Για να βρει εκ νέου τον εαυτό της έπειτα από τραγικό συμβάν, η Δάφνη, μια πρώην τραγουδίστρια της όπερας, επιστρέφει στη γενέτειρα της, την Πάτμο. Στο ίδιο νησί έχει διαφύγει ο Θίοντρικ, ένας ιερέας προτεστάντης που αναζητά σπάνια χειρόγραφα σε μοναστήρι. Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος που έχει βρεθεί στο νησί της Αποκάλυψης, ο ισπανός Εστέμπαν που αποστολή του είναι να παραλάβει αντικείμενα της μητέρας του από γυναικεία μονή. Οι δύο άντρες θα γνωρίσουν τη Δάφνη, και θα τη διεκδικήσουν ερωτικά.

Σκηνοθεσία:

Angela Ismailos

Κύριοι Ρόλοι:

Angela Ismailos … Δάφνη

Shaun Benson … Theodrick

Erich Wildpret … Esteban

Sarah Miles … Josephine

Bernard Hill … Richard

Γιάννης Βόγλης … ηγούμενος Ιγνάτιος

Ρούλα Πατεράκη … αδελφή Αικατερίνη

Δημήτρης Λιγνάδης … Παύλος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Angela Ismailos

Παραγωγή: Angela Ismailos, Pierre Rissient, John Sloss

Μουσική: Jan A.P. Kaczmarek

Φωτογραφία: Σίμος Σαρκετζής

Μοντάζ: John D. Allen, Πάνος Βουτσαράς

Σκηνικά: Δημήτρης Κατσίκης

Κοστούμια: Εύα Νάθενα

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Interlude City of a Dead Woman

Ελληνικός Τίτλος: Η Πόλη της Σιωπής

Παραλειπόμενα

  • Αυτή έμελλε να είναι η έσχατη ταινία του Γιάννη Βόγλη.
  • Πρώτη ταινία μυθοπλασίας για την Angela Ismailos, μετά το ντοκιμαντέρ Great Directors.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 26/3/2017

Η Δάφνη, μια πρώην τραγουδίστρια της όπερας, μένει στην Πάτμο όπου έχει αποσυρθεί από το να ζει, και στοχάζεται, πάσχοντας από μια θανάσιμη ασθένεια κι έχοντας για βάρος ένα τραυματικό παρελθόν για το οποίο δεν θέλει να συζητά. Σε αυτή τη φάση της ζωής της της συμπαραστέκεται ένα ηλικιωμένο ζεύγος Βρετανών, ο Richard και η Josephine, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και βλέπουν τη Δάφνη σαν κόρη τους, μια και οι ίδιοι δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά. Η ίδια θα γνωριστεί και με έναν ιερέα ονόματι Theodrick που γράφει ένα βιβλίο για την Αποκάλυψη του Ιωάννη, και τον Esteban, έναν ταυρομάχο που προσπαθεί να εντοπίσει τα ίχνη της νεκρής πλέον μητέρας του που μόνασε στο νησί λίγο μετά από τον θάνατο του πατέρα του.

Από τη δημιουργό του ντοκιμαντέρ «Great Directors» έρχεται αυτό το ντεμπούτο στη μυθοπλασία (ένα πολύ προσωπικό στοίχημα αν ληφθεί υπόψιν πως η Ismailos πρωταγωνιστεί, σκηνοθετεί και βάζει την υπογραφή της στην παραγωγή και το σενάριο), ένα αργό στους ρυθμούς του δράμα χαρακτήρων που ολοκληρώνει σιγά σιγά ένα παζλ μυστικών των ψυχισμών των ηρώων και πορειών που τελικά συνδέονται μεταξύ τους. Η ταινία είναι κινηματογραφημένη προσεγμένα (όμορφη η δουλειά σε αυτό τον τομέα του Σίμου Σαρκετζή της «Μικράς Αγγλίας») και καταφέρνει να μην πέσει στην παγίδα του φολκλορισμού και του στοιχείου της τουριστικής προώθησης που κρύβεται πίσω από την επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας, κατορθώνοντας όμως ταυτόχρονα να αξιοποιήσει το φυσικό σκηνικό με κάποιες όμορφες εξωτερικές λήψεις (αν και η πλειοψηφία του φιλμ είναι γυρισμένη σε εσωτερικούς χώρους, μην εκμεταλλεύοντας στο έπακρο αυτό το ατού). Η σταδιακή αποκάλυψη περαιτέρω πληροφοριών για τους χαρακτήρες γίνεται με τον σωστό ρυθμό, ώστε να διατηρείται το ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια της θέασης.

Δυστυχώς, όμως, τα προβλήματα στο «Η Πόλη της Σιωπής» είναι πολλά για να αγνοηθούν. Το βασικότερο από αυτά είναι οι διάλογοι, που είναι γραμμένοι με τρόπο τέτοιο ώστε ακόμη και ο Michael Caine να τους ξεστόμιζε θα αδυνατούσε να τους κάνει να φαίνονται φυσικοί. Είτε οι ήρωες εξομολογούνται προσωπικά μυστικά τους που τους στοιχειώνουν, είτε αφηγούνται όνειρα που είχαν στον ύπνο τους, είτε μιλούν γύρω από ένα τραπέζι σχετικά με τις επαγγελματικές τους ιδιότητες, είτε ανοίγουν μια φιλοσοφική συζήτηση γύρω από τον Θεό, το φρασεολόγιο που χρησιμοποιείται είναι τόσο πομπώδες και προσποιητό και το ύφος τόσο μακριά από έναν καθημερινό τρόπο ομιλίας που τελικά η κατάληξη είναι να αποξενώνεται και να αποστασιοποιείται ο θεατής από τα δρώμενα και τους χαρακτήρες, με την έλλειψη φυσικότητας που κυριαρχεί να αποβαίνει καταλυτική για το τελικό αποτέλεσμα που στερείται αυθεντικότητας και φαντάζει υπερβολικά στημένο για να επενδύσει κάποιος ένα πραγματικό ενδιαφέρον στο πώς θα αναπτυχθεί η ιστορία και πού θα καταλήξει. Το πιο προφανές παράδειγμα που έρχεται στο μυαλό είναι μια ανατροπή κοντά στο φινάλε, η οποία κυριολεκτικά μοιάζει με σκέψη της τελευταίας στιγμής για να αιφνιδιάσει τον ανυποψίαστο θεατή (αν κι από τη στιγμή που ξεκινάει ο διάλογος που οδηγεί στην αποκάλυψη αυτή, μπορεί κάποιος να «μυριστεί» πού κατευθύνεται η υπόθεση) και τερματίζει μάλιστα με άδοξο τρόπο την ιστορία του Esteban, η οποία μένει μετέωρη και δεν φαίνεται να καταλήγει κάπου. Αυτό, άλλωστε, η ανυπαρξία κάποιας κατάληξης για τις επί μέρους ιστορίες πέραν αυτή της Δάφνης που αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα του φιλμ, είναι άλλο ένα πρόβλημα από το οποίο πάσχει το πόνημα της Ismailos, ίσως κι επειδή κατά βάθος το σενάριο δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για αυτούς. Μέχρι και οι ερμηνείες είναι άνισες, με το επίπεδο να διακυμαίνεται από το αξιόλογο, στην περίπτωση για παράδειγμα του έμπειρου καρατερίστα Bernard Hill που είναι άγνωστο πώς βρέθηκε σε μια τόσο μικρού βεληνεκούς παραγωγή, ως το κακό, ειδικά όσον αφορά τον Shaun Benson που είναι τουλάχιστον υποτονικός στον ρόλο του ιερέα. Εν κατακλείδι, μια ταινία που επιθυμεί πολλά, αλλά πραγματοποιεί λίγα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *