά της φύσης, που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα -όμως κανένα!- άλλο μέσο οπτικού εντυπωσιασμού. Η μαγεία (γιατί περί μαγείας πρόκειται) της φύσης είναι απερίγραπτα δυνατή από μόνη της και στον κινηματογράφο μπορεί να κάνει απολαυστική μέχρι και την πιο άθλια ταινία. Αρκεί ο σκηνοθέτης να ξέρει πώς να την παρουσιάσει. Εκεί βρίσκεται και η συγκεκριμένη μεγάλη μαγκιά του Σον Πεν. Στο γεγονός ότι προβάλλει τη συναρπαστική δύναμη της φυσικής ομορφιάς σε όλο της το μεγαλείο!
Μόνο που η φύση ενίοτε γίνεται επικίνδυνη και τρομακτική. Ούτε αυτή η πλευρά της λείπει από την ταινία και μάλιστα παριστάνεται εξίσου αποτελεσματικά. Η μαγεία μετατρέπεται σε απειλή και η απόλαυση σε παραλυτικό φόβο. Η αίσθηση του -θανάσιμου- φυσικού κινδύνου έρχεται ως σοκ στα μάτια του εκατό τοις εκατό ταυτισμένου με τον πρωταγωνιστή θεατή, του οποίου ο συνήθως αναπαυτικός καναπές μοιάζει πια άβολος και ο κόμπος που νιώθει στο στομάχι του τον πανικοβάλει.
Αξίζει να σημειωθούν τα δύο κατά τη γνώμη μου δυνατότερα σημεία του φιλμ. Πρώτον, οι σκηνές της Κρίστεν Στιούαρτ. Ό,τι δεν κατάφεραν οι τρεις μέχρι στιγμής ταινίες της σειράς Twilight, το καταφέρνει ο Σον Πεν μέσα σε δέκα μόνο λεπτά! Αισθάνεσαι κεραυνοβόλα ερωτευμένος με τη νεαρή ηθοποιό, για τον πολύ απλό λόγο ότι το συναίσθημα του έρωτα κυριαρχεί δυναμικά στις εν λόγω σκηνές, και φυσικά όχι επιφανειακά, όπως συμβαίνει όταν ένας δημιουργός παρασύρεται στον επίπεδο ψευτορομαντισμό των εμπορικών όρων, αλλά σε βάθος ικανό να «ξεθάψει» την πιο ευαίσθητη πλευρά του εαυτού σου. Η περιορισμένης διάρκειας ερμηνεία της πανέμορφης Στιούαρτ είναι συνταρακτική και η χημεία της με τον Έμιλ Χιρς τόσο ζωντανή που μιλάει απευθείας στην καρδιά!
Δεύτερον, το τέλος της ταινίας. Άριστα σκηνοθετημένο, σοκάρει, δεν κάνει χάρες και σίγουρα δεν μπορεί να σβηστεί εύκολα από τη μνήμη. Τέλος, θα ήταν άδικο να μη γίνει λόγος για το εξαίρετο σάουντρακ της ταινίας από τον Έντι Βέντερ, με το εκπληκτικό Guaranteed να ακούγεται τακτικά μέσα στο έργο, για τους υπόλοιπους ηθοποιούς όπως τους Χαλ Χόλμπρουκ, Γουίλιαμ Χαρτ και Κάθριν Κίνερ να δίνουν συγκινητικές ερμηνείες και φυσικά για το γεγονός ότι το αριστούργημα του Σον Πεν αποτελεί αληθινή ιστορία!
Συνοπτικά, η συγκλονιστική μαγεία της φύσης σε κάνει να χάνεις την αίσθηση του χρόνου και να χάνεσαι και ο ίδιος στην ομορφιά των εικόνων που πλαισιώνουν το εκπληκτικό καστ, η απειλή του κινδύνου, παράλληλα, σε τρομάζει, τα απολαυστικά τραγούδια του Έντι Βέντερ συνοδεύουν γοητευτικά μεγάλο μέρος του φιλμ, το τέλος σε στοιχειώνει και η άριστη σκηνοθεσία του Σον Πεν σε παραλύει καθώς έχεις την εντύπωση πως όσα βλέπεις τα ζεις. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια αλησμόνητη, συναρπαστική ταινία-εμπειρία, την οποία μάλλον θα εκτιμήσει ιδίως το ανδρικό κοινό και προσωπικά αισθάνομαι συναισθηματικά δεμένος μαζί της, γιατί με άγγιξε βαθιά, πολύ βαθιά…
Βαθμολογία: