
Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ
- I, Daniel Blake
- 2016
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Δραμεντί, Πολιτική
- 03 Νοεμβρίου 2016
Ο Ντάνιελ Μπλέικ, ένας ξυλουργός άνω των 50 αρρωσταίνει και χρειάζεται για να ζήσει την κοινωνική πρόνοια. Ο δρόμος του θα διασταυρωθεί με μια ανύπαντρη μητέρα, την Κέιτι, που η μοίρα την έχει φέρει σε παρόμοια θέση. Όμως, η βρετανική γραφειοκρατία δεν έχει πει την τελευταία της λέξη, προσπαθώντας να αποφύγει τις πολλές πληρωμές, και η προσπάθεια των δύο αυτών ανθρώπων αναδεικνύεται σε γολγοθάς.
Σκηνοθεσία:
Ken Loach
Κύριοι Ρόλοι:
Dave Johns … Daniel Blake
Hayley Squires … Katie Morgan
Dylan McKiernan … Dylan Morgan
Briana Shann … Daisy Morgan
Kate Rutter … Ann
Kema Sikazwe … China
Steven Richens … Piper
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Laverty
Παραγωγή: Rebecca O’Brien
Μουσική: George Fenton
Φωτογραφία: Robbie Ryan
Μοντάζ: Jonathan Morris
Σκηνικά: Fergus Clegg, Linda Wilson
Κοστούμια: Jo Slater
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: I, Daniel Blake
- Ελληνικός Τίτλος: Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Hayley Squires) και σενάριο.
- Χρυσός Φοίνικας στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο και αντρική ερμηνεία (Dave Johns) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία γυρίστηκε με χρονολογική σειρά. Μάλιστα, στην ηθοποιό Hayley Squires δεν είχε δοθεί ολόκληρο το σενάριο, αλλά το έπαιρνε ανά σκηνή.
- Μετά από χρόνια υπηρεσίας στη μικρή οθόνη, εδώ έκανε ντεμπούτο στο σινεμά ο Dave Johns. Το πόσο αυτό άλλαξε τη ζωή του, ο ηθοποιός επέλεξε να το μεταφέρει σε μια σόλο-παράσταση με τίτλο I, Filum Star το 2017. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη, που ο Johns έδωσε συνέχεια το 2019, με το From Byker to the BAFTAs.
- Ανάμεσα στις πολιτικές αντιδράσεις επί της ταινίας, ο μεν τότε συντηρητικός υπουργός εργασίας Iain Duncan Smith είχε κριτικάρει ως “άδικο” το σενάριο, ενώ ο τότε ηγέτης των εργατικών Jeremy Corbyn είχε επευφημήσει την ταινία μέσω των social-media.
- Ο Ken Loach έγινε ο γηραιότερος σκηνοθέτης που τιμήθηκε ποτέ με τον Χρυσό Φοίνικα. Ήταν 79 ετών κατά την απονομή. Την πρεμιέρα είχε συνοδεύσει εκεί και ζωηρό, όρθιο χειροκρότημα επί 15 λεπτά.
- Αυτή ήταν η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Loach στη χώρα του.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/10/2016
Ο Daniel Blake, ξυλουργός με σαράντα χρόνια προϋπηρεσία, έχει μόλις υποστεί ένα καρδιακό επεισόδιο που τον αποτρέπει από το να συνεχίσει να εργάζεται για ένα χρονικό διάστημα. Κάνει μια αίτηση ώστε στο ενδιάμεσο να λαμβάνει «επίδομα απασχόλησης και υποστήριξης», ωστόσο οριακά δεν πληρεί τα κριτήρια για να το καταφέρει αυτό. Αφού δεν κρίνεται ακατάλληλος για να δουλέψει, υποβάλλει ελπίζοντας αίτηση για «επίδομα εύρεσης εργασίας». Περιμένοντας σε μια δημόσια υπηρεσία, γνωρίζει μέσω του διαπληκτισμού της ίδιας με τους υπάλληλους που εργάζονται εκεί την Katie, μια μητέρα που μεγαλώνει μόνη της τα δυο της παιδιά και αποφασίζει να τη βοηθήσει και να της συμπαρασταθεί στη δύσκολη καθημερινότητά της.
Ο φετινός Χρυσός Φοίνικας και ο δεύτερος κατά σειρά για τον Ken Loach μια δεκαετία μετά από το αξιόλογο αλλά και ολίγον «στεγνό» «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» είναι ένας πραγματικός θρίαμβος κινηματογράφου με ταξική συνείδηση, κοινωνικό προβληματισμό και συναίσθηση της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αποφεύγει με περισσή άνεση και χάρη παγίδες εύκολου μελοδραματισμού και σχηματικότητας που χαρακτηρίζουν μεγάλο ποσοστό των ταινιών καταγγελίας. Δεν ξεχνά να προσθέσει απαραίτητες δόσεις καυστικού και πικρού χιούμορ (που στις περισσότερες περιπτώσεις εστιάζει στα προβλήματα του γραφειοκρατικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου), ώστε να ελαφρύνει το κλίμα όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο, δεδομένου του κοινωνικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονται οι ήρωες του και το οποίο αντανακλά με θαυμαστή ακρίβεια και ρεαλισμό μια παρούσα κατάσταση που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στο ευρύτερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ο «κακός» της ταινίας είναι μια κρατική μηχανή απρόσωπη που λειτουργεί με πρωτοφανή αυστηρότητα επάνω στους πολίτες, που τους παγιδεύει σε αδιέξοδα και τους παρακολουθεί κυνικά από ψηλά να προσπαθούν να δραπετεύσουν από τον κυκεώνα αυτό των καθημερινών δυσκολιών τους απεγνωσμένοι σαν ποντίκια που ψάχνουν την έξοδο από τον λαβύρινθο που έχει κατασκευαστεί για το πείραμα στο οποίο εν αγνοία τους συμμετέχουν. Ο Loach, αλλά και ακόμη περισσότερο ο σεναριογράφος του Paul Laverty δεν παίζουν ούτε για μία στιγμή ιδεολογικό κρυφτούλι με τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της δημιουργίας τους, διατυπώνοντας καθαρά και ξάστερα την τοποθέτησή τους απέναντι στον παραλογισμό της κυρίαρχης αντίληψης για τη διαχείριση του κοινωνικού και οικονομικού πλαισίου (ένας χαρακτήρας που εμφανίζεται μονάχα σε μία, αλλά πολύ σημαντική για την ουσία του έργου, σκηνή, άλλωστε κατακεραυνώνει ευθέως τόσο τους Τόρις όσο και την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων), που συμπυκνώνεται έξοχα στο σύντομο αλλά εξαιρετικά γραμμένο λογύδριο της τελικής σκηνής, ένα μίνι μανιφέστο της εργατικής και της μεσαίας τάξης με καθολική δύναμη απήχησης.
Ωστόσο, παρόλη την κοινωνική συνειδητοποίηση της ταινίας, τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν θα άγγιζε σε τόσο μεγάλη έκταση και βάθος τον θεατή, αν δε διέπονταν από το μεγαλείο ανθρωπιάς και συμπόνιας που επιδεικνύουν αμφότεροι Loach και Laverty τόσο για τους ήρωές τους, όσο και για τα υψηλότερα ιδανικά που αυτοί εμμέσως εκπροσωπούν (αλληλοϋποστήριξη, κατανόηση, συλλογικότητα). Οι μόνες ουσιαστικές νίκες που φέρεται να καταφέρνουν ενάντια στο σύστημα που τους ταλαιπωρεί και τους εξευτελίζει ο Daniel και η Katie, είναι μέσω της διατήρησης της συνοχής των διαπροσωπικών τους σχέσεων, της αδιάρρηκτης αλληλεγγύης τους που τους κρατά σε επαφή με τα πιο ευγενή συναισθήματά τους σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά ευοδώνει κάτι τέτοιο. Ειδική μνεία αξίζουν στους συγκεκριμένους ρόλους οι Dave Johns και Hayley Squires, που με παρόμοιο τρόπο με τον Loach και τον Laverty αποφεύγουν τις υπερβολές και προσεγγίζουν τους χαρακτήρες τους με πολύ ενδιαφέρον και αγάπη παραδίδοντας εξαιρετικά ανθρώπινες, ζεστές και ρεαλιστικές ερμηνείες.
Η ισορροπία μεταξύ τραγικού και κωμικού στον τόνο της ταινίας είναι εξαιρετικά λεπτή, με το πρώτο να υπερισχύει στο υποδειγματικό φινάλε που πραγματικά απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα από αξιόλογο σε εξαιρετικό. Ένα φιλμ απόλυτα συγχρονισμένο με τους καιρούς που ζούμε και μια από τις κορυφαίες κινηματογραφικές στιγμές για τη χρονιά που διανύουμε.
Βαθμολογία: