Η ιστορία μιας χώρας και μιας οικογένειας σε ελεύθερη πτώση. Τρεις γενιές μιας οικογένειας (η γενιά του 1950, η γενιά της μεταπολίτευσης και η νεότερη γενιά) οδηγούνται σε μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων εξαιτίας μιας ενδοοικογενειακής υιοθεσίας.

Σκηνοθεσία:

Σύλλας Τζουμέρκας

Κύριοι Ρόλοι:

Αμαλία Μουτούση … Στέλλα

Θάνος Σαμαράς … Στέργιος

Ιωάννα Τσιριγκούλη … Τζίνα

Ερρίκος Λίτσης … Αντώνης

Ιερώνυμος Καλετσάνος … Νικήτας

Γιούλα Μπούνταλη … Άννα

Χρήστος Πασσαλής … Θάνος

Δέσποινα Γεωργακοπούλου … Μαρία

Νίκος Φλέσσας … Γιάννης

Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου … Τόνια

Μαρία Καλλιμάνη … Ελένη

Αλέξανδρος Παρίσης … Μανώλης

Μυρτώ Λάμπρου … Άννα (νεαρή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Γιούλα Μπούνταλη, Σύλλας Τζουμέρκας

Παραγωγή: Θάνος Αναστόπουλος, Μαρία Δρανδάκη, Σύλλας Τζουμέρκας

Μουσική: Drogatek

Φωτογραφία: Παντελής Μαντζανάς

Μοντάζ: Πάνος Βουτσαράς

Σκηνικά: Μαγιού Τρικεριώτη

Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Χώρα Προέλευσης
  • Διεθνής Τίτλος: Homeland

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτης στο φεστιβάλ Αθηνών.
  • Συμμετοχή στο τμήμα Εβδομάδα Κριτικής στου φεστιβάλ Βενετίας.
  • Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ιωάννα Τσιριγκούλη), μουσικής, μοντάζ και μακιγιάζ στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Θάνος Σαμαράς), δεύτερο αντρικό ρόλο (Ερρίκος Λίτσης), σενάριο, κοστούμια και ήχο.

Παραλειπόμενα

  • Εδώ έκανε σκηνοθετικό ντεμπούτο στο σινεμά ο Σύλλας Τζουμέρκας, μετά από σειρά ταινιών μικρού μήκους.
  • Στη σκηνή στην αίθουσα σχολείου με την Αμαλία Μουτούση, οι μαθητές ήταν πραγματικοί και δεν γνώριζαν τίποτα πάνω στο σενάριο.
  • Για τις σκηνές των επεισοδίων συνδυάστηκε αρχειακό υλικό, μυθοπλασία και ζωντανό γύρισμα σε αντίστοιχα γεγονότα.
  • Συμμετείχε σε 8 φεστιβάλ ανά τον κόσμο.
  • Με 8.000 εισιτήρια, ήρθε στην 9η θέση ανάμεσα στις ελληνικές ταινίες της χρονιάς.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 22/10/2010

Φανταστείτε ένα κοινωνικό δράμα ιδιαίτερα μελοδραματικό (ως ταινία ή μίνι σειρά για τηλεόραση), γύρω από τη ζωή μιας οικογένειας από την μεταπολεμική εποχή μέχρι το σήμερα. Φανταστείτε ότι βλέπουμε μερικούς κρίσιμους σταθμούς από αυτήν. Κάποτε μια κόρη έχει κάνει ένα παιδί, που για κάποιους λόγους (που δεν κατάλαβα), το δίνει για υιοθεσία, δεν κατάλαβα σε ποιόν, αλλά εκ των υστέρων διάβασα (!) κάπου, ότι το έδωσε σε έναν αδελφό της. Χρόνια αργότερα, ο γέρος πατέρας της φαμίλιας αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, στο νοσοκομείο η κόρη που έδωσε το παιδί συμπεριφέρεται ως διαταραγμένη και όλοι γενικά είναι σε μια έκρυθμη κατάσταση, δεν κατάλαβα γιατί. Αργότερα βλέπουμε, συχνά, μια άλλη αδελφή ως καθηγήτρια να διδάσκει στην τάξη με πολύ πάθος τον «Ύμνο στην Ελευθερία» του Σολωμού. Υπάρχει και μια σκηνή όπου όλοι μαζί, με τον πατέρα αναρρώσαντα, συγκεντρώνονται στην εξοχή και πάλι σε κλίμα ανησυχίας και υπερέντασης, από ένα σημείο και μετά, δεν κατάλαβα γιατί. Ένα άλλος αδελφός διδάσκει ιστορία της τέχνης με θέα την βία..; Ίσως. Ένας άλλος αδελφός έχει βίαιη συμπεριφορά προς κάποιες γυναίκες της φαμίλιας ή και γκόμενες (δεν κατάλαβα γιατί) και επιφυλάσσει ένα τραγικό τέλος για τον εαυτό του, δεν κατάλαβα γιατί. Γενικότερα, άρχισα να αμφιβάλλω για την διανοητική μου κατάσταση και να αναρωτιέμαι αν έχω άνοια ή αλσχάιμερ. Μήπως θα έπρεπε να δω την ταινία 5-6 φορές και να κρατάω σημειώσεις σε μπλοκάκι για να ξεδιαλύνω τι συνέβαινε και ποιος είναι αδελφός, κουμπάρος ή μπατζανάκης; Μήπως και ο Τζουμέρκας δεν θεωρούσε ότι αυτό είναι απαραίτητο για την ουσία του φιλμ του; Μήπως νόμισε ότι τα πράγματα είναι αναγνωρίσιμα παρόλα τα κενά και την μονταζ-ο-θύελλα; Δεν κατάλαβα.

Τέλος πάντων, αυτό το υλικό ο σκηνοθέτης το χειρίζεται στο πρώτο μέρος ως εξής: διαρκές πίσω-μπρος στο χρόνο με σύντομες σκηνές αλλά και παράλληλο μοντάζ ταχύρρυθμο και νευρικό, με σφήνες από απροσδιόριστα ντοκουμέντα από πολιτικές συγκεντρώσεις, συλλαλητήρια, οδομαχίες με την αστυνομία χωρίς καμιά αιτιώδη σύνδεση και όλα αυτά με διαρκή μουσική επένδυση, από Μαρία Κάλας μέχρι οτιδήποτε. Στο δεύτερο μέρος, παραμερίζονται τα ντοκουμέντα, οι σκηνές της οικογένειας έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, πάντα με ανακατέματα χρόνου και χώρου.

Αφού περιγράψαμε μια ταινία λιγάκι απερίγραπτη, συμπεράνουμε τα ευνόητα: 1) δεν πρόκειται για αφήγηση μιας ιστορίας αλλά για κολάζ, trailer, clips από μια ιστορία. Άρα, δεν έχουμε και μια δραματουργία αλλά στιγμιότυπα από δραματικές σκηνές. Άρα, δεν έχουμε και χαρακτήρες, αλλά πιλότους για χαρακτήρες μιας άλλης ταινίας που θα μπορούσε να είχε γυριστεί (αν και οι δυο προαναφερθείσες αδελφές μάς δίνουν εξαιρετικές στιγμές ερμηνείας), 2) δεν υπάρχει κοινωνικός –πολιτικός στοχασμός αλλά μια παράθεση γκρο και κοντινών πλάνων από πρόσωπα και γενικών πλάνων από πλήθη. Παρόλα αυτά, η ταινία λέγεται «Χώρα Προέλευσης» (βλέπε Ελλάδα») και στην αφίσα το μότο είναι «εξαπάτησε, πρόδωσε, τρομοκράτησε», τίτλοι που μας προϊδεάζουν ότι θα δούμε μια ταινία ακραίου κοινωνικού προβληματισμού, κάτι το οποίο δεν ισχύει.

Εντέλει, τι είδαμε; Ένα ποίημα, με την τεχνική (όχι αναγκαστικά αξιωτική) έννοια του όρου και μάλιστα ένα ποίημα ακραίου υποκειμενισμού, έναν παροξυσμό, ένα ξέσπασμα ενάντια στην ζωή ως σειρά από δυστυχίες, ένα θυμωμένο ροκ –ραπ κ.λπ. οπτικό τραγούδι για την κακούργα ζωή και την κακούργα κοινωνία, έτσι γενικώς κι αορίστως. Και ένα κλείσιμο με θυμοσοφίες σχετικά με την τραγική διάσταση που έχει η ελευθερία, όπως την περιγράφει ο Σολωμός, όπως, εντέλει, ίσως να είναι, ούτως ή άλλως. Μιας και ο λόγος, το τραγικό και ανέφικτο της ελευθερίας, το περιέγραψε και το έγραψε με απαράμιλλο τρόπο και στιλ, σε λόγο δοκιμιακό και κομψό, ο Λάνθιμος στον «Κυνόδοντά» του. …

Παρόλα αυτά, ο Τζουμέρκας, φαίνεται ότι διαθέτει σκηνοθετικό ταλέντο κι αν υποτάξει τον θυμό και την βιασύνη του, ίσως μας δώσει αξιόλογο έργο στο μέλλον.

Υστερόγραφο: δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα πειράματα και έχω απολαύσει στο παρελθόν πολλά, από το «Κοτόπουλο Δυναμίτης» (1971) του Ernest Pintoff μέχρι το «Χρονικό της Μαρία Μάλιμπραν» (1972) του Werner Schroeter. Αλλά το πείραμα, ακριβώς γιατί είναι πείραμα, δεν πετυχαίνει συχνά…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 22/10/2020

Ο καλλιτέχνης πρέπει, λένε, να μην μένει ανεπηρέαστος από την κοινωνική πραγματικότητα, να μη ζει κλεισμένος στον κόσμο του, αλλά να είναι ένας γνήσιος πολίτης του κόσμου. Ο Τζουμέρκας, λοιπόν, ζει ακριβώς στην Ελλάδα του σήμερα, βιώνει μια πραγματικότητα που στα μάτια του μοιάζει νοσηρή, μοιάζει με ένα απόλυτο αδιέξοδο. Δεν θέλω να ψυχαναλύσω το σκηνοθέτη, αυτό που θέλω να πω είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που εκφράζει την απόλυτη οργή ενός καλλιτέχνη που δεν βρίσκει άλλον τρόπο να αντιδράσει απέναντι στα όσα βιώνει. Έχει άποψη για τη σύγχρονη Ελλάδα και δε διστάζει να την εκφράσει με το μέσο που του έλαχε, τον κινηματογράφο. Μπορεί η άποψη του να φαίνεται δογματική, καταφέρνει όμως να προβληματίσει και να εγείρει συζητήσεις, είτε την ενστερνιστείτε είτε όχι.

Το ζήτημα είναι ο τρόπος που επιλέγει για να στοχαστεί. Είναι θυμωμένος και μοιάζει να αντιδρά όπως όλοι εμείς οι παρορμητικοί κι ευέξαπτοι άνθρωποι, που τελικά βάζουν πάντα τις φωνές και χάνουν το δίκιο τους. Μ’ αυτή την κάπως απλοϊκή παρομοίωση, θέλω να πω πως η Χώρα Προέλευσης είναι μια έκρηξη θυμού που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια μας. Μια έκρηξη που πάνω στη φούρια της προσπαθεί να πει πολλά και να δείξει ακόμη περισσότερα, με τα λάθος όμως μέσα. Η υπόθεση ποτέ δεν γίνεται απόλυτα κατανοητή, τα κίνητρα των ηρώων δυσχερώς προσδιορίζονται και οι συμβολισμοί έχουν χαθεί μια για πάντα.

Βέβαια, δεν μπορώ να παραγνωρίσω δύο ακόμη βασικά πλεονεκτήματα της ταινίας. Ο σκηνοθέτης δίνει το δικό του στίγμα. Ένα στίγμα μοναδικό, που δε θυμίζει τίποτα και κανέναν. Μια σκηνοθεσία δημιουργική, με πολύ ταλέντο, και με πάρα πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Επιπλέον, η ταινία δεν περνά συναισθηματικά αδιάφορη. Αντίθετα, ακόμη και αν σε στιγμές δεν γίνεται σαφής η εξέλιξη της υπόθεσης, το συναίσθημα ρέει άφθονο, κυρίως λόγω των ιδιαίτερων, θεατριζόντων ερμηνειών και της ρεαλιστικής σκηνοθεσίας.

Σίγουρα πρόκειται για μια ταινία με σαφή καλλιτεχνική αξία, που δυστυχώς μέσα στην παρορμητικότητα της χάνει την ευκαιρία να μείνει χαραγμένη στην ελληνική φιλμική ιστορία ως ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *