Σε μια ήσυχη αμερικανική κωμόπολη, ένα 12χρονο παιδί εξαφανίζεται ξαφνικά. Ο επικεφαλής της έρευνας προσπαθεί να βρει τις απαραίτητες ισορροπίες ανάμεσα στις απαιτήσεις της δουλειάς του και την προσωπική του ζωή, μετά από την πρόσφατη απιστία της συζύγου του. Όταν μια αλλόκοτη παρουσία μέσα στο σπίτι του βάζει σε κίνδυνο τον γιο τους, το κουβάρι του μυστηρίου αρχίζει να ξετυλίγεται με γρήγορους ρυθμούς.
Σκηνοθεσία:
Adam Randall
Κύριοι Ρόλοι:
Helen Hunt … Jackie Harper
Jon Tenney … Greg Harper
Judah Lewis … Connor Harper
Owen Teague … Alec Travers
Libe Barer … Mindy
Gregory Alan Williams … Spitzky
Erika Alexander … υπαστυνόμος Moriah Davis
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Devon Graye
Παραγωγή: Matt Waldeck
Μουσική: William Arcane
Φωτογραφία: Philipp Blaubach
Μοντάζ: Jeff Castelluccio
Σκηνικά: Carmen Navis
Κοστούμια: Nancy Collini
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: I See You
- Ελληνικός Τίτλος: Σε Είδα
Παραλειπόμενα
- Πρώτο σενάριο για τον ηθοποιό Devon Graye.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 11/12/2019
Εκ πρώτης όψεως, το φιλμ του Adam Randall είναι χαμηλής δυναμικής, και δεν κρύβει συστατικά θρίλερ ρουτίνας, ούτε τον χαμηλό του προϋπολογισμό. Δεν κρύβει όμως ούτε τη μέτρια σκηνοθετική διαχείριση του, αφού ο Randall δεν φαίνεται να γνωρίζει περί του παραπάνω, πέρα από το να αφηγηθεί ένα υπάρχον σενάριο δίχως βασικά λάθη. Το θέμα είναι όμως ότι αυτό το συγκεκριμένο σενάριο είναι καλογραμμένο.
Δεν είναι ζήτημα εδώ να απαντήσουμε αν όλα πλέον τα θρίλερ επιβάλλεται να στηρίζονται σε twist, μια και φοβάμαι πως πλέον το κοινό ποντάρει πολύ σε αυτά. Σε αυτόν λοιπόν τον άτυπο διαγωνισμό ανατροπών, το I See You τα πάει μια χαρά. Μπορεί τη βασική του στροφή να την παίρνει σχετικά νωρίς, αλλά σου φυλάει ακόμα μία για το απώτερο φινάλε, δίνοντας ένα εξτρά νόημα στη θέαση. Αναγκαστικά δεν μπορεί κανείς σε κριτική να αναπτυχτεί ιδιαίτερα πάνω στο θέμα του έργου, αλλά μπορούμε να πούμε ότι όντως σε ξεγελάει, αρκεί να μην έχεις κάνει «μελέτη» πριν το δεις, χαλώντας τη δική σου ευκαιρία να εκπλαγείς λιγάκι.
Όχι, δεν είναι κάποια ανατροπή που «σπάει κόκαλα», ούτε πρόκειται για κάποια έμπνευση ολκής. Για να εξηγούμαστε, μιλάμε πάντα για ένα φτηνό στην κατασκευή του θρίλερ, που έχει αρκετά μειονεκτήματα για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το καλογραμμένο του κείμενο. Καταρχάς, δεν έχουμε ερμηνείες. Η Helen Hunt, που θα αποτελούσε εγγύηση προς κάτι τέτοιο, δυστυχώς έχει ακολουθήσει τα βήματα αρκετών συναδέλφων της, και πίσω από τόσα μπότοξ, μόνο ερμηνεία δεν μπορείς να καταφέρεις. Δίπλα σε αυτήν, όλοι αδιάφοροι. Οι δε χαρακτήρες τους, μάλλον στάνταρ θα τους έλεγες, παρά ότι έχει κάποιο νόημα η όση ανάπτυξη τους γίνεται.
Σκηνοθετικά, ο Randall ακολουθάει ευκολίες στην τεχνική του, επενδύει κι αυτός σε ένα μουσικό μοτίβο στυλ «να το έρχεται», αλλά έχει κι ένα θετικό: δεν τη χαλάει ποτέ στο σενάριο. Είναι δηλαδή προσεκτικός στο να μην του φύγουν λαθάκια που θα προκαλούσαν «ανατροπή στην ανατροπή» με την αρνητική έννοια. Επιπλέον, δεν ποντάρει στη φρίκη για να εντυπωσιάσει, και στην προκειμένη περίπτωση του βγαίνει σε καλό. Αν, πάλι, μπορείτε να αντλείστε και μια παραβολή κατά της «αγίας οικογένειας», πάει καλά, αν και προτιμότερο είναι να μην μπείτε στο τριπάκι να αναζητάτε νοηματικές. Δεν είναι η στιβαρή ταινία που θα σας της κάνει αναγνωρίσιμες.
Με μια κρυφο-τηλεοπτική λογική, το φιλμ εντέλει παίζει με τις εκπλήξεις του, και χαμένη ώρα δεν θα το έλεγες. Καταφέρνει, κιόλας, να είναι ενδιαφέρον χωρίς να παρεκκλίνει πολλά μέτρα από το πεδίο του ρουτινιάρικου θρίλερ. Ένα σενάριο που αξίζει τα χρήματα του σε χέρια κάποιου που τουλάχιστον το σεβάστηκε, και χωρίς πολλά-πολλά έχουμε ευτυχώς κάτι να μας φτιάξει χαλαρά το βράδυ.
Βαθμολογία: