Η πραγματική ιστορία της οικογενειακής αυτοκρατορίας του ιταλικού οίκου μόδας Gucci. Διατρέχοντας τρεις δεκαετίες έρωτα, προδοσίας, παρακμής, εκδίκησης και εντέλει φόνου, παρακολουθούμε τι κρύβεται πίσω από ένα όνομα, ποια είναι η αξία του, και για το τι είναι ικανή να πράξει μια οικογένεια προκειμένου να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο.

Σκηνοθεσία:

Ridley Scott

Κύριοι Ρόλοι:

Lady Gaga … Patrizia Reggiani

Adam Driver … Maurizio Gucci

Jared Leto … Paolo Gucci

Al Pacino … Aldo Gucci

Jeremy Irons … Rodolfo Gucci

Salma Hayek … Giuseppina ‘Pina’ Auriemma

Jack Huston … Domenico De Sole

Reeve Carney … Tom Ford

Camille Cottin … Paola Franchi

Madalina Ghenea … Sophia Loren

Mehdi Nebbou … Said

Vincent Riotta … Fernando Reggiani

Youssef Kerkour … Nemir Kirdar

Miloud Mourad Benamara … Omar

Edouard Philipponnat … Walter

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Becky Johnston, Roberto Bentivegna

Στόρι: Becky Johnston

Παραγωγή: Giannina Facio, Mark Huffam, Ridley Scott, Kevin J. Walsh

Μουσική: Harry Gregson-Williams

Φωτογραφία: Dariusz Wolski

Μοντάζ: Claire Simpson

Σκηνικά: Arthur Max

Κοστούμια: Janty Yates

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: House of Gucci
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Οίκος Gucci
  • Εναλλακτικός Τίτλος: The House of Gucci

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: The House of Gucci: A Sensational Story of Murder, Madness, Glamour, and Greed της Sara Gay Forden.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ μακιγιάζ/κομμώσεων.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Lady Gaga) και μακιγιάζ/κομμώσεων.

Παραλειπόμενα

  • Το 2006 ήταν που ο Ridley Scott ανέλαβε να οργανώσει μια παραγωγή για την πτώση της δυναστείας Gucci, με την οικογένεια να μην εγκρίνει σε κανένα σημείο τη δημιουργία της. Angelina Jolie και Leonardo DiCaprio ακούγονταν για τους δύο κεντρικούς ρόλους. Το 2012, όμως, το σχέδιο πέρασε στην κόρη του Scott, την Jordan Scott, η οποία ήρθε άμεσα σε διαπραγματεύσεις με την Penelope Cruz. Το 2016 ήταν η σειρά του Wong Kar-wai, ο οποίος είχε βρει μια τρίτη Ρετζιάνι στο πρόσωπο της Margot Robbie. Κι έφτασε εντέλει το 2019, και η παραγωγή πήγε εκεί όπου ξεκίνησε, δηλαδή στα χέρια του Ridley Scott. Ενδιάμεσα, εκτός από τις τρεις που αναφέρθηκαν ήδη ως υποψήφιες για τον πρώτο ρόλο, είχαν ακουστεί και τα ονόματα των Anne Hathaway, Marion Cotillard και Natalie Portman. Επίσης, ο Martin Scorsese είχε κατά νου μήπως το αναλάμβανε αυτός.
  • Σύμφωνα με το μεγαλοστέλεχος της Gucci, τον Marco Bizzarri, ο οίκος συνεργάστηκε σε κάθε επίπεδο με την παραγωγή, παρέχοντας απεριόριστη πρόσβαση σε αρχεία και γκαρνταρόμπες.
  • Ο Robert De Niro είχε συμφωνήσει για τη συμμετοχή του, αλλά εντέλει αντικαταστάθηκε με τον Jeremy Irons.
  • Η Monica Bellucci αναγκάστηκε να πει όχι για τον ρόλο της Πίνα, λόγω του προγραμματισμού της.
  • Ο Christian Bale ήταν υποψήφιος για τον Μαουρίτσιο.
  • Η Salma Hayek είναι παντρεμένη με τον επικεφαλής της φίρμας Gucci, Francois-Henri Pinault.
  • Γυρίσματα έγιναν σε πολλά διαφορετικά σημεία της Ιταλίας (κυρίως βόρειας και Ρώμη), και κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
  • Σε συνέντευξη της τον Ιανουάριο του 2021, η Patrizia Reggiani δήλωσε πως ενέκρινε να την ερμηνεύσει η Lady Gaga, αποκαλώντας την ως ευφυή. Δύο μήνες όμως αργότερα, εμφανίστηκε ενοχλημένη που η Gaga δεν αποδέχονταν την πρόσκληση της να βρεθούν από κοντά. Μέσα στον ίδιο μήνα, η Metro-Goldwyn-Mayer ανταπάντησε ότι ήταν αυτοί που δεν άφηναν την ηθοποιό να παραστεί σε μια τέτοια συνάντηση.
  • Ταυτόχρονη έξοδος στις αίθουσες και στην πλατφόρμα Paramount+.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 23/11/2021

Θεωρητικά πάντα, το συγκεκριμένο φιλμ διαθέτει πολλά εχέγγυα που υπόσχονται μια τουλάχιστον χορταστική κινηματογραφική εμπειρία: οσκαρικό καστ, άκρως «πιασάρικη» αληθινή ιστορία κι έναν Ridley Scott στο σκηνοθετικό τιμόνι, ο οποίος ακόμη και στις αδύναμες στιγμές του, παρέχει έναν αποτελεσματικό επαγγελματισμό πολύ πάνω του μέσου όρου. Τελικά όμως ο «Οίκος Gucci» είναι μια καραμπινάτη καλλιτεχνική αποτυχία, ανοικονόμητη αφηγηματικά, που κάνει συνέχεια κύκλους γύρω από τον εαυτό της με μοτίβα περί κακής απληστίας που επαναλαμβάνονται μέχρι αγανάκτησης, υπερβολικά κιτς για να την πάρει κανείς στα σοβαρά, αλλά και υπερβολικά άτολμη και διψασμένη για βραβεία για να πάρει τον δρόμο της καθαρόαιμης και απενοχοποιημένης μαύρης κωμωδίας, που σίγουρα θα ήταν μια καλύτερη λύση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έντονα ειρωνικό είναι το γεγονός δε πως ενώ πρόκειται για ένα φιλμ που υποτίθεται πως ψέγει τη ματαιοδοξία και την απληστία, στον πυρήνα του είναι εξίσου επιδερμικό κι επιπόλαιο σε νοοτροπία με τα αληθινά πρόσωπα των οποίων την ιστορία καταγράφει, με τον Scott να κινηματογραφεί με έναν «ξελιγωμένο» τρόπο τη χλιδή που περιτριγυρίζει τους ήρωες και την ταξική ανάλυση που επιχειρείται να γίνεται με όρους σχηματικότατους και άκρως στερεοτυπικούς.

Δεν είναι περίεργο πως οι καλύτερες στιγμές του φιλμ είναι αυτές που φλερτάρουν πιο έντονα με τον αυτοσαρκασμό και το σκοτεινό χιούμορ, που «αγκαλιάζουν» τη μακάβρια γελοιότητα πολλών εκ των παραμέτρων των αληθινών γεγονότων. Αλλά και οι επικές φιλοδοξίες του σεναρίου, παρότι στην εκτέλεσή τους είναι σίγουρα μισοψημένες, παράλληλα προσδίδουν ένα εύρος στην ιστορία που καθιστά το σύνολο χορταστικό μέσα στα προβλήματά του. Ένα κρίσιμο στοιχείο που χρειαζόταν διόρθωση για να προέκυπτε κάτι καλύτερο είναι το μοντάζ. Είναι απορίας άξιον πώς η γεμάτη εμπειρία και εξαιρετικά ικανή Claire Simpson του «Πλατούν» και του «Επίμονου Κηπουρού» εδώ φαίνεται να διακατέχεται από μια έντονη έλλειψη συντονισμού, με σκηνές που ρέουν με ιδιαίτερα αφύσικο τρόπο, αμήχανα κενά και σιωπές που δεν κόβονται, και μια αρρυθμία που κουράζει αφόρητα από ένα σημείο κι έπειτα. Ίσως βέβαια στο τελικό cut να έπεσε και βαρύ το χέρι της παραγωγής, οπότε η ευθύνη μπορεί και να ανήκει αλλού για αυτό το αποτέλεσμα.

Στο πεδίο των ερμηνειών είναι που η απογοήτευση γίνεται ακόμη εντονότερη. Πέραν μιας αξιόλογης υποστήριξης από τους Jeremy Irons και Al Pacino, που δίνουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο τη φινέτσα που τόσο πολύ λείπει από το τελικό προϊόν, τα υπόλοιπα βασικά ονόματα κυμαίνονται μεταξύ μετριότητας και ανεπάρκειας. Η Lady Gaga δεν κάνει καμία προσπάθεια για να ξεκολλήσει ο χαρακτήρας της από τα στεγανά της καρικατούρας, παραδίδοντας τελικά ένα εντελώς μονοδιάστατο πορτρέτο, ο Adam Driver είναι ολότελα άχρωμος, με κερασάκι στην τούρτα κάτι ανεπαίσθητους ιταλικούς μανιερισμούς στην προφορά του που αγγίζουν τη γελοιότητα, ενώ ο δε Jared Leto δίνει ένα ρεσιτάλ καρτουνίστικης υπερβολής που θα έκανε ακόμη και τον Nicolas Cage στις κακές του στιγμές να κοκκινίσει από ντροπή. Η ίδια εικόνα ανισότητας επικρατεί και στην ταινία εν γένει, με την τελική εντύπωση να είναι αυτή μιας παραφουσκωμένης δουλειάς, με υπερβολικά μεγάλες βλέψεις αλλά ελάχιστη ουσιαστική αξία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

26 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. Λάκης 26 Νοεμβρίου 2021

    Περίεργη κατάσταση. Δεν μπορώ να πω πως δεν πέρασα, αλλά δεν ξέρω ούτε αν θα το ονόμαζα καλό, ούτε αν θα το πρότεινα με ασφάλεια. Το κάτι διαφορετικό όμως το έχει.