Η Έλεν θα βρεθεί στο προσκήνιο της υπερηρωικής οικογένειας, αφήνοντας τον Μπομπ στο σπίτι με τη Βάιλετ και τον Ντας, για να οδηγήσει αυτή την καθημερινότητα ενός ήρωα. Μια δύσκολη μετάβαση αυτή για όλους, η οποία γίνεται δυσκολότερη από το γεγονός ότι η οικογένεια δεν γνωρίζει ακόμα τις υπερ-ικανότητες του μωρού Τζακ-Τζακ. Όταν ένας νέος κακός βάζει μπρος το δαιμονικό του σχέδιο, η οικογένεια και ο Φρόζον πρέπει να βρουν έναν τρόπο να εργαστούν μαζί και πάλι. Κάτι εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις, ακόμα κι αν είναι όλοι απίθανοι.

Σκηνοθεσία:

Brad Bird

Κύριοι Ρόλοι:

Craig T. Nelson … Bob Parr/Mr. Incredible (φωνή)

Holly Hunter … Helen Parr/Elastigirl (φωνή)

Sarah Vowell … Violet Parr (φωνή)

Huck Milner … Dashiell ‘Dash’ Parr (φωνή)

Eli Fucile … Jack-Jack Parr (φωνή)

Samuel L. Jackson … Lucius Best/Frozone (φωνή)

Bob Odenkirk … Winston Deavor (φωνή)

Catherine Keener … Evelyn Deavor (φωνή)

Brad Bird … Edna ‘E’ Mode (φωνή)

Jonathan Banks … Rick Dicker (φωνή)

Isabella Rossellini … η πρέσβειρα (φωνή)

John Ratzenberger … Underminer (φωνή)

Barry Bostwick … ο δήμαρχος (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Brad Bird

Παραγωγή: Nicole Paradis Grindle, John Walker

Μουσική: Michael Giacchino

Μοντάζ: Stephen Schaffer

Σκηνικά: Ralph Eggleston

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Incredibles 2
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Απίθανοι 2
  • Εναλλακτικός Τίτλος: The Incredibles 2 [ανεπίσημος]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.

Παραλειπόμενα

  • Τεχνική: Computer-animated (ψηφιακό)
  • Ο βασικός λόγος που άργησε τόσο πολύ το σίκουελ της επιτυχίας του 2004, είναι ότι ο Brad Bird είχε δηλώσει ότι θα το έκανε μονάχα αν έβρισκε μια ιστορία εξίσου καλή ή ακόμα καλύτερη από εκείνης. Εντέλει, αυτό ανακοινώθηκε από τον ίδιο και την Disney τον Απρίλη του 2014 και είναι η 20ή της Pixar.
  • Η ταινία έφτασε σε κέρδη τα 1 δις, 240 εκατομμύρια δολάρια (με μπάτζετ 200), κι έγινε η δεύτερη πλέον επικερδής ταινία κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών.
  • Η ταινία βγήκε και τρισδιάστατη.
  • Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Θανάσης Κουρλαμπάς (Κος Απίθανος), Σοφία Παναηλίδου (Ελαστίνα), Γιάννης Χασιώτης (Ντας), Νικίτα Γεωρβασάκη Ηλιοπούλου (Βιολέτα), Νέστορας Κοψιδάς (Ψύχτρας), Νίκος Παπαδόπουλος (Γουίνστον Ντέβορ), Γιώτα Μηλίτση (Έβελιν Ντέβορ), Ηλίας Ζερβός (Έντνα/ο δήμαρχος), Χρήστος Θάνος (Σκρινσλέιβερ/πιτσαδόρος/ντετέκτιβ), Ντίνος Σούτης (Ρικ Ντίκερ/Κρασχάουερ), Γιώργος Ματαράγκας (Τόνι), Στεφανία Φιλιάδη (Βόιντ), Τηλέμαχος Κρεβάικας (Τσαντ Μπρέντλεϊ), Κώστας Φιλίππογλου (Ηλέκτριξ/ντετέκτιβ), Γιάννης Στεφόπουλος (Υπονομευτής/Ρίφλαξ), Λίλα Μουτσοπούλου (πρέσβειρα), Χίλντα Ηλιοπούλου (Σούλα), Στέλιος Ψαρουδάκης (Κίκτορ Κάτσετ), Ανδρέας Ευαγγελάτος, Γιάννης Υφαντής, Μαρία Πλακίδη, Ιφιγένεια Στάικου, Ανδρέας Ρήγας, Αργύρης Κανδύλης, Σωτηρία Ρουβόλη. Σκηνοθετική επιμέλεια: Μαρία Πλακίδη. Μετάφραση: Ελένη Κουβοπούλου.

Κριτικός:  Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 12/6/2018

Αν και στην ουσία του δεν πρόκειται για ένα σίκουελ που προσφέρει πολλά καινούρια πράγματα για το σύμπαν που δημιουργήθηκε στην πρώτη ταινία (από την άλλη βέβαια δεν γίνεται κάθε σίκουελ της Pixar να είναι και “Toy Story 3”), το “Απίθανοι 2 δεν φαντάζει ούτε στιγμή αχρείαστο: άκρως «καλολαδωμένο» στους μηχανισμούς του και αναπτύσσοντας περαιτέρω τις δυναμικές μεταξύ των μελών της οικογένειας των ηρώων (αν και η ζυγαριά γέρνει λίγο περισσότερο προς τους γονείς, παρότι τα παιδιά είναι το επίκεντρο του δεύτερου μισού), κατορθώνει να σταθεί επάξια δίπλα στον προκάτοχό του και να επαναλάβει αυτή την επιτυχημένη του ισορροπία μεταξύ ενήλικης και παιδικής φύσεως ψυχαγωγία.

Μετά τις δυο σκηνοθετικές του απόπειρες σε ταινίες που δεν αποτελούσαν animation και οι οποίες παρότι ήταν ουσιαστικά στηριγμένες σε σενάρια που πατούσαν σε ασφαλείς συνταγές διέπονταν από μια αξιοποίηση της κάμερας πάνω από το επίπεδο του διεκπεραιωτικού (“Mission Impossible: Ghost Protocol”, “Tomorrowland”), ο Brad Bird επιστρέφει στο στοιχείο του, με την άρση των περιορισμών που του επιφέρει το μέσο να αποδεικνύεται καταλυτική για μια σειρά από άκρως αποτελεσματικές κι ενίοτε ευφάνταστες σκηνές δράσης και απολαυστικά γκαγκ. Τεχνικά δε, η ανάπτυξη των τεχνικών του σχεδίου φτιαγμένου στον υπολογιστή δεκατέσσερα χρόνια μετά το πρώτο φιλμ οδηγεί σε μια οπτική λεπτομέρεια και αρτιότητα που ξεπερνά το παρθενικό κεφάλαιο των περιπετειών της υπερηρωικής οικογένειας. Πίσω από την ανάλαφρη διασκέδαση κρύβονται και κάποιες εκπλήξεις που δεν είναι απαραιτήτως αναμενόμενες σε μια εμπορική ταινία μεγάλου βεληνεκούς, όπως η άσκηση σκληρής κριτικής στα υπερηρωικά μπλοκμπάστερ και στους ψυχολογικούς μηχανισμούς που χειρίζονται και χάρη στους οποίους έχουν αναδειχθεί η κυρίαρχη μορφή κινηματογραφικής ψυχαγωγίας την τελευταία δεκαετία, τα έμμεσα πολιτικά μηνύματα με την εστίαση αρχικά στην Elastigirl κι αργότερα στους μικρούς της οικογένειας, αλλά και με την αρνητική στάση απέναντι στην περίφημη δεύτερη τροποποίηση της αμερικάνικης διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δίνει το δικαίωμα στην οπλοκατοχή μέσω μιας μικρής υποπλοκής που συνδέεται με το παρελθόν ενός εκ των χαρακτήρων καθώς και μια ιδιαίτερη οπτικά ψυχεδελική σεκάνς που ξαφνιάζει.

Ενώ γενικά πρόκειται για μια επανάληψη της συνταγής που καθιερώθηκε με τους πρώτους “Απίθανους”, το σίκουελ αυτό για λίγο δεν καταφέρνει να είναι απολύτως ισάξιο με τον μεγάλο του «αδερφό», λόγω λεπτομερειών που συγκριτικά το τοποθετούν λίγο παρακάτω. Για παράδειγμα, ο «κακός» της υπόθεσης εδώ δεν έχει τη μοχθηρία και την απολαυστική μεγαλομανία ενός Syndrome, ενώ στρογγυλεύονται αρκετές γωνίες σε σχέση με το απρόσμενο και για αυτό άκρως αποτελεσματικό μαύρο χιούμορ του προηγηθέντος τίτλου της σειράς. Η δουλειά που έχει γίνει στις φωνητικές ερμηνείες είναι για ακόμη μία φορά ιδιαίτερα αξιόλογη, με τον Brad Bird ως η ιδιόρρυθμη και τελειομανής Edna Mode να κλέβει και πάλι την παράσταση, ενώ από τις νέες προσθήκες ξεχωρίζει ο Bob Odenkirk με ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο ηχόχρωμα που «μένει», έστω κι αν ο ήρωας που υποδύεται έχει δευτερεύουσα σημασία για την πλοκή. Ο Michael Giacchino προσφέρει ακόμη ένα αξιόλογο σάουντρακ με τη δική του υπογραφή, με την ίδια ρετρό και παιχνιδιάρικη διάθεση που διέτρεχε την αντίστοιχη δουλειά του στην ταινία που ξεκίνησε την πορεία της η οικογένεια Parr στις καρδιές του κοινού.

Αν και με τη βροχή των σίκουελ που έχουν κυκλοφορήσει από την εταιρεία από το 2010 κι έπειτα υποδηλώνει ένα ελαφρές έλλειμμα νέων ιδεών, των οποίων κάποτε η πληθώρα οδήγησε στην αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του στούντιο στο ψηφιακό κινούμενο σχέδιο κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας που ακόμη και σήμερα, αν κι έχει ανταγωνισμό, είναι μια κορυφή που δεν φαίνεται να απειλείται, με την εξαίρεση των αναλώσιμων συνεχειών του “Cars”, η Pixar εξακολουθεί ακόμη και μέσω αυτής της οδού να παραδίδει ποιοτικά αποτελέσματα, έστω και αν στην πλειοψηφία τους δεν ανταγωνίζονται τις καλύτερες δουλειές της όπως εδώ, έχοντας ταυτόχρονα την άνεση να κυκλοφορήσει μια στο τόσο κι ένα «βαρύ πυροβολικό» όπως το περσινό “Coco”. Είθε να συνεχίσει έτσι.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *