Η ήρεμη ζωή του πάτερ Μορίς διαταράσσεται όταν τον καλούν να εξορκίσει ένα δαιμόνιο που έχει καταλάβει μια γυναίκα. Το δαιμόνιο, ένα ναρκισσιστικό, σκανταλιάρικο μα στην πραγματικότητα αφελές διαβολάκι, εξέρχεται μεν, αλλά προκειμένου να ζήσει τις χαρές της γήινης ζωής, ακολουθεί παντού τον άμοιρο Μορίς. Δανείζεται το όνομα Τζουντίντα και περιφέρεται ασυγκράτητο στους δρόμους, προκαλώντας αμέτρητες γκάφες.
Σκηνοθεσία:
Roberto Benigni
Κύριοι Ρόλοι:
Roberto Benigni … Giuditta
Walter Matthau … πάτερ Maurizio
Stefania Sandrelli … Patrizia
Nicoletta Braschi … Nina
John Lurie … Cusatelli
Franco Fabrizi … ο μονσινιόρ
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Roberto Benigni, Vincenzo Cerami
Στόρι: Roberto Benigni, Giuseppe Bertolucci, Vincenzo Cerami
Παραγωγή: Mauro Berardi, Mario Cecchi Gori, Vittorio Cecchi Gori
Μουσική: Evan Lurie
Φωτογραφία: Robby Muller
Μοντάζ: Nino Baragli
Σκηνικά: Antonio Annicchiarico
Κοστούμια: Aldo Buti
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Il Piccolo Diavolo
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Διαβολάκος
- Διεθνής Τίτλος: The Little Devil
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου (Roberto Benigni) στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Για την αγορά του VHS, είχε βγει και μια αγγλόφωνη έκδοση, στην οποία οι ίδιοι οι ηθοποιοί ντουμπλάρουν τις φωνές τους. Στην αυθεντική, είναι ο Walter Matthau που έχει ντουμπλαριστεί από ιταλό ηθοποιό.
- Με κέρδη 17 δισεκατομμύρια λιρέτες, είχε αναδειχτεί η πιο εμπορική ιταλική ταινία της χρονιάς.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 20/8/2019
Τον είχαμε πάρει χαμπάρι κι από την Παγίδα του Νόμου, αλλά δεν είχαμε δει και κάποιες άλλες εγχώριας κατανάλωσης ιταλικές φάρσες, ώστε να ξέρουμε τι μας περιμένει. Έτσι, ο Roberto Benigni στην ουσία γεννιέται εδώ ως ένας «μικρός διάβολος» της έβδομης τέχνης, σε έναν ρόλο που τον χαρακτηρίζει και προδικάζει όσα επακολούθησαν με την τρελάρα του, κυρίως μέσα στα 1990.
Μπορείς να το πεις σάτιρα, μπορείς να το πεις παρωδία, μπορεί πιο απλά να το καθορίσεις κι ως κωμωδία -ή και κομεντί- φαντασίας. Η πρώτη αυτή προσωπική επιτυχία του Benigni δεν έρχεται εντέλει ούτε για να μπει στη μύτη κάποιων, ούτε για να γράψει την ιστορία της κωμωδίας, έστω και της ιταλικής, από την αρχή. Όση παλαβομάρα κι αν τον δέρνει εδώ, διατηρεί ένα σεμνό ύφος που τον κάνει τρισχαριτωμένο και τόσο αγαπητό, που ακόμα κι αν δεν σε κάνει φίλο, σίγουρα δεν θα σε βρει μπροστά του ως εχθρό. Ξαμολιέται λοιπόν ασύδοτα σαν να είναι μέλος του τρίο Στούτζες, και βασανίζει ως άλλος Μπαγκς Μπάνι τον άμοιρο Walter Matthau (Έλμερ), απλά επειδή αυτή είναι η φύση του. Και παρότι όλο αυτό μπορεί να σατιρίζει την εικόνα που μας εμφανίζει η εκκλησία για τον «έξω από εδώ», αμφιβάλω αν και το Βατικανό αντιστάθηκε στο να γελάσει.
Ο Τζιουντίτα-διαβολάκος κάνει ό,τι θα ήταν φυσιολογικό για έναν θεότρελο που μόλις απέδρασε από φρενοκομείο, όπου εκεί του στερήθηκε η γνώση περί της ομορφιάς της ζωής. Δεν είναι αυτό το τέρας των γραφών, είναι απλά αποκλεισμένος από τα θεία δώρα. Η αγνωσία αυτή τον κάνει παράλληλα και παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο. Ιδιότητες που φέρουν λογική στάμπα, απλά ο ρόλος που του απέδιδε εξαρχής το θεοκρατικό κατεστημένο, ήταν να «είσαι εσύ ο κακός, για να φαίνεται ξεκάθαρα η δική μου καλοσύνη… και αναγκαιότητα ύπαρξης».
Φυσικά, όπως προείπαμε, όλα αυτά τα περί θεών και δαιμόνων είναι στην ουσία σκέψεις που θα ανήκουν σε εσάς, και που η ίδια η ταινία σε ελάχιστα σημεία σε καταπιέζει να κάνεις. Υπάρχουν σαφέστατα στο αθεόφοβο μυαλό του Benigni, αλλά από την άλλη δεν είναι εδώ για να κακοκαρδίσει κανέναν, ακόμα κι αυτόν που επιμένει ότι υπάρχει ένα απόλυτο κακό με σχήμα όρθιας κατσίκας! Πιστεύω ότι προσπεράσαμε εδώ και αιώνες κάποια παρόμοια φαντάσματα μαζικού εκφοβισμού, ώστε να αποδώσουμε σε αυτή την καθαρή φάρσα παραπανήσιες ιδιότητες.
Δεν είναι καν η καλύτερη ατόφια κωμωδία του παλαβού Ιταλού (υπάρχει το Τέρας και το Τζόνι Στεκίνο που είναι τουλάχιστον ισοδύναμες), αλλά φέρει αναλλοίωτη αυτή την ταυτότητα του θα θέλαμε να μην είχε χάσει κάπου στα αζήτητα, έπειτα που αναφώνησε με όλη του την ψυχή ότι η «ζωή είναι ωραία»…
Βαθμολογία: