
Τα Δικά μας Παιδιά
- I Nostri Ragazzi
- The Dinner
- 2014
- Ιταλία
- Ιταλικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ
- 16 Απριλίου 2015
Δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αδέρφια με διαφορετικές επιλογές ζωής, ο Μάσιμο ένας μοντέρνος δικηγόρος, και ο Πάολο ένας παιδίατρος, είναι συνεχώς σε σύγκρουση. Παρόλα αυτά, προς σεβασμό στην παράδοση, μία φορά τον μήνα συναντιούνται σε ένα πολυτελές εστιατόριο, μαζί με τις γυναίκες τους. Οι συζητήσεις τους είναι πάντα αδιάφορες: το φρουτώδες άρωμα του κρασιού, η πιο πρόσφατη γαλλική ταινία που βγήκε στους κινηματογράφους, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και οτιδήποτε είναι στην επικαιρότητα. Η εύθραυστη ισορροπία κλονίζεται όταν υποψιάζονται ότι τα παιδιά τους έχουν εμπλακεί σε ένα θανατηφόρο ατύχημα. Πώς οι δύο άνδρες, οι δύο διαφορετικές οικογένειες θα αντιμετωπίσουν το τραγικό γεγονός που τους εμπλέκει τόσο βαθιά;
Σκηνοθεσία:
Ivano De Matteo
Κύριοι Ρόλοι:
Alessandro Gassmann … Massimo
Giovanna Mezzogiorno … Clara
Luigi Lo Cascio … Paolo
Barbora Bobulova … Sofia
Rosabell Laurenti Sellers … Benedetta
Jacopo Olmo Antinori … Michele
Lidia Vitale … Giovanna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Valentina Ferlan, Ivano De Matteo
Παραγωγή: Marco Poccioni, Marco Valsania
Μουσική: Francesco Cerasi
Φωτογραφία: Vittorio Omodei Zorini
Μοντάζ: Consuelo Catucci
Σκηνικά: Francesco Frigeri
Κοστούμια: Valentina Taviani
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: I Nostri Ragazzi
- Ελληνικός Τίτλος: Τα Δικά μας Παιδιά
- Διεθνής Τίτλος: The Dinner
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Het Diner (2013)
- Το Δείπνο (2017)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Het Diner του Herman Koch.
Κύριες Διακρίσεις
- Ειδική μνεία και βραβείο Europa Cinemas Label για το τμήμα Ημέρες Βενετίας του φεστιβάλ Βενετίας.
- Υποψήφιο για βραβείο νεότητας στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Δεύτερη απανωτή διασκευή του έργου του Herman Koch, μετά την ολλανδική εκδοχή του 2013. Το 2017 ήρθε και η αμερικανική εκδοχή.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 15/4/2015
Η δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά του πολύκροτου μυθιστορήματος του Χέρμαν Κοχ με τίτλο «Το Δείπνο», υιοθετώντας αυτή τη φορά ιταλική κατευθυντήρια δύναμη αλλά και πλαίσιο, αποδεικνύεται πιο εύστοχη και λειτουργική από την προηγούμενη (τη σχεδόν άγνωστη ολλανδική παράγωγη του 2013), διατηρώντας ωστόσο από την αρχή μέχρι το τέλος τον άρρυθμο βηματισμό της. Ο σκηνοθέτης Ιβάνο Ντε Ματέο, διαχειρίζεται ένα πλούσιο και στέρεα δομημένο σεναριακό υλικό και αντιλαμβανόμενος ήδη από την εισαγωγή (η οποία παρεμπιπτόντως αποτελεί αυθεντικό κινηματογραφικό εφεύρημα) την απατηλή απλοϊκότητα των σχέσεων του ρηχού καθωσπρεπισμού, τη λεπτή αλλά αιχμηρή κριτική της μοντέρνας κοινωνίας της μεγαλοαστικής τάξης, και του τεταμένου κλίματος που υποβόσκει διαρκώς στην ασυνείδητη σύγκριση των οικογενειακών δεσμών, αποπειράται να παρεκκλίνει από τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος εισάγοντας νέα στοιχεία, τα οποία όμως απλώς καταφέρνουν να θολώσουν τα νερά, και όχι να αποκρυσταλλώσουν την αίσθηση της πεσιμιστικής ισοπέδωσης που επιδιώκει. Πέρα από αυτό, οι σκηνοθετικές «αποδράσεις» του ιταλού δημιουργού φτάνουν σε σημείο να επηρεάζουν (κατά πάσα πιθανότητα ακούσια) τη θεματική δομή του ίδιου του φιλμ, αλλάζοντας άρδην το ηθικό υπόστρωμα του νοήματος της ιστορίας.
Παρά τις φάλτσες νότες, όμως, η ταινία πετυχαίνει αυτό που ίσως αποτελεί και πυρήνα του έργου του συγγραφέα: ρίχνοντας φευγαλέες ματιές (κάτω από σχεδόν έξι διαφορετικά πρίσματα) σε έννοιες όπως η αναίτια και χωρίς όρια βία, η αποξένωση, η ελλιπής κι απρόσωπη εκπαίδευση και κυρίως η διασυρμένη και ευτελισμένη υπευθυνότητα, χρησιμοποιεί ένα καλοστημένο και καθωσπρέπει σκηνικό ως πρόσχημα για να παρασύρει τον θεατή σε μια δυσάρεστη εξερεύνηση της πολύπλοκης και καθόλου τιμητικής πραγματικότητας της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Μέσα από εξεζητημένους αλλά λίγο άστοχους πειραματισμούς (όμοιους με τις επιτηδευμένες γαστριμαργικές προτάσεις του πανάκριβου εστιατορίου όπου κατά παράδοση συναντιούνται τα δυο πρωταγωνιστικά ζευγάρια), η υπόκωφα τραγική ιστορία των δυο αδερφών και των αντίστοιχων οικογενειών τους αναδύεται μέσα από καταπιεσμένες ένοχες σκέψεις, ανατροπές των εύθραυστων συναισθηματικών ισορροπιών και ματαιώσεις ιδεαλιστικών θεωριών περί ηθικής και δικαιοσύνης.
Η πλοκή μετατοπίζεται σκόπιμα από το ένα ζευγάρι, τον καλοπροαίρετο, ήρεμο παιδίατρο Πάολο (Λουίτζι Λο Κάσιο) και την υπερπροστατευτική αλλά ώριμη στο άλλο γυναίκα του, Κλάρα (Τζιοβάνα Μετζοτζόρνο), δίνοντας βαρύτητα -κυρίως στην τρίτη πράξη- στην εξαιρετική ερμηνεία του Αλεσάντρο Γκάσμαν στον ρόλο του Μάσιμο, αδελφού του Πάολο και υπερεπιτυχημένου δικηγόρου, αφήνοντας στο περιθώριο τη δεύτερη γυναίκα του, Σοφία (Μπάρμπορα Μπομπούλοβα), η οποία, ως κλασική γυναίκα-τρόπαιο, δεν αποκτά σχεδόν ποτέ ουσιαστική προσωπικότητα. Η αντιστροφή μέτρηση για την έκρηξη (και το αποστομωτικό φινάλε) έρχεται μέσα από ένα γεγονός που εμπλέκει και τους δυο οικογενειακούς πυρήνες, οι οποίοι φαινομενικά μοιάζουν τόσο διαφορετικοί όσο τα δύο ανόμοια διαμερίσματά τους, όμως στην ουσία μοιράζονται τους ίδιους παγωμένους τόνους, τις ίδιες κόκκινες γραμμές του κάδρου που σταδιακά φτάνουν να υπερβούν. Το πρόβλημα, εντούτοις, εντοπίζεται στους ασυνεχείς υπαινιγμούς που διαρκώς η ταινία μοιάζει να μην επικυρώνει ή έστω να δικαιολογεί. Παρότι, ως έναν μεγάλο βαθμό, το συναίσθημα συγκρατείται απόμακρο, μη κραυγαλέο και ουσιαστικά αποδοτικό, δυστυχώς οι τηλεοπτικές επιρροές του σκηνοθέτη τον ωθούν στο τέλος στο συμβατικό οικογενειακό μελόδραμα, γεμάτο ακατάστατες αναφορές και αδιέξοδες παράλληλες πλοκές που αποτυγχάνουν να θωρακίσουν τη βασική υπόθεση.
Ο ιδιαίτερα εύστοχος τίτλος της ταινίας («Τα Δικά μας Παιδιά») αποτελεί ίσως μια από τις πιο κατάλληλες κινηματογραφικές μετατροπές σε σχέση με τη σεναριακή πρώτη ύλη. Η άλλη σίγουρα βρίσκεται στην απόφαση του ιταλού σκηνοθέτη να αλλάξει το φύλο των δυο ανηλίκων παιδιών των οικογενειών, προκαλώντας σχεδόν την επένδυση της ιστορίας με εξαντλημένες φιλοσοφικές επεκτάσεις περί ιδιότητας και ρόλων του άνδρα και της γυναίκας. Τιμημένο με τέσσερα παράλληλα βραβεία στο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας, αυτό το άρτια κατασκευασμένο φιλμ μοιάζει να έχει όλα τα προαπαιτούμενα για να σε τυλίξει με το βαρύ πέπλο της θλίψης, του υπόκωφου θύμου και της νοσηρής απάθειας που υποβόσκει στη σημερινή δυτική κουλτούρα των κυρίαρχων τάσεων και της βίας. Αφήνοντας όμως πράγματα στη μέση και τοποθετώντας μια μονοσήμαντη δραματοποίηση στην πρώτη γραμμή, αποσυντονίζει και απλουστεύει την ίδια του τη θεματική προσέγγιση. Περιμένοντας με ανυπομονησία την τρίτη (και ίσως καλύτερη) διασκευή του μπεστ-σέλερ δια χειρός Κέιτ Μπλάνσετ, δεν μπορούμε πάρα να εστιάσουμε την προσοχή μας στη μια και μοναδική απόλυτα επιτυχημένη σκηνή, αυτή της στρεβλής συνομιλίας του Μάσιμο με την κόρη του, οπού το πρόσωπο του καταδικασμένου Γκάσμαν αφηγείται όσο πιο εύγλωττα γίνεται μια ιστορία τόσο διαφορετική από ό,τι τα ίδια του τα χείλη καταφέρνουν να ξεστομίσουν.
Βαθμολογία: