Ένας ληστής τράπεζας σκέφτεται να παραδοθεί, επειδή ερωτεύεται και θέλει να ζήσει εφεξής μια τίμια ζωή. Όταν όμως συνειδητοποιεί ότι οι αστυνομικοί είναι πιο διεφθαρμένοι από εκείνον, ρίχνεται στη μάχη εναντίον τους για να καθαρίσει το όνομά του.

Σκηνοθεσία:

Mark Williams

Κύριοι Ρόλοι:

Liam Neeson … Tom Carter

Kate Walsh … Annie Sumpter

Jai Courtney … πράκτορας John Nivens

Jeffrey Donovan … πράκτορας Tom Meyers

Anthony Ramos … πράκτορας Ramon Hall

Robert Patrick … πράκτορας Sam Baker

Jasmine Cephas Jones … Beth Hall

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Steve Allrich, Mark Williams

Παραγωγή: Craig Chapman, Charlie Dorfman, Tai Duncan, Jonah Loop, Myles Nestel, Mark Williams

Μουσική: Mark Isham

Φωτογραφία: Shelly Johnson

Μοντάζ: Michael P. Shawver

Σκηνικά: Tom Lisowski

Κοστούμια: Deborah Newhall

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Honest Thief
  • Ελληνικός Τίτλος: Έντιμος Κλέφτης

Παραλειπόμενα

  • Το 2019, ο Liam Neeson είχε δηλώσει πως δεν θα ξαναπαίξει σε ταινία δράσης, αλλά δεν άργησε να το μετανιώσει.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 14/12/2020

Το σύνηθες επίπεδο των καθαρόαιμων ταινιών δράσης του Liam Neeson δεν διεκδικεί δα δάφνες ποιότητας, αλλά σχεδόν πάντοτε δεν φτάνει τουλάχιστον στο ναδίρ που προσεγγίζεται εδώ. Μάλλον επικράτησε ένας υπερβολικός εφησυχασμός ως προς ένα εγγυημένο γκελ στο ευρύ κοινό λόγω του Neeson, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται τέτοια προχειρότητα σχεδόν σε όλους τους τομείς για ένα φιλμ προορισμένο για μεγάλης κλίμακας διανομή. Και πάλι καλά που υπάρχει κι ένας ερμηνευτής στον κεντρικό ρόλο που σώζει τα προσχήματα, που επιμελείται προσεκτικά έναν χαρακτήρα που δεν αξίζει τέτοιας μεταχείρισης, επιδεικνύοντας έναν ευπρόσωπο επαγγελματισμό που δυστυχώς λείπει από την πλειοψηφία των υπόλοιπων συντελεστών.

Το πιο προβληματικό στοιχείο του συνόλου είναι ξεκάθαρα το σενάριο, το οποίο στην παρούσα μορφή του χρειαζόταν την καταλυτική παρέμβαση ενός script-doctor. Είναι τόσες οι αναληθοφάνειες, οι «τρύπες», οι ανόητες ιδέες και τα κλισέ που απορεί κανείς πώς μια τόσο «στο πόδι» δουλειά εγκρίθηκε από στούντιο για να περάσει στο στάδιο της παραγωγής. Προφανώς οι Steve Allrich και Mark Williams, οι οποίοι δεν είναι άπειροι στον τομέα της συγγραφής, μπερδεύουν εδώ την ανάγκη για αποδραστικότητα που χαρακτηρίζει εξολοκλήρου το ψυχαγωγικό σινεμά, με τη δημιουργία ενός μικρόκοσμου στον οποίον έχουν πηδήξει από το παράθυρο ακόμη και οι στοιχειώδεις κανόνες της λογικής όσον αφορά θεσμικές και ανθρώπινες συμπεριφορές.

Εδώ είναι απαραίτητη μια επεξήγηση: βεβαίως τόσο οι θεσμοί όσο και οι άνθρωποι κάνουν λάθη στην πραγματική ζωή για πλειάδα λόγων. Πολλές φορές, οι επικρίσεις που δέχονται διάφορα φιλμ για την τάχα μη ορθολογική δράση χαρακτήρων αγνοούν αυτή την παράμετρο. Μα άλλο αυτό και άλλο ένας σεναριακός σκελετός βασισμένος στο σύνολό του σε λογικά σφάλματα και ανακολουθίες λόγω κακής επεξεργασίας του υλικού (που είναι και η περίπτωση του «Έντιμου Κλέφτη»), και όχι λόγω συνειδητοποιημένης δημιουργικής επιλογής (για παράδειγμα, μια ιστορία επίτηδες ελλειπτική ή που λειτουργεί σαν σπουδή χαρακτήρα όπου το κινηματογραφικό ενδιαφέρον παράγεται από τις ανορθολογικές ενέργειες του εν λόγω ήρωα, που πηγάζουν από κάποιο στοιχείο του). Και δυστυχώς δεν πρόκειται και για μια καλοφτιαγμένη κατασκευαστικά ή ικανοποιητική σε ψυχαγωγικό επίπεδο δουλειά, γνωρίσματα που ενδεχομένως να κάλυπταν αυτή την καίρια αδυναμία. Η δράση είναι φτωχότατη και περιορισμένης κλίμακας, ενώ ενίοτε είναι και κακογυρισμένη, με εξέχον παράδειγμα μια σκηνή με φοβερά τσαπατσούλικο CGI. Και γενικότερα, η σκηνοθεσία εκπέμπει έναν αέρα ρουτίνας και μια βραδύτητα που δεν ταιριάζει με το είδος που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το φιλμ. Η τελική εικόνα γίνεται ξεκάθαρη όταν προστίθεται στο μείγμα κι ένα εξαιρετικά κακογραμμένο ρομάντζο, που αδικεί τη φιλότιμη προσπάθεια της Kate Walsh να κάνει την ηρωίδα της να αναπνεύσει κάπως.

Τι μένει πέρα από έναν Neeson που επιστρατεύει τη γνωστή μεν, επιτυχημένη δε μανιέρα του που τον έχει καταξιώσει από τον καιρό της πρώτης «Αρπαγής» στο είδος της δράσης με αποτελεσματικότητα; Λίγα πράγματα… Πέραν του ίδιου και της συμπρωταγωνίστριάς του, Kate Walsh, αξιοπρεπής ερμηνευτικά είναι και ο Jai Courtney, που ναι μεν σε επίπεδο σεναριακού υλικού δεν του δίνονται πολλά μιας κι αναλαμβάνει έναν τυπικό ρόλο κακού, αλλά παρ’ όλα αυτά επιδεικνύει ένα μεράκι, σαν να προσπαθεί να κάνει τον χαρακτήρα του να ξεφύγει κάπως από τα ανιαρά στεγανά του. Επιπλέον υπάρχει μια υποστήριξη από τη μεριά του έμπειρου μοντέρ Michael P. Shawver, ο οποίος παρέχει στο φιλμ τον ρυθμό και τη ροή που δεν καταφέρνει να του δώσει από την καρέκλα του σκηνοθέτη ο Mark Williams.

Σίγουρα όμως αυτά τα στοιχεία δεν αρκούν για να απαλύνουν τις έντονα αρνητικές εντυπώσεις. Ακόμη και οι αφοσιωμένοι φαν του Neeson της τελευταίας δεκαετίας, λόγω του ότι έχουν καλομάθει σε ένα στάνταρ επίπεδο παραγωγής που συνήθως εξασφαλίζουν οι ταινίες δράσης στις οποίες συμμετέχει, σίγουρα θα δυσανασχετήσουν με τη συγκριτικά κατώτερη ποιότητα του προϊόντος εδώ. Μια επαναληπτική θέαση του «The Grey», για παράδειγμα, σίγουρα είναι μια καλύτερη πρόταση…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *