Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των αφεντικών της σικελικής μαφίας, γνωστής κι ως Κόζα Νόστρα. Ο Τομάτο Μπουσέτα κρύφτηκε με την οικογένεια του στη Βραζιλία. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών ωστόσο συνεχιζόταν στην Ιταλία, και οι σύμμαχοι του δολοφονούνταν ο ένας μετά τον άλλο. Η σύλληψη και η έκδοση του Μπουσέτα από τη βραζιλιάνικη αστυνομία τον οδήγησε να πάρει μια απόφαση που θα άλλαζε ολόκληρη την ιστορία της μαφίας: συναντήθηκε με τον δικαστή Φαλκόνε και πρόδωσε τον αιώνιο όρκο σιωπής που έδωσε στην Κόζα Νόστρα. Ο Τομάσο Μπουσέτα έγινε ο πρώτος πληροφοριοδότης στην ιστορία της μαφίας.

Σκηνοθεσία:

Marco Bellocchio

Κύριοι Ρόλοι:

Pierfrancesco Favino … Tommaso Buscetta

Maria Fernanda Candido … Maria Cristina de Almeida Guimaraes

Fabrizio Ferracane … Pippo Calo

Fausto Russo Alesi … Giovanni Falcone

Luigi Lo Cascio … Totuccio Contorno

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Marco Bellocchio, Valia Santella, Ludovica Rampoldi, Francesco Piccolo

Παραγωγή: Beppe Caschetto, Viola Fugen, Simone Gattoni, Caio Gullane, Fabiano Gullane, Alexandra Henochsberg, Michael Weber

Μουσική: Nicola Piovani

Φωτογραφία: Vladan Radovic

Μοντάζ: Francesca Calvelli

Σκηνικά: Andrea Castorina

Κοστούμια: Daria Calvelli

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Il Traditore
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Προδότης
  • Διεθνής Τίτλος: The Traitor

Κύριες Διακρίσεις

  •  Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, αντρική ερμηνεία (Pierfrancesco Favino) και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτος αντρικός ρόλος (Pierfrancesco Favino), δεύτερος αντρικός ρόλος (Luigi Lo Cascio), σενάριο και μοντάζ στα David di Donatello. Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Fabrizio Ferracane), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Maria Amato), παραγωγή, μουσική, φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια, ήχο, ειδικά εφέ, μακιγιάζ και κομμώσεις.
  • Επίσημη πρόταση της Ιταλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Ο Giovanni Montinaro, γιος του υπεύθυνου της ασφάλειας του δικαστή Falcone, ήρθε απέναντι από την ταινία, κριτικάροντας ότι βγήκε την επέτειο της δολοφονίας του πατέρα του και άλλων θυμάτων εκείνων των γεγονότων. Έβαλε όμως νερό στο κρασί του, όταν ο Pierfrancesco Favino προσωπικά τον ενημέρωσε ότι η ημερομηνία επιλέχτηκε ως φόρος τιμής σε αυτούς τους ανθρώπους.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 27/9/2019

Bellocchio, δυομισάωρη και γκανγκστερική βασισμένη σε αληθινά γεγονότα: συνυπολογίζοντας πως μιλάμε και για ιταλική παραγωγή, σίγουρα σου ανοίγει την όρεξη πως θα παρακολουθήσεις κάτι πολύ δυνατό. Ο «πρίγκιπας» όμως του πολιτικού σινεμά δεν λέει να αφήσει ένα ύφος που καθιέρωσε από τη δεκαετία του 1970, και μέχρι ενός σημείου τού έβγαινε, μια και τον βόλευαν τα θέματα που εξιστορούσε. Στην προκειμένη, βρισκόμαστε πια σε μια εποχή που δεν χρειάζεται να σέβεται τα «φαντάσματα» της πάλαι Ιταλίας, και θα μπορούσε κάλλιστα να τα χρησιμοποιήσει ως πιόνια μιας πιο στιβαρής κινηματογραφικά δουλειάς.

Ο Bellocchio, παρότι παλιά καραβάνα, υποπίπτει στο σφάλμα να μην αγγίζει διόλου ενδοφλεβικά τους ήρωες του. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ακόμα και πως φοβάται τη μαφία, αφού όλα όσα βλέπουμε, είναι κι όσα είδαν το φως της δημοσιότητας. Υπάρχουν ελάχιστα στιγμιότυπα που ο ιταλός δημιουργός τολμά να προσεγγίσει τον άνθρωπο Μπουσέτα, τόσο λίγο όμως που είναι σαν αυτο-δικαιολογία για την έλλειψη γενικότερης τόλμης. Το φιλμ είναι ψυχρό. Πολύ ψυχρό. Τόσο που χάνει επαφή με τον θεατή που θέλει πρωτίστως τη μεγάλη ταινία, κι έπειτα μια αναθέρμανση όσων ίσως έχει μάθει από μόνος του για την περιβόητη υπόθεση.

Μα ο Bellocchio δεν κάνει τουλάχιστον μια καθαρή δουλειά ντοκιουντράμα, ώστε να είναι και τίμιος απέναντι σε όσα εδώ υπηρετεί. Έτσι, μοιάζει περισσότερο το φιλμ του με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που απλά έγινε με υψηλό μπάτζετ, με το «λάθος» ως προς αυτό να δώσει μεγάλη έμφαση στις ερμηνείες. Από την άλλη, το ενδιαφέρον δεν χάνεται ούτε στιγμή, αλλά σε αυτό πρωτίστως μετράει το πόσο σημαντικό για την ιστορία του συγκεκριμένου καρκινώματος της Ιταλίας (και όχι μόνο) είναι το χρονικό που εδώ αναπτύσσεται. Αν δηλαδή το δεις καθαρά εγκυκλοπαιδικά, δεν θα ατυχήσεις.

Μικροπροβλήματα εδώ και εκεί υπάρχουν, όπως μερικά κενά αφήγησης, και κυρίως η ανεξήγητη μεταστροφή του Μπουσέτα σε καρφί, μια και ο χαρακτήρας του και λογικά κάποιες εσωτερικές του σκέψεις δεν φανερώνονται ποτέ. Σε κάποιο σημείο μοιάζει ακόμα και να την «πάτησε». Από την άλλη, όμως, ο σκηνοθέτης πιάνει έντεχνα στη σκηνή τη δίκης την τραγελαφική φυσιογνωμία μιας λαϊκής Ιταλίας, όπου άνθρωποι υψηλού κινδύνου παρωδούν από μόνοι τους την ύπαρξη τους.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα φιλμ που δεν θα ατυχήσεις αν δεις, μια και είναι έγκυρο ως προς αυτά που σου δίνει. Από την άλλη, δεν θα δεις την ουσία όλων αυτών, που σίγουρα δεν κρύβεται σε ήδη αναφερμένα γεγονότα και πρακτικά, μια και η ιστορία της ανθρωπότητας δεν γράφεται κατευθείαν με τις πράξεις, αλλά και με τις σκέψεις που προηγήθηκαν αυτής, κάτι που η τέχνη επιβάλλεται να εξερευνάει. Ο Bellocchio δεν έχει προσπεραστεί ως δημιουργός, θα ήταν σκληρό να λέγαμε κάτι τέτοιο, παρά κάποιες τελευταίες του ημι-αστοχίες. Αλλά μάλλον πρέπει να προσαρμόσει το ύφος του ως προς την κινηματογραφική αφήγηση, που σε ταινίες όπως το Καλημέρα, Νύχτα και το Χαμόγελο της Μητέρας μου έδειχνε να παρα-μπορεί.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *