Ο Γατόπαρδος
- Il Gattopardo
- The Leopard
- 1963
- Ιταλία
- Ιταλικά, Λατινικά, Γερμανικά, Γαλλικά
- Δραματική, Έπος, Εποχής, Ιστορική, Πολεμικό Δράμα
Βρισκόμαστε στη Σικελία, στην έβδομη δεκαετία του 19ου αιώνα, και ολόκληρη η Ιταλία φλέγεται από την εξέγερση του Γκαριμπάλντι. Ο πρίγκιπας Δον Φαμπρίτζιο Σαλίνα ηγείται μιας ισχυρής οικογένειας, που ανησυχεί για τις εξελίξεις. Ο ανιψιός του πρίγκιπα, ο νεαρός Τανκρέντι, θα ενωθεί με τους επαναστάτες γκαριμπαλντίνους, και αφού θα συμμετάσχει σε κάποιες μάχες, θα επιστρέψει με τιμές. Η οικογένεια θα μετακομίσει στη γενέτειρα πόλη της και θα ζήσει τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, μαζί με ένα μεγάλο ρομάντζο μεταξύ του Τανκρέντι και της πανέμορφης Αντζέλικα.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Burt Lancaster … πρίγκιπας Δον Fabrizio Salina
Alain Delon … πρίγκιπας Tancredi Falconeri
Claudia Cardinale … Angelica Sedara/Bastiana
Paolo Stoppa … Δον Calogero Sedara
Rina Morelli … πριγκίπισσα Maria Stella Salina
Romolo Valli … πάτερ Pirrone
Terence Hill … κόμης Cavriaghi
Serge Reggiani … Δον Francisco ‘Ciccio’ Tumeo
Leslie French … Cavalier Chevalley
Lucilla Morlacchi … Concetta Corbera
Pierre Clementi … Francesco Paolo Corbera
Evelyn Stewart (Ida Galli) … Carolina Corbera
Giuliano Gemma … στρατηγός
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Suso Cecchi D’Amico, Pasquale Festa Campanile, Enrico Medioli, Massimo Franciosa
Παραγωγή: Goffredo Lombardo
Μουσική: Nino Rota
Φωτογραφία: Giuseppe Rotunno
Μοντάζ: Mario Serandrei
Σκηνικά: Mario Garbuglia
Κοστούμια: Piero Tosi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Il Gattopardo
- Ελληνικός Τίτλος: Η Λεοπάρδαλη της Σικελίας [αυθεντικός]
- Διεθνής Τίτλος: The Leopard
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Γατόπαρδος [επανέκδοσης]
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Il Gattopardo του Giuseppe Tomasi di Lampedusa.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ κοστουμιών.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ανερχόμενου ηθοποιού (Alain Delon).
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Καλύτερη παραγωγή στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Το μυθιστόρημα του Giuseppe Tomasi di Lampedusa εκδόθηκε το 1958, κι ενώ το είχαν προηγούμενα απορρίψει δύο μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι. Έμελλε να γίνει το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στην ιστορία της Ιταλίας, και ένα από τα πλέον σημαντικά της ιταλικής λογοτεχνίας όλων των εποχών. Ο συγγραφέας βάσισε τον κεντρικό χαρακτήρα στον προπάππου του, Δον Giulio Fabrizio Tomasi, πρίγκιπα της Λαμπεντούζα, ενώ ξεκίνησε να το γράφει για να ξεπεράσει τον προσωπικό του ξεπεσμό, που είχε έρθει ως συνέπεια του βομβαρδισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο του οικογενειακού παλατιού κοντά στο Παλέρμο, κατά την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία.
- Παρότι μεταφράστηκε ως λεοπάρδαλη στα αγγλικά αλλά και γατόπαρδος στα ελληνικά, το Il Gattopardo αναφέρεται στο αιλουροειδές σερβάλ (αφρικανική γάτα), που είναι απλά συγγενικό με τα παραπάνω αλλά και μικρότερο σε μέγεθος. Ακόμα κι αν συναντάται σπάνια βόρεια της Σαχάρας, κάποιοι Σικελοί συνήθιζαν να τα έχουν στις αυλές τους ως κατοικίδια, μια και πρόκειται για φιλικό ζώο που εξημερώνεται εύκολα.
- Το ιταλικό στούντιο Titanus Film ανακοίνωσε το 1960 την παραγωγή, με ένα μπάτζετ 2 εκατομμυρίων δολαρίων προερχόμενο ως συμπαραγωγή της Ιταλίας με τις ΗΠΑ. Στόχος ήταν να συμπεριλαμβάνει διάφορες γλώσσες, και να συνυπάρχουν ιταλοί και αμερικανοί ηθοποιοί. Ο Ettore Giannini είχε άμεσα ξεκινήσει να γράφει το σενάριο. Μέχρι να αναλάβει ο Visconti, το κείμενο είχε ήδη περάσει από αρκετά χέρια, με τον σκηνοθέτη να του δίνει την τελική του ταυτότητα, κυρίως επί των ιστορικών-πολιτικών του προεκτάσεων.
- Το 1961, η MGM ανακοίνωσε τη συμμαχία της με την Titanus, με τον Warren Beatty να βρίσκεται σε συνομιλίες με τον Visconti για τον ρόλο του Τανκρέντι. Για τον κεντρικό ρόλο, ο δημιουργός προτιμούσε είτε τον Laurence Olivier είτε τον Spencer Tracy. Ο Visconti επέμεινε στους παραγωγούς ότι έπρεπε να βρεθεί ένα πολύ μεγάλο όνομα για τον κεντρικό ρόλο, ώστε να εξασφαλιστεί ένα αντίστοιχα μεγάλο μπάτζετ. Εκείνοι αρχικά του πρότειναν να επιλέξει ανάμεσα στους Gregory Peck, Anthony Quinn, Spencer Tracy ή τον Burt Lancaster, προσλαμβάνοντας εντέλει μόνοι τους τον τελευταίο, με τον δημιουργό να μην τον εγκρίνει ως κατάλληλο για τον ρόλο. Η ένταση ανάμεσα στους δύο άντρες μεταφέρθηκε στα πλατό, αλλά δεν άργησαν Visconti και Lancaster να τα βρουν και να καταλήξουν σε μια μεταξύ τους φιλία που κράτησε για όλη τους τη ζωή. Η ειρωνεία ήταν ότι με το ξεκίνημα της παραγωγής, η MGM αποσύρθηκε από τη χρηματοδότηση, με τη γαλλική Pathe να μένει μόνη ως συμπαραγωγός εταιρία. Τα δε δικαιώματα διανομής από την πλευρά των ΗΠΑ, αγοράστηκαν από την 20th Century Fox, λίγο πριν προβληθεί η ταινία στις Κάνες.
- Επί 22 εβδομάδες γίνονταν τα εξωτερικά γυρίσματα σε χώρους της Σικελίας, μέσα και γύρω από το Παλέρμο. Το ξεκίνημα είχε γίνει με τις πολεμικές σκηνές, ενώ η 44λεπτη και κλασική σκηνή του χορού ήταν στο περίφημο Palazzo Valguarnera-Gangi. Όλα τα υπόλοιπα εσωτερικά έλαβαν χώρα ακολούθως στη Ρώμη.
- Όλες οι ατάκες του Lancaster γυρίστηκαν στην αγγλική γλώσσα, και για την ευρωπαϊκή εκδοχή χρειάστηκε να ντουμπλαριστούν στο στούντιο. Τον αμερικανό ηθοποιό υποκατέστησε φωνητικά ο Corrado Gaipa, αλλά και τον γάλλο Alain Delon ο Carlo Sabatini.
- Τέσσερις είναι οι επίσημες εκδοχές που κυκλοφορούν. Ο Visconti είχε παραδώσει 205 λεπτά ταινίας, με τους παραγωγούς να τη μειώνουν λόγω κόστους στα 195 λεπτά για την πρεμιέρα στις Κάνες. Ο ίδιος ο Visconti την κατέβασε ακολούθως στα 186 λεπτά για να βγει στις ευρωπαϊκές αίθουσες, τονίζοντας ότι αυτή ήταν η εκδοχή που προτιμούσε από όλες. Στην ντουμπλαρισμένη στα αγγλικά εκδοχή, η 20th Century Fox τη μόνταρε στα 161 λεπτά, με τους Αμερικανούς να χρειάζεται να έρθει το 1983 για να δουν την εκδοχή του σκηνοθέτη. Ακόμα κι έτσι, το φιλμ ήταν πιο εμπορικό στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη, αλλά ενώ στην Ευρώπη αξιολογήθηκε άμεσα ως αριστούργημα, οι αμερικανοί κριτικοί ήταν αντίθετοι. Με τα χρόνια, η φήμη της ταινίας ολοένα και άκμαζε, και πλέον θεωρείται μία από τις καλύτερες της έβδομης τέχνης. Ανάμεσα στους ένθερμους υποστηρικτές της είναι και ο Martin Scorsese.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Χαρακτηριστική είναι η χρήση του Valzer Brillante του Giuseppe Verdi, υπό την εποπτεία του Nino Rota. Το συγκεκριμένο βαλς δεν είχε ακόμα καταγραφεί σε δίσκο.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 27/7/2022
Είναι ο «Γατόπαρδος» η πιο όμορφη ταινία που έγινε ποτέ;..
Η αφήγηση ξεκινάει στη Σικελία του 1860, όταν οι προσευχές της οικογένειας του πρίγκιπα Fabrizio di Salina (Burt Lancaster) διακόπτονται από την ανακάλυψη του πτώματος ενός βασιλικού στρατιώτη στον κήπο τους. Ο πόλεμος έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον στρατό του βασιλιά και στους ερυθροχίτωνες του κινήματος της Ενοποίησης της Ιταλίας (Risorgimento) με επικεφαλής τον Giuseppe Garibaldi. Τότε η Ιταλία βρισκόταν υπό την κατοχή της Αυστρίας, και μικρά τμήματα της ανήκαν στους τοπικούς αριστοκράτες, όπως ο Fabrizio που βλέπει το κίνημα σαν μια απειλή για τη θέση του. Για να αποφύγει μια σύγκρουση με το στρατό του Garibardi, ο Fabrizio πρέπει να μετακινηθεί, μαζί με την οικογένειά του, στο εξοχικό του παλάτι στην Donnafugata. Εκεί προσκαλεί τον νεόπλουτο δήμαρχο Δον Calogero (Paolo Stoppa) να δειπνήσουν. Σε μια έξοχα ενορχηστρωμένη σκηνή κοινωνικής κωμωδίας, ο Visconti καταδεικνύει την ταξική ανισότητα της αριστοκρατίας από την ανερχόμενη αστική τάξη. Ο Δον Calogero είναι άξεστος, και ο πρίγκιπας θλίβεται που πρέπει να συναναστρέφεται με έναν τέτοιο άνθρωπο. Το υποτονικά φαιδρό κλίμα στο σαλόνι διακόπτεται σαν από κεραυνό με την είσοδο της απαστράπτουσας κόρης του δημάρχου, Angelica (Claudia Cardinale). Αποσβολωμένοι όλοι οι καλεσμένοι στρέφουν το βλέμμα τους στην «Απόλυτη Ομορφιά». Η ίδια αντιλαμβάνεται το σοκ που τους προκάλεσε, δαγκώνει τα χείλη από ντροπή, αλλά συνειδητοποιώντας τη δύναμη της ανυπόκριτης σαγήνης της προχωρά με αποφασιστικό βήμα. Τι μεγαλοφυής σκηνή ανθολογίας! Τι έξοχη αντίστιξη! Η δύναμη του Έρωτα αποσυνθέτει την κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο ανιψιός του πρίγκηπα, Tancredi (Alain Delon), υποκύπτει άμεσα στη γοητεία της. Ο Tancredi, κράμα ιδεαλιστή και αριβίστα, με νεανικό σφρίγος και αποφασιστικότητα προσχωρεί στο κίνημα του Garibaldi, ενώ και ο πρίγκιπας παρέχει υλική και ηθική υποστήριξη αλλά παραμένει διστακτικός και σκεπτικιστής για την αλλαγή του υφιστάμενου status quo. Συνειδητοποιώντας ότι ο κόσμος μεταβάλλεται αμετάκλητα, είναι διατεθειμένος να συνάψει συμφωνία με τους εκπροσώπους της ανερχόμενης μπουρζουαζίας με επικυρωτική πράξη τον γάμο του Tancredi με την Angelica. Λέει ο πρίγκηπας: «Εμείς (οι αριστοκράτες) είμαστε οι λεοπαρδάλεις και τα λιοντάρια αυτού του κόσμου, κι αυτοί (οι αστοί και οι έμποροι), που θα μας αντικαταστήσουν, θα είναι τα τσακάλια και τα πρόβατα, και μετά, όσοι επιβιώσουμε, λεοπαρδάλεις, λιοντάρια, τσακάλια και πρόβατα, θα συνεχίσουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας σαν το αλάτι της γης». Το πιο ξεκάθαρο μήνυμα της ταινίας είναι ο ισχυρισμός του καιροσκόπου Tancredi: «Για να παραμείνουν τα πράγματα ίδια, όλα πρέπει να αλλάξουν». Από την πλευρά του ο Fabrizio αναγνωρίζει την κενότητα του κοινωνικού του κύκλου, αλλά παράλληλα θλίβεται για τη φθίνουσα επιβίωσή του. «Εγώ ανήκω σε μια ατυχή γενιά», δηλώνει, «με δύο κόσμους που επικαλύπτονται αλλά είναι άρρωστοι και οι δύο».
Η μνήμη και ο ρεαλισμός εκφράζονται συνήθως σε δύο διαφορετικούς χρόνους: η πρώτη στο παρελθόν και ο δεύτερος στο παρόν. Αντίθετα, στον κινηματογράφο του Visconti οι παράλληλες διαδρομές της ηχούς και του λόγου, της νοσταλγίας και της μαρτυρίας, του Proust και του Verga τείνουν να διασταυρώνονται συστηματικά. Στην τελειοποίηση των εικόνων του συγχωνεύονται πολλές τέχνες και γλώσσες, ιστορίες και συζητήσεις διαφόρων εποχών και διαφορετικών πλαισίων, που βρίσκουν κάθε φορά μια συγκεκριμένη χρονικότητα στο συνεχές παρόν του κινηματογράφου.
Ο «Γατόπαρδος» -το magnum opus του Visconti- είναι βασισμένος στο αρκετά πολύπλοκο πολιτικό μυθιστόρημα του Giuseppe Tomasi di Lampedusa, και αποτελεί μια μαγευτική νωπογραφία ενός κόσμου στο λυκόφως του. Εμπνευσμένος περισσότερο από τις αρχές του λογοτεχνικού ρεαλισμού παρά από εκείνες του κινηματογραφικού νεορεαλισμού, ο Visconti αφιερώνει τη σκηνοθεσία στη βελτίωση της λεπτομέρειας, στον πλούτο του στολισμού και στο βάθος της περιγραφής, για να επαναφέρει τη σύγχρονη Σικελία σε αυτήν των χρόνων της Ενοποίησης της Ιταλίας. Η ταινία είναι σκηνοθετημένη με απαράμιλλο μπαρόκ στιλ, εκπληκτική σκηνογραφική αντίληψη, έξοχη αναπαράσταση εποχής που θυμίζει tableau-vivant, και είναι πλημμυρισμένη στο βελούδινο φως του Giuseppe Rotunno και στην αιθέρια μουσική του Nino Rota. Είναι αληθινά σπάνιο για μια «ταινία εποχής» να συνδυάζει την αισθητική κομψότητα, τη σκηνογραφική σχολαστικότητα, και παράλληλα να εμβαθύνει στην κοινωνικοπολιτική φιλοσοφία αλλά και σε ερεβώδη υπαρξιακά ζητήματα με ακριβή και λεπτομερή τρόπο.
Οι παραγωγοί της ταινίας επέβαλλαν, για εμπορικούς λόγους, στον Visconti τον μεγάλο αστέρα Burt Lancaster, απόφαση που προκάλεσε κάποια αρχική τριβή στο σετ, αλλά η διαμάχη μετριάστηκε γρήγορα όταν αποδείχθηκε ιδανική επιλογή. Ο Lancaster αποτελεί υπόδειγμα που ακτινοβολεί αριστοκρατική αρρενωπότητα, αξιοπρεπή εμπιστοσύνη και ανθρώπινη θέρμη. Ο χαρακτήρας του διαθέτει ένα συμπαθητικό άγριο χιούμορ (ιδιαίτερα στις σκηνές με τον εξομολογητή ιερέα του) και εκφράζει τέλεια ένα από τα βασικά διλλήματα του έργου, εκείνο της εμπλοκής έναντι της παθητικότητας στις μεταβολές των καιρών. Ο Δον Fabrizio δεν είναι απλά παγιδευμένος σε μια εποχή εθνικής κρίσης, συνειδητοποιεί τις συνέπειες για την τάξη του, με διστακτική κατανόηση και μελαγχολική αμφιθυμία. Βλέπει τον αριβισμό του Tancredi και των συνοδοιπόρων του, και κρατά αποστάσεις από τον καταναγκαστικό ριζοσπαστισμό. H υπαρξιακή κρίση του Fabrizio φτάνει στο ζενίθ της κατά τη διάρκεια της πολυτελούς δεξίωσης, στην οποία γιορτάζεται ο ταξικός συμβιβασμός ανάμεσα στον «Γατόπαρδο» και το «Τσακάλι».
Σε σύγκριση με την αρχική κομψότητα της ταινίας, αυτή η μνημειώδης σεκάνς είναι πνιγηρή και καταπιεστική, αλλά αποτελεσματικά συμβολική στον υπέρτατο βαθμό. Αυτό που ήταν αρχικά ένας εσωτερικός μονόλογος στο μυθιστόρημα του Lampedusa με μόλις 28 σελίδες από τις 270, εδώ είναι μια ζωτική έκφραση της καλλιτεχνικής δεινότητας του Visconti και της μεταβατικής ιδιοσυγκρασίας του πρίγκιπα. Άλλωστε, η κεφαλαιώδης σημασία της είναι αυταπόδεικτη από την αναλογία της διάρκειας της: 45 λεπτά σε μια ταινία 185 λεπτών.
Η ορχήστρα παίζει βαλς του Verdi. Οι νέοι χορεύουν ξανά και ξανά, και οι ηλικιωμένοι παρακολουθούν προσεκτικά και μετράνε την πιθανότητα μελλοντικής εκπλήρωσης με ενδοταξικούς γάμους. Ο πρίγκιπας κινείται σαν σκιά. Η κάμερα τον ακολουθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο, υποδηλώνοντας τις σκέψεις του, τις επιθυμίες του, τη θλίψη του. Τελικά ο πρίγκιπας χορεύει με την Angelica ένα τελευταίο βαλς. Η ερωτική τους έλξη είναι αμοιβαία. Νοιώθουμε τον απελπισμένο πόθο του, τη μελαγχολία και τη μειονεξία του απέναντι στα νιάτα του Tancredi. Θρηνεί βουβά για την κατάρρευση της τάξης του, την αδυναμία του να έχει δική του μια νέα και όμορφη γυναίκα αλλά και τον επερχόμενο φυσικό του θάνατο. Τα ξημερώματα αποχωρεί και περπατά μόνος, αγέρωχος αλλά πολλαπλά ηττημένος, ενώ ακούγονται οι εκτελέσεις οπαδών του Garibardi, και η τραγική του μοναξιά αποτυπώνεται σε ένα ήσυχα πένθιμο τελικό πλάνο. H αχλύ της φθοράς και του θανάτου καλύπτει τα πάντα σε αυτόν τον συγκινητικό διαλογισμό για τη θνησιμότητα.
Ο «Γατόπαρδος» αναγνωρίζεται διαχρονικά ως μία από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, με το σπάνιο προτέρημα που διαθέτουν τα γνήσια αριστουργήματα: κατορθώνει να είναι ένα πολύ προσωπικό έργο, ταινία ενός auteur, αλλά ταυτόχρονα να μαγεύει και να συναρπάζει το πλατύ κοινό. Χωρίς διδακτισμό αποκαλύπτει στον θεατή τους νόμους του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού, την αέναη κίνηση της ζωής, τη νομοτέλεια του νέου που θα αντικαταστήσει το παλιό, τη συνεχή ταξική πάλη.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο κορυφαίος κριτικός Roger Ebert για το φιλμ: «Γράφτηκε από τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να το γράψει, σκηνοθετήθηκε από τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να το σκηνοθετήσει, και ερμηνεύτηκε από τον μόνο άνθρωπο που θα μπορούσε να παίξει τον χαρακτήρα του τίτλου».
Βαθμολογία:
Μοναδικό αριστούργημα!