Ο πάλαι ποτέ σπουδαίος σεναριογράφος Ντίξον Στιλ, γνωστός για τον έντονο και αντικοινωνικό χαρακτήρα του, έχει αναλάβει μια αφόρητα βαρετή για εκείνον δουλειά: να διασκευάσει για το σινεμά ένα φτηνιάρικο μπεστ-σέλερ. Αναθέτει τότε σε μια κοπέλα, που εργάζεται στο μπαρ που συχνάζει, να έρθει στο σπίτι του για να του διαβάσει το βιβλίο. Εκείνη πηγαίνει, αλλά ο Ντίξον τη διώχνει λίγο αργότερα. Το επόμενο πρωινό η κοπέλα θα βρεθεί δολοφονημένη. Ο Ντίξον, λόγω του βεβαρημένου του παρελθόντος, θεωρείται βασικός ύποπτος. Από τη δύσκολη θέση θα τον βγάλει η όμορφη γειτόνισσα του, Λόρελ, που τρέφει αισθήματα για εκείνον. Η σχέση τους φουντώνει, αλλά σύντομα η Λόρελ θα αρχίσει να έχει αμφιβολίες για την ορθότητα της απόφασής της να τον βοηθήσει.

Σκηνοθεσία:

Nicholas Ray

Κύριοι Ρόλοι:

Humphrey Bogart … Dixon Steele

Gloria Grahame … Laurel Gray

Frank Lovejoy … επιθεωρητής Brub Nicolai

Carl Benton Reid … αστυνόμος Lochner

Art Smith … Mel Lippman

Martha Stewart … Mildred Atkinson

Jeff Donnell … Sylvia Nicolai

Robert Warwick … Charlie Waterman

Morris Ankrum … Lloyd Barnes

Steven Geray … Paul

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Andrew Solt, Edmund H. North

Παραγωγή: Robert Lord

Μουσική: George Antheil

Φωτογραφία: Burnett Guffey

Μοντάζ: Viola Lawrence

Σκηνικά: Robert Peterson

Κοστούμια: Jean Louis

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: In a Lonely Place
  • Ελληνικός Τίτλος: Διψασμένος για Ηδονή
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Σε έναν Έρημο Τόπο [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Διήγημα: In a Lonely Place της Dorothy B. Hughes.

Παραλειπόμενα

  • Το φιλμ δεν τα πήγε τόσο καλά στα ταμεία σε σχέση με τη φήμη που είχε χτίσει ο Bogart, αλλά με την πάροδο των χρόνων συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές του, όπως κι ένα από τα κλασικότερα νουάρ.
  • Ο Edmund H. North ήταν αυτός που έκανε μια αρκετά πιστή διασκευή του βιβλίου του 1947, με τον John Derek να είναι ο βασικός υποψήφιος για τον πρώτο ρόλο, μια και στο βιβλίο ο ήρωας ήταν αρκετά νέος. Αυτή όμως η εκδοχή απορρίφθηκε γρήγορα, με τον Andrew Solt να γράφει στην ουσία από την αρχή το σενάριο. Παρότι όμως ο Solt υποστήριξε ότι το φιλμ έμεινε πιστό στο κείμενο του, έχοντας και τη συγκατάθεση του Bogart, μεταγενέστερες έρευνες αποδεικνύουν ότι ο Nicholas Ray προέβη σε αρκετές αλλαγές, κάποιες από τις οποίες αποφάσιζε την ημέρα του γυρίσματος. Ουσιαστικά, από τις 140 σελίδες του σεναρίου, μόνο τέσσερις δεν επιδέχτηκαν καμία μετατροπή.
  • Η Lauren Bacall και η Ginger Rogers ήταν οι αρχικές υποψήφιες για τη Λόρι. Η δεύτερη ήταν η επιλογή του στούντιο, αλλά ο Ray πίστευε ότι ο ρόλος ταίριαζε στη σύζυγο του, Gloria Grahame, ακόμα κι αν είχαν προβλήματα με τον γάμο τους. Όσο για τη σύζυγο του Bogart, ήταν η Warner Bros που είπε το όχι, φοβούμενη ότι ο δημοφιλής ηθοποιός σκόπευε να ανοίξει ανεξάρτητη εταιρία (μια απειλή για τα τότε στάνταρ των στούντιο), και δεν ήθελε να του δώσει περισσότερο θάρρος.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 6/6/2021

Είναι περίεργο που το σενάριο αυτό βασίζεται σε βιβλίο γυναίκας. Βέβαια, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το πού ακριβώς έγιναν οι αλλαγές σε σχέση με το τελικό σενάριο, αλλά έχουμε μια βουτιά στην αντρική ψυχοσύνθεση, με την απελευθέρωση που χάριζε τότε ένα νουάρ.

Αν θέλει κάποιος να αναλύσει το κατά πόσο είναι νουάρ το φιλμ ή όχι, απλά θα διακρίνει ότι το είδος δεν είχε τόσο καθορισμένους κανόνες όπως βιάστηκαν αρκετοί να του αποδώσουν. Το απαραίτητο σκοτάδι στην περίπτωση μας δεν υπάρχει ούτε στις τοποθεσίες που περιδιαβαίνουν οι ήρωες μας, ούτε φυσικά στην ύπαρξη μιας φαμ-φατάλ. Είναι κρυμμένο στην ψυχή ενός άντρα που κινείται στα όρια της ψυχοπάθειας, και δεν χρειάζεται να είναι κυριολεκτικά δολοφόνος για να σκοτώσει ό,τι όμορφο επιλέγει η καρδιά του.

Ο Nicholas Ray μοιάζει να βαριέται στην ιδέα να εκμεταλλευτεί το μυστήριο που επικρατεί εδώ από τις πρώτες σκηνές. Αντίθετα με ό,τι θα έπρατταν οι περισσότεροι συνάδελφοι του, γοητεύεται από την ιδέα ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου μιας μεγάλης αγάπης. Είναι το μελόδραμα αυτό που υπερτερεί, αλλά και το νουάρ είναι αυτό που δίνει τους εσωτερικούς τόνους. Το είδαμε ξανά προηγουμένως με τις Υποψίες του Hitchcock, αλλά εδώ το ζήτημα είναι πιο κοινωνικό, πιο κοντά στην απτή πραγματικότητα.

Ο Humphrey Bogart σίγουρα ήξερε να επιλέγει χαρακτήρες. Μοιάζει και τόσο τρομακτικός ο τρόπος που με ευκολία αποδίδει τον Ντίξον Στιλ, τόσο ως άγγελο όσο κι ως υποψήφιο για να αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλεκτρική καρέκλα. Και από πάνω του επιστέγασμα του είναι μας μια τέχνη που έχει ξεφύγει από τη αγνή λογική της δημιουργίας, με την παραφροσύνη από μεριάς καλλιτέχνη και τη στωικότητα από πλευράς παραγωγικής επιτυχίας να μας διηγούνται μια αλήθεια που ως θεατές αρνούμαστε να την αντικαταστήσουμε με τα όνειρα που μας επιβάλει η μεγάλη οθόνη. Αλλά αυτός ήταν ο κόσμος του αυθεντικού νουάρ, ένας κόσμος που η ατάκα δεν ήταν γνώριμη σε όσους δεν περπατούσαν τον δρόμο του περιθωρίου, αλλά και σε όσους επέβαλαν ως καρότο στη ζωή τους την ιδέα του αμερικανικού ονείρου και του καθωσπρεπισμού.

Από την άλλη, μια απίθανη ερμηνεύτρια που δεν χαρήκαμε όσο θα θέλαμε επί της οθόνης, μια Gloria Grahame πλασμένη με τα υλικά και το βλέμμα μιας φαμ-φατάλ, που όμως εδώ είναι παγιδευμένη στη μέση ενός ιστού φτιαγμένου από την αράχνη που λέγεται άνθρωπος. Συνηθίζουμε να αποκαλούμε «απάνθρωπους» όσους δεν ακολουθούν κανόνες «φυσιολογικής» ρότας, θέλοντας ίσως να απορρίψουμε την ιδέα ότι όσο άνθρωποι είμαστε κι εμείς, είναι κι εκείνοι. Και η αγάπη εντέλει μια πολύ επικίνδυνη παγίδα, που μπορεί να σε στείλει για περίπατο στον παράδεισο, και να σε αφήσει μετά έκθετο να βράζεις στα πιο καυτά καζάνια για μια αιωνιότητα.

Ο Nicholas Ray απογοητεύει τον λάτρη της κλασικής νουάρ δεκαετίας του 1940, αφού ερμηνεύει τους κανόνες του είδους όπως του προστάζει η συνείδηση του. Μοιάζει ακόμα και με αυτοκριτική του φύλου του, που η απόσταση εκείνη την εποχή από το γυναικείο, του χάριζε μια αυτοπεποίθηση ανώτερη του βασιλέως. Όχι πως άλλαξαν πολλά από τότε ώστε να λέγαμε πως δεν έχουμε κάτι το διαχρονικό, μια και το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ ο άντρας ή η γυναίκα, μα το άδυτο της ψυχοσύνθεσης αυτού του θηλαστικού που ανέλαβε αυτόκλητα τον έλεγχο του πολύ μικρού μας πλανήτη.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 28/9/2024

Ο Humphrey Bogart, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Nicholas Ray μετά το «Knock on Any Door» (1949), βρήκε στο «In a Lonely Place» (1950) έναν από τους πιο όμορφους ρόλους της καριέρας του. Ο Bogart υποδύεται τον  Dixon Steele, έναν αλλοτριωμένο σεναριογράφο που έχει μπει στη μαύρη λίστα των στούντιο, όχι για πολιτικούς λόγους αλλά λόγω του ποτού και των συνεχών καβγάδων του. Σε ένα νυχτερινό κέντρο, ο ατζέντης του προσπαθεί να τον πείσει να διασκευάσει ένα δημοφιλές ρομαντικό μυθιστόρημα για ταινία. Ο Dixon είναι αρνητικός, αλλά αποδέχεται την πρόταση της κοπέλας του κλαμπ, της Mildred, να του περιγράψει την πλοκή του μυθιστορήματος στο διαμέρισμά του. Λίγο μετά την έξοδό της από το σπίτι του, η Mildred βρίσκεται νεκρή. Ο Dixon είναι ο προφανής ύποπτος, αλλά η γειτόνισσά του και άσημη ηθοποιός Laurel Gray (Gloria Grahame) του προσφέρει ένα άλλοθι. Σύντομα ξεκινούν μια παθιασμένη ρομαντική σχέση και η δημιουργικότητά του αποκτά νέα πνοή. Ωστόσο, σταδιακά η Laurel συνειδητοποιεί την ασταθή φύση του Dixon και αγχώνεται για τα συχνά βίαια ξεσπάσματα του, αρχίζοντας να αμφιβάλλει ακόμη και για την αθωότητά του…

Το «In a Lonely Place» αποτελεί μια χαλαρή προσαρμογή ενός μυθιστορήματος της Dorothy B. Hughes, με μια εφαπτομενική μόνο σύνδεση με το πηγαίο υλικό. Ο Ray δημιούργησε ένα έργο τέχνης που στέκεται από μόνο του, απορρίπτοντας τον θεματικό πυρήνα του μυθιστορήματος, ισχυριζόμενος ότι τον ενδιέφερε «να κάνει μια ταινία για την καθημερινή βία, παρά μια ταινία μαζικής δολοφονίας ή μια ταινία για έναν ψυχωτικό». Το σενάριο του Andrew Soit είναι τόσο καλοδουλεμένο που όσο εξελίσσονται τα γεγονότα, είναι δυνατό να επαναξιολογηθούν οι προηγούμενες σκηνές χωρίς να καταφύγουμε σε αναδρομές. Η πρώτη πράξη δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι παρακολουθούμε μια περίπλοκη υπόθεση δολοφονίας και αστυνομικής έρευνας. Ωστόσο, η δεύτερη πράξη μετατοπίζει την ιστορία σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Αν και υπάρχει ακόμα αβεβαιότητα ως προς την αθωότητα του Dixon, στο επίκεντρο της προσοχής έρχεται η ερωτική σχέση του με τη Laurel και τα σχέδιά τους για το μέλλον. Η τρίτη και τελευταία πράξη δίνει μια αληθοφανή λύση στο αστυνομικό μυστήριο, αλλά το ενδιαφέρον εστιάζεται στην προσπάθεια του ζευγαριού να κρατήσει ζωντανή τη σχέση του, κόντρα στις πιθανότητες.

Αυτή είναι μία από τις λίγες κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ που επιτρέπουν πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα με την οπτική που κάθε θεατής είναι διατεθειμένος να υιοθετήσει. Κάποιοι θα αναγνωρίσουν μια καταγγελία του οπορτουνιστικού κυνισμού και της αλαζονείας που κυριαρχεί στον απατηλό κόσμο του Χόλιγουντ. Ωστόσο, αν και ενυπάρχει αυτό το στοιχείο, χρησιμεύει μόνο ως φόντο. Πιο έγκυρη φαίνεται μια καθαρτήρια αυτοβιογραφική ανάγνωση, με τον Ray να μιλά για τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα, για την οδύνη, τη νεύρωση, το ράγισμα του. Στην πραγματικότητα, ο Bogart είναι ο σωσίας του, ο εκπρόσωπός του. Ο Ray ταυτίζεται περισσότερο από ποτέ με τον αποξενωμένο αντιήρωά του, διεξάγοντας μια στοχαστική εξέταση της φύσης της βίας σε όλες τις μορφές της. Η βαθιά υπαρξιακή διάσταση της ταινίας θεμελιώνεται και από τις σαφείς αναφορές στον «Ξένο» (1942) . Στο έργο του Camus, o Meursault δεν δείχνει λυπημένος για τον θάνατο της μητέρας του και δολοφονεί χωρίς σοβαρό λόγο έναν νεαρό Άραβα. Αντίστοιχα η στωική ηρεμία του Dixon στις εικόνες της νεκρής κοπέλας τον καθιστούν ύποπτο για την αστυνομία. Τους απαντά με κυνισμό και ειρωνεία «Φεύγω, εκτός κι αν σκοπεύετε να με συλλάβετε λόγω έλλειψης συναισθημάτων», ενώ φθάνει στο σημείο να τους συμβουλεύει: «…ψάξτε για έναν άντρα σαν εμένα». Όπως ο Meursault, έτσι και ο Dixon διακατέχονται από αρχέγονες, ανεξέλεγκτες και ανεξήγητες παρορμήσεις, ανίκανοι να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους σε ηθικό, επιστημονικό ή ψυχολογικό επίπεδο. Η περιφρονητική άρνησή τους να προσποιηθούν την ενσυναίσθηση είναι μια προσωπική και ηθική επιλογή που καταδικάζεται από τους καθιερωμένους ηθικούς κώδικες. Αυτό βέβαια καταδεικνύει και την αντίθεση και εχθρότητα της κοινωνίας σε άτομα που υπερβαίνουν τον κοινωνικό κανόνα και των οποίων η συμπεριφορά δεν είναι προσπελάσιμη.

Η ταινία είναι ένα βίαιο ψυχόδραμα εξαιρετικής έντασης και πυκνότητας, μια πρώιμη συμπύκνωση του σύμπαντος του Ray, που κατοικείται από ηττημένους, πληγωμένους από τη ζωή και βασανισμένους από τους εσωτερικούς τους δαίμονες. Σε αντίθεση με τον -μεταμορφωμένο από την κατάχρηση κορτιζόνης- James Mason στο «Bigger Than Life» (1956), ο Bogart εκδηλώνει παθολογικές κρίσεις βίας που θέτουν σε κίνδυνο τη σχέση του με μια ερωτευμένη γυναίκα που αντιπροσωπεύει την τελευταία του ευκαιρία για ευτυχία και ισορροπία. Αυτή είναι λοιπόν μία από τις πιο σκοτεινές ταινίες του Ray, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, αλλά και η πιο απελευθερωμένη από τις συμβάσεις και την παραποίηση των παραγωγών των μεγάλων στούντιο. Ο Ray ανακτά πολλά από τα αγαπημένα του μοτίβα: χαρακτήρες σε κρίση, εξύμνηση της μη συμμόρφωσης και της εξέγερσης, λυρικούς διαλόγους, εξερεύνηση της υπαρξιακής αγωνίας, συνδυασμό πόρων από διαφορετικά είδη, άψογο οπτικό στυλιζάρισμα χάρη στον διευθυντή φωτογραφίας Burnett Guffey που προτιμά συνθέσεις με αποχρώσεις του γκρι. Όσο για τις ερμηνείες των Bogart και Grahame, κατατάσσονται αναμφίβολα στις καλύτερες της καριέρας τους, καθώς τους απογυμνώνουν μπροστά στις κάμερες, με τρόπο που σπάνια συμβαίνει.

Το «In a Lonely Place» είναι μια σκοτεινή, βασανισμένη ταινία, μία από τις πιο προσωπικές και ολοκληρωμένες του σκηνοθέτη. Και βέβαια πώς μπορούμε να μη δούμε σε αυτή την καταδικασμένη ιστορία αγάπης που ανατέμνει την αποσύνθεση ενός ζευγαριού, ένα «δώρο χωρισμού» του Ray στην Gloria Grahame μετά τον ταραχώδη γάμο τους; «Γεννήθηκα όταν με φίλησε. Πέθανα όταν με άφησε. Έζησα μερικές εβδομάδες όσο με αγαπούσε». Μία από τις πιο όμορφες ατάκες όλων των εποχών.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *