Ίσως, Αύριο
- Haevnen
- In a Better World
- 2010
- Δανία
- Δανικά, Σουηδικά, Αγγλικά, Αραβικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ
- 24 Μαρτίου 2011
Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στην Αφρική, αλλά και σε μια επαρχιακή πόλη της Δανίας, όπου κυριαρχεί η ανιαρή καθημερινότητα. Οι ζωές δύο οικογενειών διασταυρώνονται και μια ασυνήθιστη, αλλά και ριψοκίνδυνη φιλία ανθίζει. Όμως η μοναξιά, η θλίψη και οι αδυναμίες παραμονεύουν. Πολύ σύντομα, η φιλία αυτή μετατρέπεται σε μια επικίνδυνη συμμαχία και σε μια αμείλικτη καταδίωξη, όπου οι ζωές όλων κινδυνεύουν.
Σκηνοθεσία:
Susanne Bier
Κύριοι Ρόλοι:
Mikael Persbrandt … Anton
Trine Dyrholm … Marianne
Ulrich Thomsen … Claus
Markus Rygaard … Elias
William Johnk Nielsen … Christian
Kim Bodnia … Lars
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Anders Thomas Jensen
Στόρι: Anders Thomas Jensen, Susanne Bier
Παραγωγή: Sisse Graum Jorgensen
Μουσική: Johan Soderqvist
Φωτογραφία: Morten Soborg
Μοντάζ: Pernille Bech Christensen, Morten Egholm
Σκηνικά: Peter Grant
Κοστούμια: Manon Rasmussen
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Haevnen
Ελληνικός Τίτλος: Ίσως, Αύριο
Διεθνής Τίτλος: In a Better World
Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Revenge
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (Δανία).
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Trine Dyrholm) στα Bodil, τα εθνικά βραβεία της Δανίας. Υποψήφιο σε ακόμα 3 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Βραβείο σκηνοθεσίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, αντρική ερμηνεία (Mikael Persbrandt) και σενάριο.
- Μεγάλο βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ της Ρώμης.
Παραλειπόμενα
- Παρότι βραβεύτηκε με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα, σύμφωνα με την εταιρία παραγωγής Zentropa χρειάστηκαν 3 βδομάδες προβολής στη Δανία για να αποφέρει η ταινία τα πρώτα τη κέρδη.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/1/2011
Πιστή στο ραντεβού της με τον άνθρωπο, η Susanne Bier διερευνά τις έννοιες του φιλειρηνισμού και της διάπλασης της βίας, θέτοντας στο επίκεντρο ανήλικους ήρωες που παγιδεύονται στον ποικιλόμορφο κοινωνικό ιστό. Η εκδοχή της όμως, για την ψυχανάλυση του σύγχρονου κόσμου, επιπλέει σε έντονους μελοδραματισμούς και στιγματίζεται, όπως και στο παρελθόν, από την εμμονή της να φτάνει τους χαρακτήρες στο ψυχικό και σωματικό δακρύβρεχτο ναδίρ, προσαρμόζοντάς το στο τελικό στάδιο της πλήρους αυτογνωσίας τους. Προκειμένου να αναδείξει την ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία και συναισθηματική ταύτιση και να αποκαλύψει ότι ουδείς πορεύεται μόνος σε αυτό τον κόσμο, οδηγεί στα άκρα τα θύματα μίας αστικής χλιδάτης ζωής και εκεί τα διασώζει με την αγιοποιημένη παρέμβαση κάποιων από μηχανής θεών – ανθρώπων που βλέπουν στα μάτια των συνανθρώπων τους την δική τους κατάντια. Έτσι, προσφέροντας σωτηρία σε όσους βάλλονται από την κακότυχη μοίρα τους, είναι σαν να επιτυγχάνουν ταυτόχρονα, την εξιλέωση του προσωπικού τους εγώ.
Η Bier δε φοβάται να σκάψει για να βρει τις ψυχολογικές ρίζες της βίας, όμως η αναντιστοιχία μεταξύ της ιστορίας που εκτυλίσσεται στην Αφρική και εκείνης που ξεδιπλώνεται στην Δανία, στέκεται εμπόδιο μπροστά στην προοπτική να μελετήσει τις διαφορές στην εκδήλωση και στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Βλέπει τους Ευρωπαίους, νεαρούς ήρωές της σαν ενήλικες και αυτό την οδηγεί από τη μια σε πυκνούς διαλογικούς όρους, από την άλλη σε μία υπερβολή, στοιχειωμένη από σοβαρές εγκληματικές πράξεις, δολοφονικά ξεσπάσματα και εκδικητικές επιθέσεις, που όσο περίτεχνα κι αν δομούνται στην εικόνα δεν παύουν να είναι περιττές, κάποιες φορές ελάχιστα πιστικιές και φυσικά να αποτελούν δείγμα σεναριακών ευκολιών ελλείψει έμπνευσης. Από την ταινία της, λείπει ο μεστός, πραγματικός συναισθηματικός αντίκτυπος. Απουσιάζει ο λόγος για τον οποίο φτιάχτηκε αυτό το φιλμ, χωρίς ωστόσο να μηδενίζεται η συνολική της προσπάθεια.
Η Δανή δημιουργός διοχετεύει απεριόριστη αγάπη στους ήρωές της, νοιάζεται γι`αυτούς και τους συμπονεί. Δεν διαθέτει, όμως, πάθος και δύναμη, εν αντιθέσει με προγενέστερες ταινίες της. Η σκηνοθετική της έμπνευση εξαντλείται σε μία πειραιώτικη, ανεξέλεγκτα μελοδραματική αποτύπωση προσωπικοτήτων και το φλερτ με τον μεταμφιεσμένο πόνο προδίδει την αδυναμία να ανανεώσει το σινεμά της. Θαρρείς ότι αυτοσυντηρείται καθ`όλη τη διάρκεια του φιλμ, από το ίδιο νωθρό θέμα, ανακυκλώνοντας συνάμα στοιχεία από παλιότερες δημιουργίες της. Θέμα που από την έναρξή του κιόλας φαίνεται ότι θα καταλήξει στον γνωστό συναισθηματικό συμβιβασμό, στην συμφιλίωση και στην λήψη πρωτοβουλιών για διαρθρωτικές προσωπικές αλλαγές, προκειμένου να προσφέρει στο θεατή –και φυσικά στο κοινό της- αναμασημένους και ευκολονόητους κοινωνικούς συμβολισμούς.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 18/3/2011
Δυο οικογένειες στην Δανία. Στη μια το ζευγάρι βρίσκεται σε διάσταση από μια απιστία του (βαθιά ανθρωπιστή) συζύγου που συχνά πηγαίνει στην Αφρική, ως «γιατρός χωρίς σύνορα» μάλλον, κι αντιμετωπίζει εμφύλιες θηριωδίες. Ηλίας ο μικρός τους γιος. Στην άλλη οικογένεια η σύζυγος έχει πεθάνει από καρκίνο και ο μεγαλύτερο γιος Κρίστιαν, χολωμένος, δεν συγχωρεί τον πατέρα γιατί δεν κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο. Στο σχολείο ο Ηλίας πέφτει συχνά θύμα της μαγκιάς του νταή Σόφους. Ο Κρίστιαν αντιδρά ως εκδικητής και τον τσακίζει στις τουαλέτες. Ένας άξεστος λαϊκός τύπος ρίχνει σφαλιάρες στον γιατρό μπροστά στα παιδιά, επειδή πήγε να χωρίσει τα δυο τους νήπια που μάλωναν, ο γιατρός προσπαθεί να εξηγήσει στα παιδιά ότι δεν είναι δειλία να μην ανταποδώσεις την βία όταν είναι αναίτια και προέρχεται από έναν ηλίθιο αλλά ο Κρίστιαν συλλαμβάνει σχέδιο εκδίκησης με παρ ολίγον μοιραίες συνέπειες.
Δεν είναι παράξενο τελικά που το φιλμ κέρδισε το όσκαρ ξενόγλωσσης. Η νοηματική είναι κομμένη και ραμμένη πάνω στην αμερικάνικη κουλτούρα. Το δράμα που παράγει η βία στην κοινωνία εξετάζεται για να διδάξει ειρήνη και να προκαλέσει συγκίνηση στον θεατή. Τόσο απλά. Το θέμα είναι ότι οι σκηνές στην Αφρική με τις απάνθρωπες αιματοχυσίες που κινούνται παράλληλα με το κοινωνικό δράμα στην Δανία, δημιουργούν πλαίσιο που καλεί για κοινωνικό στοχασμό μεγάλης κλίμακας. Αθέλητα, άσχετα από τις προθέσεις της σκηνοθέτιδας Susanne Bier, το θέμα μιλά από μόνο του για την ανθρώπινη φύση. Κάθε γενιά, κάθε ανθρώπινη «σοδειά», παράγει και ένα ποσοστό ανθρώπων με έντονα τα γονίδια που έχουν να κάνουν με την κατάκτηση, με το φονικό ένστικτο. Μια τέτοια ανθρώπινη δομή μπορεί να τιθασευτεί μόνο εν μέρει με την παιδεία – κι αυτό δεν είναι σίγουρο. Ένας βιολογικά αιμοβόρος αφρικανός θα σκίζει κοιλιές πολλές φορές απλά και μόνο επειδή μπορεί να το κάνει αλλά και μερικές εκατοντάδες αιμοβόροι γιάπις στο χρηματιστήριο της Wall Street μπορούν με την κερδοσκοπία να βουλιάξουν ολόκληρη την ανθρωπότητα στην δυστυχία. Οι τελευταίοι πήγαν σε καλά σχολεία, στα πλαίσια μιας «πολιτισμένης» κοινωνίας. Από την άλλη, ούτε και η μη-βία του Γκάντι είναι σίγουρο ότι επέφερε περισσότερα καλά από κακά. Εν τέλει διαλύθηκε η χώρα στα τρία. Το θέμα της βίας δεν είναι εύκολο στο χειρισμό του. Αν θέλεις να κάνεις σινεμά προβληματισμού ή πρέπει να κρατήσεις μια στάση δραματικού ρεαλισμού ή να σχολιάσεις κοινωνικές παραμέτρους που την πυροδοτούν. Η Bier όμως ανοίγει πανοραμικά μια θέα στον κόσμο για να την κλείσει τελικά μέσα στον μικρόκοσμο μερικών ανθρώπων που τακτοποιούν τα προσωπικά θέματά τους, επουλώνοντας τις πληγές. Ακόμη και οι αμήχανες εικόνες από τη φύση, που ντύνουν τους τίτλους του τέλους, δεν συγκροτούν ένα καθαρό νοηματικό συμπέρασμα. Κατά τα άλλα το φιλμ διαθέτει όλες τις αρετές μιας προσεγμένης παραγωγής. Αφηγηματική αρτιότητα, φωτογραφία, ερμηνείες.
Βαθμολογία: