Ο Ντομ Κομπ είναι ένας επιδέξιος ληστής και άσσος στην επικίνδυνη τέχνη της εκμαίευσης: μπορεί να κλέψει πολύτιμα μυστικά από τα βάθη του υποσυνείδητου, τη στιγμή που το θύμα του κοιμάται βαθιά και το πνεύμα του είναι πάρα πολύ ευάλωτο. Η σπάνια ικανότητα του Κομπ τον έχει καταστήσει πολύτιμο παίκτη στην επικίνδυνη σκακιέρα της εταιρικής αντικατασκοπίας, αλλά και διεθνή φυγά, αφαιρώντας του ό,τι έχει αγαπήσει στη ζωή του. Ο Κομπ, όμως, δέχεται μια πρόταση που μπορεί να τον εξιλεώσει. Μια τελευταία δουλειά που μπορεί να του χαρίσει πίσω τη χαμένη του ζωή αρκεί να καταφέρει το αδύνατο: την απαρχή. O Κομπ και η ομάδα του που απαρτίζεται από ειδικούς πρέπει να καταφέρουν το αντίθετο απ’  ό,τι έκαναν ως τώρα. Ο στόχος τους πλέον δεν είναι να κλέψουν μια ιδέα, αλλά να καλλιεργήσουν μια καινούργια. Αν τα καταφέρουν, θα σκηνοθετήσουν το τέλειο έγκλημα. Όμως, κανένας σχεδιασμός δεν είναι αρκετά προσεκτικός, ούτε οι ικανότητές τους μπορούν να διασφαλίσουν ότι θα ξεφύγουν από τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους που δείχνει να μπορεί να προβλέψει κάθε τους κίνηση. Έναν εχθρό που μόνο ο Κομπ θα μπορούσε να προβλέψει.

Σκηνοθεσία:

Christopher Nolan

Κύριοι Ρόλοι:

Leonardo DiCaprio … Dom Cobb

Joseph Gordon-Levitt … Arthur

Elliot Page … Ariadne

Tom Hardy … Eames

Ken Watanabe … Κος Saito

Dileep Rao … Yusuf

Cillian Murphy … Robert Michael Fischer

Tom Berenger … Peter Browning

Marion Cotillard … Mal Cobb

Pete Postlethwaite … Maurice Fischer

Michael Caine … καθηγητής Stephen Miles

Lukas Haas … Nash

Talulah Riley … η ξανθιά

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Christopher Nolan

Παραγωγή: Christopher Nolan, Emma Thomas

Μουσική: Hans Zimmer

Φωτογραφία: Wally Pfister

Μοντάζ: Lee Smith

Σκηνικά: Guy Hendrix Dyas

Κοστούμια: Jeffrey Kurland

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Inception
  • Ελληνικός Τίτλος: Inception

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ φωτογραφίας, ήχου, ειδικών και ηχητικών εφέ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, αυθεντικό σενάριο, μουσική και σκηνικά.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σκηνοθεσίας, σεναρίου και μουσικής.
  • Βραβείο Bafta σκηνικών, ήχου και ειδικών εφέ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, μουσική, φωτογραφία και μοντάζ.

Παραλειπόμενα

  • Ήταν το 2002 και μετά το ριμέικ Insomnia, όταν ο Christopher Nolan πήγε στη Warner Bros. ένα 80σέλιδο στόρι για μια ταινία τρόμου με κλέφτες ονείρων, βασισμένη με τη σειρά της σε ένα του όνειρο. Αποφασίζοντας ότι χρειάζονταν μεγαλύτερη εμπειρία για να το φέρει εις πέρας, το άφησε στην άκρη και ανέλαβε το Batman Begins. Το 2008 επανήλθε σε αυτό, και μετά από 6 μήνες νέας επεξεργασίας, η Warner το αγόρασε.
  • Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο ρόλος του Ντομ Κομπ είχε αρχικά προταθεί στους Brad Pitt και Will Smith. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ο Nolan προσπαθούσε επί έτη να συνεργαστεί με τον Leonardo DiCaprio, και πριν από αυτή την ταινία δεν είχε ποτέ την ευκαιρία ούτε καν να του το προτείνει. Όταν τα βρήκαν, μια και το κείμενο άρεσε του ηθοποιού, πέρασαν αρκετούς μήνες συζητώντας για το σενάριο, με τον Nolan να προβαίνει σε μικροαλλαγές για χάρη του χαρακτήρα του σταρ.
  • Πριν προσφερθεί ο ρόλος της Αριάντν (παραπομπή στη μυθική Αριάδνη) στην Ellen Page (πλέον Elliot Page), ο σκηνοθέτης σκέφτονταν και τις: Evan Rachel Wood, Emily Blunt, Rachel McAdams, Emma Roberts, Jessy Schram, Taylor Swift και Carey Mulligan.
  • Ο Nolan είχε ως πρώτη επιλογή για τον ρόλο του Πίτερ Μπράουνινγκ τον Don Johnson, αλλά αυτός τον απέρριψε.
  • Τα γυρίσματα έγιναν σε τέσσερις διαφορετικές ηπείρους: ΗΠΑ, Μεγ. Βρετανία, Καναδάς, Ιαπωνία, Μαρόκο και Γαλλία.
  • Το σκηνικό του ξενοδοχείου είχε τη δυνατότητα της περιστροφής κατά 360 μοίρες, μια τεχνική πού προήρθε ως ιδέα από τον Stanley Kubrick και το 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος.
  • Το κύριο μέρος της ταινίας γυρίστηκε αναμορφικά σε 35 mm φιλμ, με κάποιες όμως κρίσιμες σκηνές να είναι σε 65 mm, ενώ οι σκηνές αέρος έγιναν σε VistaVision. Καμία χρήση δεν έγινε από κάμερα IMAX ή 3D, μια και ο δημιουργός ήθελε να υπάρχει μια ρεαλιστική οπτική.
  • Ο σκηνοθέτης συγκράτησε τα ψηφιακά εφέ (προτιμώντας τα πρακτικά) στο σημείο όπου ήταν απολύτως απαραίτητα, με το σύνολο των πλάνων ειδικών εφέ να μένει στα 500, κι ενώ συνήθως είναι κοντά στα 2.000 σε αντίστοιχες παραγωγές.
  • Η φήμη του Nolan μετά τον Σκοτεινό Ιππότη ήταν σε τέτοια ύψη, που η Warner Bros. και η Legendary, που μοιράζονταν τα έξοδα του φιλμ, πόνταραν περαιτέρω 100 εκατομμύρια δολάρια στην προώθηση.
  • Η ταινία είχε πολύ υψηλό μπάτζετ (160 εκατομμύρια δολάρια), αλλά απέφερε από τα ταμεία 836,8. Ήταν η 4η πιο εμπορική ταινία της χρονιάς.
  • Στην επέτειο των 10 ετών του, το φιλμ βγήκε ξανά στις αίθουσες, κυρίως για να καλύψει την καθυστέρηση της εξόδου του Tenet λόγω της πανδημίας.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Johnny Marr, πρώην κιθαρίστας των The Smiths, προσφέρει στο σάουντρακ μια μίξη από Ennio Morricone με την κιθάρα του.
  • Το τραγούδι Non, Je Ne Regrette Rien της Edith Piaf χρησιμοποιείται σε κρίσιμες στιγμές της ταινίας.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 21/7/2010

Δεν χωράει συζήτηση πως Inception δεν βλέπουμε κάθε μέρα. Είναι μελετημένο από πολλές απόψεις, καλοσχεδιασμένο και ο απόλυτα προσωπικός θρίαμβος για τον Nolan, που υπογράφει ολομόναχος και το σενάριο. Η μελέτη αφορά τη φιλοσοφία του. Δεν μένουμε στον όρο «ζω στο όνειρο», αλλά αυτό επεκτείνεται κατασκευάζοντας ένα νέο σύμπαν. Άμεσα έρχεται στον νου μας το Matrix, αλλά η σύγκριση με εκείνο είναι που ξεδιαλύνει το πρόβλημα με αυτό: η όλη φιλοσοφία είναι αυτοαναλώσιμη και δεν επεκτείνεται σε κάποιον ισχυρό συμβολισμό ή νοηματική. Ο Πόε θα διαφωνούσε, αλλά πλέον θέλουμε περισσότερα για να «στρίψει» το κεφάλι μας…

Η ταινία, πάνω από όλα, είναι ένα καθαρόαιμο θρίλερ δράσης. Δράση που δεν απογοητεύει κανέναν, έχει κάτι το αυθεντικό, δεν ξεφεύγει ρυθμικά από το σύνολο. Έχει κι έναν DiCaprio πάντα έσω έτοιμο για το καλύτερο. Το βάρος, όμως, πέφτει στον δημιουργό. Ο Nolan είναι μαθηματικά έτοιμος να κάνει αριστούργημα. Απλά, από κάθε του ταινία λείπει και κάτι. Πιστός απέναντι στον δύσκολο θεατή, είναι επιδέξιος, δεν χάνει τους ήρωες του, ξέρει από φινάλε. Μήπως ο Nolan (ή η παραγωγός εταιρία) είχε στις επιλογές του είτε την παραπάνω δράση είτε το νόημα; Γιατί τότε έχασε ένα σοβαρό ραντεβού με την κινηματογραφική ιστορία.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 26/7/2010

Από την εποχή του Χίτσκοκ μέχρι σήμερα, το είδος του θρίλερ έχει μεταλλαχθεί, έχει ακολουθήσει, όπως κάθε τι, τις ανάγκες και το πνεύμα της εποχής που αντιπροσωπεύει. Ακολουθώντας τον μπούσουλα του μάρκετινγκ, σκεφτόμαστε ένα νεανικό κοινό (το κυρίαρχο target group), εθισμένο σε πολύπλοκα ψηφιακά παιχνίδια που απαιτούν ευέλικτη σκέψη και γρήγορα ανακλαστικά, μια οργάνωση της αντίληψης που χτίζεται πάνω σε layers, επίπεδα μέσα σε επίπεδα με την νοοτροπία ακριβώς του παιχνιδιού, του παζλ. Σκεφτόμαστε επίσης ότι ο εμπορικός ανταγωνισμός οδήγησε σε κινηματογραφικά υβρίδια με μαξιμαλιστικές τάσεις. Μια ταινία αξιώσεων νοείται πια ως ταινία και εμπορικών και καλλιτεχνικών αξιώσεων ενώ οφείλει να περιέχει και σοβαρά και πρωτότυπα και έξυπνα νοήματα αλλά και σασπένς και δράση, προ πάντων δράση με εφέ κ.λπ. Κατά ένα τρόπο, για τον παλιό σινεφίλ όσο καλοφτιαγμένο κι αν είναι ένα τέτοιο «θρίλερ αξιώσεων», τα στοιχεία με τα οποία αυτό εξοπλίζεται για να είναι κράχτης για το ευρύ νεανικό κοινό, τον αποθαρρύνουν, τον απογοητεύουν ως ένα βαθμό. Για τον «παλιό άνθρωπο», αυτόν που μεγάλωσε συνδυάζοντας τη θύραθεν παιδεία με τον μεταπολεμικό μοντερνισμό, η τέχνη είναι απλότητα και αφαίρεση, υπαινιγμός, μια απλότητα και αφαίρεση που μπορεί να παράγει ατέρμονες σκέψεις και εμβαθύνσεις. Έτσι, ένα «φτωχικό» σε πλοκή Vertigo, μπορεί να απασχολεί την σκέψη του μέχρι σήμερα, ενώ ένα Matrix, ένα Dark Knight ή ένα Inception περνάει και φεύγει περισσότερο ως μια καλή λαϊκή (με την καλύτερη έννοια) ψυχ-αγωγία.

Όσο κι αν επιμελήθηκε την ταινία του ο Christopher Nolan (και σίγουρα του βγήκε η πίστη ανάποδα), όσο κι αν κατάφερε να δαμάσει όλο αυτό το χωρικό και χρονικό κυκεώνα ονείρων μέσα σε όνειρα και ακατάσχετης (κουραστικής προς το τέλος) δράσης, κι όσο κι αν φρόντισε να στήσει ένα δραματικό πυρήνα πάνω στη σχέση του ήρωα με την γυναίκα του και μάλιστα σχέση άρρηκτα δεμένη με το ίδιο το concept του στόρι, όσο κι αν πέτυχε την ατμόσφαιρα στην όλη καλλιτεχνική παραγωγή, στο τέλος έχεις μια επίγευση ότι είδες ένα καλό blockbuster κι όχι ένα ψυχολογικό-φιλοσοφικό-υπαρξιακό δράμα με την μορφή ενός θρίλερ. Συχνά ένοιωθα ότι έβλεπα ένα επεισόδιο τύπου «Ocean`s» αντιστραμμένο από την «σοβαρή» όψη των πραγμάτων αλλά με την ίδια ελαφράδα της λαϊκής περιπέτειας. Θα πείτε: και γιατί θα έπρεπε, θα όφειλε να κινείται σε ένα ύφος «βαρύ»; Γιατί απλούστατα προς τα κει κλείνει ο Nolan συνέχεια το μάτι στον θεατή και στον λόγιο του σινεμά, εκεί ποντάρει για το κύρος της ταινίας του.

Θα έλεγα ότι στις περιπτώσεις που επιχειρείται η συνταγή «όλα σε ένα» η καλύτερη μέθοδος είναι να βασίζεται στο πατρόν του παραμυθιού όπως στα παλιά Star Wars, στο Matrix και στο Avatar, κι όχι σε μια κάπως γιαλαντζί ελιτίστικη οπτική γωνία.

Από την άλλη μεριά, για τον «νέο άνθρωπο», για αυτόν που ξεκίνησε την ζωή του από τα τέλη 80ς, αυτόν που αγνοεί ηθελημένα το παρελθόν και αναζητά νέες μορφές κοινωνικής συνείδησης (μέσα π.χ. από το Διαδίκτυο), τέτοιες ταινίες μπορεί να λειτουργούν (το λέω σοβαρά) ως πνευματικές μυήσεις.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 2/9/2010

Η επιστημονική φαντασία, η εν γένει φαντασία, όπως κι ο Leonardo DiCaprio τα τελευταία χρόνια πουλάνε και μετράνε πολύ στην κινηματογραφική βιομηχανία. Ο Nolan το ξέρει πολύ καλά αυτό, βασίζεται σ’ αυτό, αλλά και προχωράει πολύ παρακάτω. Δεν οραματίστηκε μια αρπαχτή, που απλά επειδή ξέρει να την πλασάρει θα φουσκώσει τους τραπεζικούς του λογαριασμούς. Οραματίστηκε μια περιπέτεια σχεδόν επική, που θα λειτουργεί ταυτόχρονα ως δραματικό θρίλερ κι ως φιλοσοφικό δοκίμιο.

Όλα καλά στη θεωρία και στους ευγενείς σκοπούς του σκηνοθέτη. Στην πράξη, όμως, κάπου χάνεται. Πού είναι αυτό; Ακριβώς στην καρδιά του μεγαλοφυούς του σχεδίου. Αναπτύσσει την ταινία μονοδιάστατα, με αποτέλεσμα να αναλώνεται μονάχα σε σκηνές μάχης και δράσης, και να αποσπά μερικά γενναιόδωρα χασμουρητά από όσους έψαχναν κι ανέμεναν τη φιλοσοφική διάθεση που ομολογουμένως θα διαφοροποιούσε το Inception από όλες αυτές τις περιπετειούλες του συρμού. Όλα αυτά μέχρι 30 λεπτά πριν το τέλος. Τότε η ταινία ξαφνικά μεταλλάσσεται κι από μια περιπέτεια μετατρέπεται στο υπαρξιακό δράμα-θρίλερ που επί δύο ώρες προσμέναμε. Αποφεύγει το κλισέ και σε κάνει να σκεφτείς όσα επί δύο ώρες δεν μπορούσε ούτε καν να προσεγγίσει. Σε 30 λεπτά μάς χαρίζει απλόχερα τις σκέψεις και το όποιο νόημα του. Κι όχι, αυτό το νόημα δεν σχετίζεται με το αν η σβούρα πέφτει ή όχι…

Και πάλι, όμως, δεν θα καταφέρει να χειριστεί όλα αυτά τα θέματα που προσπαθεί. Γιατί; Απλούστατα, γιατί σε 140 λεπτά δεν μπορείς να μιλήσεις για την αγάπη, για την αυτοθυσία, για τη φιλία, για το όνειρο. Για την ιδέα μπορείς να μιλήσεις. Κι αυτό το καταφέρνει και με το παραπάνω. Αγαπήστε ή μισείστε λοιπόν τις ιδέες σας, να ξέρετε όμως ότι αυτές θα μείνουν ακριβώς εκεί που είναι για πολύ καιρό ακόμη…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *