1862, και ενώ μαίνεται ο αμερικανικός εμφύλιος. O «Καλός» τριγυρνάει στην έρημο, συλλαμβάνει καταζητούμενους, τους παραδίδει στις αρχές για λύτρα και λίγο πριν κρεμαστούν, τους σώζει και τους απελευθερώνει. Ο «Άσχημος» απαγάγει τον «Καλό», τον πηγαίνει στην έρημο και τον βασανίζει μέσα στη ζέστη. Λίγο πριν τον σκοτώσει αλλάζει γνώμη αφού μαθαίνει ότι ο «Καλός» γνωρίζει το μυστικό μέρος ενός κρυμμένου θησαυρού. Ο «Κακός» είναι ένας εξαίρετος πιστολέρο που συναγωνίζεται τον «Καλό» και φυσικά θέλει και αυτός τον θησαυρό…

Σκηνοθεσία:

Sergio Leone

Κύριοι Ρόλοι:

Clint Eastwood … Blondie

Eli Wallach … Tuco Benedicto Pacifico Juan Maria Ramirez

Lee Van Cleef … Sentenza ‘Angel Eyes’

Aldo Giuffre … λοχαγός Clinton

Luigi Pistilli … πάτερ Pablo Ramirez

Mario Brega … δεκανέας Wallace

Rada Rassimov … Maria

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Agenore Incrocci, Furio Scarpelli, Luciano Vincenzoni, Sergio Leone

Στόρι: Luciano Vincenzoni, Sergio Leone

Παραγωγή: Alberto Grimaldi

Μουσική: Ennio Morricone

Φωτογραφία: Tonino Delli Colli

Μοντάζ: Eugenio Alabiso, Nino Baragli

Σκηνικά: Carlo Simi

Κοστούμια: Carlo Simi

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Il Buono, il Brutto, il Cattivo
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος
  • Διεθνής Τίτλος: The Good, the Bad and the Ugly
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Man with No Name 3: The Good, the Bad and the Ugly

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Παραλειπόμενα

  • Κλείσιμο της θρυλικής σπαγγέτι τριλογίας Dollars Trilogy, γνωστής και ως “τριλογία του ανθρώπου χωρίς όνομα”. Και μια και τοποθετείται στο 1862, πρόκειται επίσημα για το πρίκουελ της σειράς.
  • Μετά την ευρωπαϊκή επιτυχία του Μονομαχία στο Ελ Πάσο, η United Artists προσέγγισε τον σεναριογράφο Luciano Vincenzoni για να γράψει μια συνέχεια. Ούτε αυτός, ούτε ο Alberto Grimaldi, αλλά ούτε και ο Sergio Leone είχαν κάτι τέτοιο στα πλάνα τους, αλλά με τις ευλογίες σκηνοθέτη και παραγωγού ο Vincenzoni συνέλαβε μια ιδέα για τρεις πιστολέρο που αναζητούν θησαυρό στον αμερικανικό εμφύλιο. Το στούντιο την ενέκρινε αλλά ζητούσε να μάθει το μπάτζετ. Παράλληλα, ο Grimaldi προσπαθούσε να κλείσει τη συμφωνία για το δικό του όφελος, και πέτυχε να πάρει 1 εκατομμύριο δολάρια για το μπάτζετ, με το στούντιο να του δίνει μπροστά 500 χιλιάδες δολάρια, και να μοιράζονται μισά-μισά τα κέρδη εκτός Ιταλίας. Ο Leone βρήκε με το συγκεκριμένο σενάριο την ευκαιρία να δείξει τον παραλογισμό ενός πολέμου (ειδικά ενός εμφυλίου), και προστέθηκε στο επιτελείο.
  • Leone και Vincenzoni ξεκίνησαν τη συγγραφή του σεναρίου, με τον δεύτερο να προτείνει να προστεθεί στην ομάδα και το κωμικό δίδυμο των Age & Scarpelli μαζί με τον Sergio Donati. Ο Leone το αποδέχτηκε και αργότερα ονόμασε αυτήν ως τη χειρότερη απόφαση της καριέρας του. Από τους Age & Scarpelli δεν έμεινε λέξη στο τελικό κείμενο, ακόμα κι αν μπήκαν στα κρέντιτ (αντίθετα δεν μπήκε του Donati, που εργάστηκε κανονικά). Ο δε Vincenzoni ολοκλήρωσε τη δουλειά του μέσα σε 11 ημέρες και αποχώρησε, αφού ήρθε σε ρήξη με τον Leone πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα.
  • Ο Clint Eastwood είχε ολοκληρώσει την πορεία του με τη σειρά Rawhide, αλλά κανένα από τα δύο πρώτα της σειράς δεν είχε παιχτεί ακόμα στις ΗΠΑ. Χωρίς να έχει κάποια άλλη σημαντική πρόταση, έκανε τον δύσκολο (ήθελε να είναι το πρώτο όνομα του φιλμ). Ο Leone ταξίδεψε ως την Καλιφόρνια για να τον πείσει, και μετά από δύο ημέρες ο Eastwood δέχτηκε για έναν μικρό μισθό, μια Ferrari, αλλά και το 10% των αμερικανικών εισπράξεων.
  • Στο αυθεντικό σενάριο ο “ξανθούλης” έχει όνομα, και αυτό είναι Joe. Ποτέ όμως δεν χρησιμοποιείται επί του φιλμ.
  • Ο σκηνοθέτης σκέφτηκε πρώτα τον Gian Maria Volonte για τον Τούκο, αλλά στράφηκε στον Eli Wallach θεωρώντας ότι χρειάζονταν κάποιον να συνδυάζει και κωμικό ταλέντο.
  • Για τον Angel Eyes, ο Leone ήθελε τον Enrico Maria Salerno, που ντούμπλαρε στις δύο πρώτες ταινίες τον Eastwood για την ιταλική τους εκδοχή. Ως εναλλακτικό είχε τον Charles Bronson, αλλά εκείνος προτίμησε το πολεμικό Και οι 12 Ήταν Καθάρματα. Εντέλει σκέφτηκε να συνεργαστεί ξανά με τον Lee Van Cleef, που από εδώ καθιερώθηκε στους ρόλους σκληρών.
  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στα στούντιο Cinecitta της Ρώμης, για να μεταφερθούν στην επαρχιακή Ισπανία. Αυτή τη φορά οι απαιτήσεις σε σχέση με τις δύο άλλες ταινίες ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες, με εκατοντάδες ισπανούς φαντάρους να φτιάχνουν από το μηδέν ένα νεκροταφείο χιλιάδων σταυρών. Η δε σκηνή της έκρηξης της γέφυρας χρειάστηκε να γυριστεί εις διπλούν, αφού οι τρεις κάμερες αντιτάχτηκαν μαζί της την πρώτη φορά.
  • Ο Wallach είχε καταγγείλει τρεις φορές στις οποίες κινδύνευσε η ζωή του κατά τα γυρίσματα. Μπορεί να κατονόμαζε ως σπουδαίο δημιουργό τον Leone, αλλά τον θεωρούσε πλέον χλιαρό στα θέματα ασφάλειας.
  • Οι ηθοποιοί ερμήνευαν στη μητρική τους γλώσσα, με τα αγγλικά να παραμένουν εκ των γυρισμάτων για την αγγλόφωνη εκδοχή. Το αντίθετο φυσικά έγινε με το δεύτερο καστ που ήταν Ιταλοί, με το αγγλικό ντουμπλάρισμα να μην είναι καλής ποιότητας. Αιτία για αυτό ήταν ο ίδιος ο Leone, που προτιμούσε πάντα να δίνει περισσότερη βάση στο οπτικό κομμάτι μιας ταινίας, παρά στις τεχνικές λεπτομέρειες.
  • Με το πέρας των γυρισμάτων, ο Eastwood είχε φτάσει στα όρια του με τον περφεξιονισμό του ιταλού σκηνοθέτη, αρνούμενος τον ρόλο του “άντρα με τη φυσαρμόνικα” στο Κάποτε στη Δύση, και μη δουλεύοντας μαζί του έκτοτε ποτέ. Ο Leone θα πάρει χρόνια μετά την εκδίκηση του, κοροϊδεύοντας τις ικανότητες του Eastwood μπροστά σε αυτές του Robert De Niro, εργαζόμενος για το Κάποτε στην Αμερική. Η τελική απάντηση του Eastwood ήταν να χαρίσει το πόντσο που φορούσε στις τρεις ταινίες, και πλέον βρέθηκε κρεμασμένο σε μεξικανικό εστιατόριο.
  • Στις ΗΠΑ, ολόκληρη η τριλογία του δολαρίου προβλήθηκε μέσα στο ίδιο έτος.
  • Με το κόστος να είναι στα 1,2 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έφτασε σε εισπράξεις τα 38,9.
  • Οι αρχικές κριτικές ήταν μοιρασμένες, με τις σύγχρονες να μιλούν για αριστούργημα. Για τον Quentin Tarantino αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην ιστορία του κινηματογράφου, και η πλέον καλοσκηνοθετημένη ταινία.
  • Ο Luciano Vincenzoni αναφέρθηκε πολλάκις στην ύπαρξη ενός σίκουελ σεναρίου, που σύμφωνα με τον ίδιο και τον Eli Wallach τοποθετούνταν 20 χρόνια αργότερα. Παρότι ο Clint Eastwood είχε προσφερθεί ακόμα και εν είδει αφηγητή, κι ενώ ο Joe Dante ζήτησε από τον Leone να αναλάβει παραγωγός με εκείνον σκηνοθέτη, ο τελευταίος έβαλε ταφόπλακα στο σχέδιο, θέλοντας η ιστορία να παραμείνει ως είχε.
  • Το κορεατικό Ο Καλός, ο Κακός και ο Περίεργος (2008) του Jee-woon Kim δεν μπορεί να θεωρηθεί ριμέικ, αλλά είναι ό,τι κοντινότερο σε επιρροή από εδώ, μέσα σε έναν μεγάλο αριθμό έργων που επηρεάστηκαν άμεσα ή έμμεσα από την ταινία (όπως το Reservoir Dogs ή το The Dark Tower: The Gunslinger του Stephen King). Ο όρος σπαγγέτι γουέστερν δεν γεννήθηκε εδώ, αλλά ήταν επίσημα η έναρξη της “ιταλικής εισβολής” στο παραδοσιακό αμερικανικό γουέστερν, που πλέον αποδέχτηκε τη βία και τους αντιήρωες.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Leone άλλαξε εδώ τη μέθοδο συνεργασίας του με τον Ennio Morricone, με τη μουσική να γράφεται πριν ξεκινήσει η ταινία να γυρίζεται. Τη χρησιμοποίησε μάλιστα ως έμπνευση για την κάθε σκηνή, και την έβαζε να παίζεται κατά τα γυρίσματα.
  • Μέσα από τις μυθικές συνθέσεις ξεχώρισε το The Ecstasy of Gold, με τα φωνητικά της Edda Dell’Orso. Το εικονικό αυτό κομμάτι χρησιμοποιείται από τους Metallica για το άνοιγμα των συναυλιών τους, αλλά και οι Ramones σπάνια το ξεχνούσαν στα δικά τους live.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 25/1/2016

Ο Σέρτζιο Λεόνε έμεινε στην ιστορία του σινεμά γιατί με τα δικά του γουέστερν-σπαγγέτι δημιούργησε μια άψογη καλλιτεχνική φόρμα που αφήνει τον ρεαλισμό και πάει σε έναν ιδιότυπο εξπρεσιονισμό, παραμένοντας ολότελα και ταυτόχρονα λαϊκό σινεμά, ενώ αρνείται τον οποιοδήποτε ηθικισμό. Πόσοι άλλοι σκηνοθέτες το κατόρθωσαν αυτό;

Το τρίτο μέρος της «τριλογίας του δολαρίου» («Για Μια Χούφτα Δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο») είναι πιο σκληρό χωρίς να λείπει η ειρωνεία -δεν υπάρχουν καλοί, πού να τολμήσει κάτι τέτοιο το Χόλιγουντ και μάλιστα στα 1960!- με τους Κλιντ Ίστγουντ, Ιλάι Γουάλας και Λι Βαν Κλιφ να προβάλλουν ως εμβληματικές μορφές της Άγριας Δύσης. Γκρο πλάνα από φάτσες που εναλλάσσονται με πανοραμικές εικόνες από έρημες εκτάσεις, εξαιρετικό μοντάζ δράσης με χιτσκοκική πονηριά. Στιλ, προπάντων στιλ. Γυρισμένο, εννοείται, στην Ιταλία και την Ισπανία με ντόπιους χωρικούς-κομπάρσους, αληθινά ψημένους στον ήλιο κι όχι μακιγιαρισμένους αλά Χόλιγουντ.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

19 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *