
Μα Φυσικά και Νοιάζομαι
- I Care a Lot
- 2020
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Θρίλερ, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα
Μια διεφθαρμένη δικαστική συμπαραστάτρια που ιδιοποιείται τις οικονομίες των ηλικιωμένων υπό την προστασία της, βρίσκει τον δάσκαλό της όταν προσπαθεί να εξαπατήσει μια γυναίκα που τελικά δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται.
Σκηνοθεσία:
J Blakeson
Κύριοι Ρόλοι:
Rosamund Pike … Marla Grayson
Peter Dinklage … Roman Lunyov
Eiza Gonzalez … Fran
Chris Messina … Dean Ericson
Dianne Wiest … Jennifer Peterson
Isiah Whitlock Jr. … δικαστής Lomax
Macon Blair … Feldstrom
Alicia Witt … Δρ Karen Amos
Damian Young … Sam Rice
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: J Blakeson
Παραγωγή: J Blakeson, Michael Heimler, Teddy Schwarzman, Ben Stillman
Μουσική: Marc Canham
Φωτογραφία: Doug Emmett
Μοντάζ: Mark Eckersley
Σκηνικά: Michael Grasley
Κοστούμια: Deborah Newhall
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Video-on-Demand.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: I Care a Lot
Ελληνικός Τίτλος: Μα Φυσικά και Νοιάζομαι
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Rosamund Pike) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
Παραλειπόμενα
- Αναλόγως τη χώρα, δύο πλατφόρμες, Netflix και Prime Video, ανέλαβαν την online διανομή του.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 21/2/2021
Η Μάρλα Γκρέισον είναι μια κατ’ επάγγελμα δικαστική συμπαραστάτρια γηραιών ανθρώπων που είναι ανήμποροι να αυτοεξυπηρετηθούν. Έχοντας στήσει μία επιχείρηση με διάφορα παρακλάδια σε νοσοκομεία και ιδρύματα, αλλά και με την ακούσια αρωγή ενός εύπιστου δικαστή, η Μάρλα κατ’ επίφαση μεριμνά για την πρόνοια και την ευτυχέστερη διαβίωση τους, ενώ στην πραγματικότητα σπεύδει προς αφαίμαξη της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, με την πρόφαση των αυξημένων εξόδων που συνεπάγεται η αποτελεσματική φροντίδα τους. Όταν όμως γνωρίσει την Τζένιφερ Μόρισον, μια ιδιαίτερα ευκατάστατη ηλικιωμένη κυρία που μοιάζει «λαυράκι» και αποφασίσει να βάλει μπροστά τον μηχανισμό της, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μαφία η οποία έχει υπό την προστασία της το τελευταίο θύμα της Μάρλα.
Η ταινία του Τζέι Μπλέικσον εκκινεί σαν στυλιζαρισμένη ευφυής μαύρη κωμωδία. Η πλεκτάνη της αντιηρωίδας εκτίθεται με τρόπο πλήρη και διασκεδαστικό, ενώ οι πολιτικές προεκτάσεις της όλης δράσης της είναι κάτι παραπάνω από σαφείς. Η Μάρλα δουλεύει με τις πλάτες ενός συστήματος που αναζητά να επιβραβεύσει κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία με κοινωνικό χαρακτήρα και να πείσει τον εαυτό του ότι βρήκε ακόμα έναν φιλεύσπλαχνο ιδιώτη που μεριμνά για τον συνάνθρωπο δια της επιχείρησής του. Ο εξωφρενικός θεσμικός στρουθοκαμηλισμός μαρτυρά ένα κράτος δικαίου που σχεδόν ζητάει να εξαπατηθεί, έχει βάλει πινακίδες με νέον φώτα που δείχνουν τον δρόμο προς τα παραθυράκια του νόμου που επιτρέπουν μία δικτύωση σαν αυτή της αντιηρωίδας.
Ο βρετανός δημιουργός παιχνιδίζει ευχάριστα με όρους της σύγχρονης ρητορικής περί πολιτικώς ορθού λόγου. Η Μάρλα είναι μια badass λεσβία γυναίκα που ατμίζει το ηλεκτρονικό της τσιγάρο όπως οι παλιότεροι αντίστοιχοι χαρακτήρες θα κάπνιζαν θριαμβευτικά, απολύτως αδίστακτη και θρασεία, βαπτισμένη στη φιλοδοξία και το κυνήγι του πλούτου. Δεν είναι σεβαστή ή συμπαθής, όπως άλλωστε και κανένας άλλος χαρακτήρας σε αυτή την κοενικής αύρας μαύρη κωμωδία. Η Ρόζαμουντ Πάικ αποδεικνύεται παραπάνω από ιδανική επιλογή για τον ρόλο, σκηνοθετημένη με τον πλέον αρμόζοντα τρόπο που της επιτρέπει να κυριαρχήσει απόλυτα στην όψη του φιλμ με την πληθώρα των εκφράσεών της και τον δυναμισμό που αποπνέει.
Ωστόσο, δυστυχώς, το φιλμ του Μπλέικσον εγκαταλείπει στην πορεία την αρχική του δομή. Κάπου στα μέσα της δεύτερης πράξης τρέπεται σε ιλαρό θρίλερ καταδίωξης και εξαφανίζει ολότελα μια από τις πιο συναρπαστικές επιμέρους χαρακτηρολογικές σχέσεις, αυτή της αντιηρωίδας με το έσχατο θύμα, την Τζένιφερ, που ερμηνεύει αψεγάδιαστα η σπουδαία Νταϊάν Γουίστ. Με την προσθήκη αδικαιολόγητα μεγάλων σεκάνς που δεν προσδίδουν ιδιαίτερη ουσία στο τελικό αποτέλεσμα και δεν διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη κωμική ή περιπετειώδη αυταξία, ο Μπλέικσον επιβραδύνει τον ρυθμό και ουσιαστικά αποσυνδέει τον θεατή από τα μέχρις εκείνου του σημείου τεκταινόμενα.
Παράλληλα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η συναισθηματική σύνδεση του θεατή με τις πράξεις των αντιπαθών ηρώων εκμηδενίζεται όσο αυτοί αναλίσκονται σε επουσιώδεις ενέργειες. Φυσικά δεν είναι υποχρεωτικό για έναν χαρακτήρα να κερδίζει τη συμπάθεια προκειμένου να γίνει γοητευτικός, όμως εν προκειμένω δυστυχώς ελλείπει σταδιακά μέχρι και το στοιχειώδες ενδιαφέρον για την εξέλιξη της πλοκής. Και τούτο δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον Πίτερ Ντίνκλεϊτζ, που είναι ένας απολαυστικός κακός ως προστάτης της Τζένιφερ σε μια ταινία χωρίς καλούς.
Κάπου μέσα στην ταινία του Τζέι Μπλέικσον κρύβεται μια απολαυστική πολιτική μαύρη κωμωδία που αφουγκράζεται τα αδιέξοδα της ύστερης φάσης του φιλελευθερισμού και ειρωνεύεται εύστοχα τη θεοποίηση της σύγχρονης επιχειρηματικότητας, στηλιτεύοντας παράλληλα τη θεσμική εθελοτυφλία. Ωστόσο, αυτή η όψη της ταινίας περνάει σε δεύτερη μοίρα, όσο κερδίζουν έδαφος η σεκάνς που προσπαθούν να της δώσουν την εικόνα ενός genre-film που αδυνατεί να δικαιολογήσει. Το καστ αποδίδει τέλεια, η ειρωνεία είναι δηλητηριώδης και το τέλος της ιστορίας εξαιρετικά εύστοχο ως προς τη δραματουργίας της, ωστόσο η συνολική αφήγηση σκοντάφτει στην απουσία της συναισθηματικής εμπλοκής του θεατή με όσα εκτυλίσσονται.
Βαθμολογία: