
Από το κορίτσι της χορωδίας του Νιού Τζέρσεϋ σε μια από τις πιο πολυβραβευμένες και με τις μεγαλύτερες πωλήσεις τραγουδίστριες όλων των εποχών, ξετυλίγεται το εμπνευσμένο, οδυνηρό και συναισθηματικό ταξίδι στη ζωή και την καριέρα της Γουίτνεϊ Χιούστον.
Σκηνοθεσία:
Kasi Lemmons
Κύριοι Ρόλοι:
Naomi Ackie … Whitney Houston
Stanley Tucci … Clive Davis
Ashton Sanders … Bobby Brown
Tamara Tunie … Cissy Houston
Nafessa Williams … Robyn Crawford
Clarke Peters … John Houston
Dave Heard … Rickey Minor
Tanner Beard … Gunther
Bria Danielle Singleton … Bobbi Kristina
Daniel Washington … Gary Houston
Lance A. Williams … Gerry Griffith
Kris Sidberry … Pat Houston
JaQuan Malik Jones … Michael Houston
Jaison Hunter … Jermaine Jackson
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Anthony McCarten
Παραγωγή: Clive Davis, Patricia Houston, Matt Jackson, Jeff Kalligheri, Thad Luckinbill, Trent Luckinbill, Anthony McCarten, Lawrence Mestel, Denis O’Sullivan, Christina Papagjika, Matthew Salloway, Molly Smith
Μουσική: Chanda Dancy
Φωτογραφία: Barry Ackroyd
Μοντάζ: Daysha Broadway
Σκηνικά: Gerald Sullivan
Κοστούμια: Charlese Antoinette Jones
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Whitney Houston: I Wanna Dance with Somebody
- Ελληνικός Τίτλος: Whitney Houston: I Wanna Dance with Somebody
- Εναλλακτικός Τίτλος: I Wanna Dance with Somebody
Παραλειπόμενα
- Το 2020, η ταινία είχε ανακοινωθεί με σκηνοθέτιδα την καναδή Stella Meghie. Όταν ανέλαβε η Kasi Lemmons, η Meghie παρέμεινε στην ομάδα της παραγωγής.
- Ο σεναριογράφος Anthony McCarten είχε επενδύσει πάνω σε αυτό το σχέδιο, αγοράζοντας ο ίδιος τα δικαιώματα για τη βιογραφία της Whitney Houston, αλλά και ό,τι είχε σχέση αναφορικά με αυτήν με τη μουσική και τους στίχους των τραγουδιών της.
- Ένας από τους πλέον σημαντικούς ανθρώπους για τη ζωή και την καριέρα της μουσικής ντίβας, ο μουσικός παραγωγός της Clive Davis, συμμετέχει και στην ταινία ως παραγωγός.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η αληθινή φωνή της Whitney Houston ακούγεται σε όλα τα τραγούδια της ταινίας. Το σάουντρακ με τον επεξηγηματικό τίτλο I Wanna Dance with Somebody (The Movie: Whitney New, Classic and Reimagined) περιέχει 35 κομμάτια που συνοψίζουν την καριέρα της μεγάλης σταρ. Κάποια από αυτά είναι σε νέα μίξη από τους παραγωγούς Sam Feldt, Moto Blanco, P2J, Lucky Daye, Oxlade, Pheelz και Samaria, ενώ υπάρχουν και κάποιες ηχογραφήσεις που δεν είχαν συμπεριληφθεί ως πριν σε άλμπουμ. Ένα από αυτά τα τελευταία, το Don’t Cry for Me (που η Houston είχε ερμηνεύσει σε φιλανθρωπική συναυλία το 1994), ακούγεται σε τρεις εκδοχές, με την τελευταία να είναι α καπέλα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/12/2022
Σύμφωνα με το κυνικό και αρκετά προβληματικό κλισέ, όσο πιο τραγική η ζωή ενός αληθινού προσώπου, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να βγει από αυτή μια σπουδαία ταινία. Το φιλμ της Kasi Lemmons, με μερικές εξαιρέσεις όπου βρίσκονται σε «γκρίζες» περιοχές, αντιμετωπίζει με σεβασμό τη μνήμη της σπουδαίας Whitney Houston κι έχει κάποιους υπολογίσιμους άσους στο μανίκι του. Δεν είναι όμως σινεμά που πρωτοτυπεί ή που μένει απαραίτητα αξέχαστο στο σύνολό του, λόγω των συμβατικών κατευθύνσεων που επιλέγει.
Η ρίζα του προβλήματος μάλλον βρίσκεται στο σενάριο του αγαπημένου (όχι τυχαία) των Όσκαρ Anthony McCarten, που έχει την τυπική δομή μιας μέσης μουσικής βιογραφίας με ελάχιστες εκπλήξεις και τη νοοτροπία του να χωρέσει μέσα του όσο περισσότερες στιγμές-σταθμούς της Houston γίνεται εις βάρος της ουσιαστικής ανάπτυξής της σε επίπεδο κινηματογραφικού χαρακτήρα. Σημαντικές διαπροσωπικές της σχέσεις εξερευνώνται μέχρι ενός σημείου, για όσο μπορεί να βγει ένα έντονο, αλλά όχι πολυσύνθετο, συναίσθημα μέσα από αυτές. Επιπλέον, η εμπορικής φύσης απόφαση για σήμανση PG-13 οδηγεί σε διαλόγους που δίνουν την εντύπωση του «νερωμένου» και του αφύσικου, αποδυναμώνοντας το δράμα.
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Lemmons όσον αφορά τις δραματικές πτυχές της ταινίας της είναι εξίσου πεζή και φλερτάρει ενίοτε και με μια τηλεοπτικότητα παλιάς κοπής, ωστόσο υπάρχει ένας άλλος τομέας στον οποίο τα πηγαίνει θαυμάσια, και αυτός είναι οι μουσικές σκηνές. Οι συγκεκριμένες σεκάνς διαθέτουν έναν μοναδικό παλμό, λόγω και της συνδρομής του μοντάζ, αναδεικνύοντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα τραγούδια και αποτελώντας ίσως το πλέον σημαντικό δέλεαρ για να επιλέξει κανείς τη μεγάλη οθόνη για να απολαύσει το εν λόγω φιλμ. Και παρά τη μεγάλη διάρκεια που γίνεται αισθητή σε κάποια σημεία, γενικά επικρατεί μια αρκετά στρωτή ροή που καθιστά τη θέαση ευχάριστη.
Η ερώτηση που σίγουρα θα ενδιαφέρει κυρίως όσους παρακολουθούν κάθε τρέχουσα σεζόν των βραβείων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είναι αν η Naomi Ackie ανταποκρίνεται στο να υποστηρίξει έναν τόσο μεγάλης εμβέλειας πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε γενικές γραμμές, η ερμηνεία της κρίνεται ως επιτυχημένη από την άποψη ότι σκιαγραφεί μια ολοκληρωμένη ηρωίδα με πλούσιο εύρος συναισθημάτων, κι ενώ μάλλον αναπόφευκτα ακολουθείται η μέθοδος του lip syncing σχεδόν σε όλες τις στιγμές που περιλαμβάνουν τραγούδια, η ενέργεια και η έμφαση που έχει δώσει στο κινησιολογικό κομμάτι μαρτυρούν μια ισχυρή αφοσίωση. Για να λέγονται όλα όμως, λείπει εκείνο το μεγάλο ξέσπασμα που θα απογείωνε περαιτέρω τη μεγάλη της προσπάθεια. Το καλό πάντως είναι πως δεν πετάγονται στα σκουπίδια οι δεύτεροι ρόλοι για χάρη ενός one woman show, με τον Stanley Tucci να αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την ασύγκριτη δυναμική του ως καρατερίστας και την Tamara Tunie από κοντά να προσφέρει μια ραχοκοκαλιά ωριμότητας με μια άκρως στιβαρή μητρική παρουσία.
Ό,τι θα περίμενε κανείς λιγότερο ή περισσότερο από μια φροντισμένη χολιγουντιανή παραγωγή για ένα από τα μεγαλύτερα ποπ είδωλα του 20ου αιώνα βρίσκεται εδώ, χωρίς ρίσκα κι έμπνευση που να ξεπερνάει μια τεχνική αρτιότητα. Η συγκίνηση για την τεράστια προσφορά και την άδικη απώλεια της Houston πάντως είναι και αυτή παρούσα, και σίγουρα θα ξυπνήσει αναμνήσεις σε όλους εκείνους που έζησαν μέσω των media το εμβληματικό πέρασμά της από την παγκόσμια μουσική σκηνή.
Βαθμολογία: