Ο αυτάρεσκος, εγωκεντρικός και αμετανόητα ανώριμος Εράσμους είναι ο λαμπερός παρουσιαστής μιας επιτυχημένης μαγειρικής εκπομπής σε παραγωγή του ταλαίπωρου συζύγου του, Πολ, με έδρα το εξωτικό Σάντα Φε. Η ιδιόρρυθμη και μάλλον δυσλειτουργική καθημερινότητα του ζευγαριού που τσακώνεται συνεχώς, θα ανατραπεί όταν ο δεκάχρονος εγγονός του Εράσμους, Μπιλ, μετακομίσει μαζί τους.

Σκηνοθεσία:

Andrew Fleming

Κύριοι Ρόλοι:

Steve Coogan … Erasmus Brumble

Paul Rudd … Paul Morgan

Jack Gore … Angel/Bill Brumble

Alison Pill … Melissa Enright

Jake McDorman … Beau Brumble

Frances Lee McCain … Doris

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Andrew Fleming

Παραγωγή: Maria Teresa Arida, Clark Peterson, Aaron Ryder, Maxime Remillard, Gabrielle Tana

Μουσική: John Swihart

Φωτογραφία: Alexander Gruszynski

Μοντάζ: Jeffrey M. Werner, Byron Wong

Σκηνικά: Tony Fanning

Κοστούμια: Judith R. Gellman

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ideal Home
  • Ελληνικός Τίτλος: Ένα Φανταστικό Σπίτι

Παραλειπόμενα

  • Για το σενάριο, ο Andrew Fleming δανείστηκε προσωπικά βιώματα από τη σχέση του με έναν άντρα επί 23 χρόνια.
  • Από τη στιγμή που γεννήθηκε η ιδέα για το φιλμ ως αυτήν που κυκλοφόρησε στις αίθουσες υπάρχει ένα χάσμα 10 ετών.
  • Αρκετοί από τους straight χαρακτήρες ερμηνεύονται από γκέι ηθοποιούς.
  • Στην πραγματικότητα, το σπίτι των δύο αντρών είναι ένα μοντάζ από γυρίσματα σε δύο διαφορετικά σπίτια.
  • Ενώ είχε μπάτζετ 10 εκατομμυρίων δολαρίων, τα αναφερόμενα έσοδα ήταν μόλις στα 147 χιλιάδες δολάρια.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 28/8/2018

Παρά το ότι στους τίτλους τέλους καθίσταται σαφές ότι η ταινία του Andrew Fleming αποτελεί ένας φόρος τιμής για τα ομόφυλα ζευγάρια που αποφασίζουν να υιοθετήσουν παιδιά, αυτό κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο είναι στα λεπτά που προηγούνται. Κι αυτό γιατί το “Ideal Home” δεν αναπτύσσεται σαν ένα στρατευμένο φιλμ (ίσα ίσα που πολλές φορές μπορεί κάποιος εύκολα να παρεξηγήσει την αποτύπωση του ζευγαριού Rudd και Coogan ως στερεοτυπική και υπογείως ομοφοβική, κάτι που όμως διορθώνεται όσο ξεδιπλώνονται οι ήρωές τους), αλλά σαν μια συνηθισμένη κωμωδιούλα καταστάσεων. Ο μέσος θεατής που θα το δει, αυτό που θα θυμάται όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους θα είναι τα καλαμπούρια και όχι το επιμύθιο, γεγονός που λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία ευτυχώς λείπουν βαρύγδουπες διδακτικές κορώνες, από την άλλη το εγχείρημα είναι περιορισμένης δυναμικής και φιλοδοξιών τόσο λόγω της απουσίας ύφους με ταυτότητα από πλευράς σκηνοθεσίας (που θυμίζει περισσότερο φροντισμένη τηλεταινία παρά προϊόν προορισμένο για τις κινηματογραφικές αίθουσες) όσο και λόγω του τρόπου μεταχείρισης των χαρακτήρων που κρίνεται ως τουλάχιστον επιπόλαιος. Αν ειδωθεί πάλι για αυτό που είναι, δηλαδή για μια δραμεντί που έχει τονισμένο παραπάνω το χιουμοριστικό στοιχείο από το «σοβαρό» χωρίς μεγάλες καλλιτεχνικές απαιτήσεις, τότε το φιλμ λειτουργεί ως ένα βαθμό. Είναι αρκετά αστείο, ευχάριστο, με μια καλή αίσθηση ρυθμού και, κυρίως, αφηγηματικά συμπυκνωμένο (εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος πόσο θα ξεχείλωνε μια τέτοια ιδέα στα χέρια ενός Judd Apatow), ενώ αίσθηση προκαλεί και η απρόσμενη σάτιρα ενάντια στην υποκρισία και τη ματαιοδοξία της μπουρζουαζίας κυρίως στα πρώτα λεπτά, που βρίσκεται όμως και διάσπαρτη σε ύστερες σκηνές.

Υπάρχουν προβλήματα που σαμποτάρουν το τελικό αποτέλεσμα, με κύριο το ότι το σενάριο στηρίζεται τόσο πολύ στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι ώστε όλοι οι άλλοι χαρακτήρες που το περιβάλλουν σχεδόν εξαφανίζονται, ακόμη και το παιδί που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι στο κέντρο της δραματουργίας λόγω της τραγικής ιστορίας του πιάνει ελάχιστο κινηματογραφικό χρόνο, σαν να μην έχει αυτόνομη υπόσταση και να λειτουργεί μονάχα ως όχημα ανάδειξης της σχέσης μεταξύ των δύο ηθοποιών. Το ντουέτο που έχει στα χέρια του ο Fleming είναι σαφώς αβανταδόρικο και το ξέρει, αλλά από τη στιγμή που ρουφάει σχεδόν όλα τα λεπτά του φιλμ αυτό οδηγεί και σε ένα φτωχό σύμπαν δευτερευόντων ηρώων, κάτι που γίνεται πιο αισθητό όταν η υπερβολική παραμονή των Rudd και Coogan μπροστά από την κάμερα κουράζει. Οι ίδιοι πάντως ως ερμηνευτές το καταδιασκεδάζουν, αν και είναι ο Rudd αυτός που ξεχωρίζει, πιο μετρημένος, ώριμος και ισορροπημένος από το επί της οθόνης ταίρι του που γέρνει συνεχώς προς την υπερβολή, άλλοτε όντως διασκεδάζοντας, άλλοτε καταντώντας επαναλαμβανόμενος και καθιστώντας εμφανές ότι προσπαθεί να εκμαιεύσει το γέλιο.

Κάνει εντύπωση πάντως το πως πέρα από τις βρισιές (οι οποίες χρησιμοποιούνται υπέρ το δέον για να αποσπάσουν χαχανητά, μια συνήθης μάστιγα της σύγχρονης αμερικάνικης κωμωδίας που πολλάκις ξεχνάει ότι το παν βρίσκεται στο μέτρο) που ακούγονται και δυο ή τρεις σεξουαλικές αναφορές, το σύνολο διέπεται από μια νοοτροπία που θα χαρακτήριζε ακόμη και μια οικογενειακή κομεντί. Ίσως είναι θέμα χρόνου, όπως το “Love, Simon” υπήρξε μια ταινία μεγάλου στούντιο για την εφηβική ομοφυλοφιλία να γυριστεί ένα φιλμ για το ευρύ κοινό και κατάλληλη και για ανηλίκους για μια γκέι οικογένεια, μιας και η τηλεόραση ήδη έχει προλάβει να καλύψει αυτό το κενό με το “Modern Family”. Αναπόφευκτα αυτό θα φέρει έναν κορεσμό στο υποείδος του LGBT κινηματογράφου που σήμερα έχει συνυφαστεί με ως επί το πλείστον καλές ταινίες, όμως μάλλον τα πράγματα έχουν προχωρήσει αρκετά μπροστά ώστε να συμβεί κι αυτό για χάρη μιας πιο ίσα κατανεμημένης εκπροσώπησης. Για χάρη αυτού του μακροπρόθεσμου στόχου, ακόμη κι έργα με μικρό εκτόπισμα όπως το “Ideal Home” έχουν ένα λόγο ύπαρξης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *