Σπίτι μου Σπιτάκι μας
- Home Again
- 2017
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Κομεντί
- 26 Οκτωβρίου 2017
Η Άλις Κίνεϊ αποφασίζει να ξεκινήσει από την αρχή μετά τον χωρισμό της, μετακομίζοντας στα πατρικά της εδάφη στο Λος Άντζελες, μαζί με τις δύο νεαρές της κόρες. Κατά τη βραδιά των 40ών της γενεθλίων, γνωρίζει τρεις εμπνευσμένους σκηνοθέτες που τυχαίνουν να βρίσκονται στο κατάλληλο σημείο. Η Άλις συμφωνεί να τους φιλοξενήσει στο δωμάτιο φιλοξενίας προσωρινά, αλλά η συμφωνία καταλήγει να ξεφύγει με απροσδόκητους τρόπους.
Σκηνοθεσία:
Hallie Meyers-Shyer
Κύριοι Ρόλοι:
Reese Witherspoon … Alice Kinney
Pico Alexander … Harry Dorsey
Jon Rudnitsky … George Appleton
Nat Wolff … Teddy Dorsey
Michael Sheen … Austen Blume
Candice Bergen … Lillian Stewart
Lake Bell … Zoey Bell
Reid Scott … Justin Miller
P.J. Byrne … Paul
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Hallie Meyers-Shyer
Παραγωγή: Nancy Meyers, Erika Olde
Μουσική: John Debney
Φωτογραφία: Dean Cundey
Μοντάζ: David Bilow
Σκηνικά: Ellen Brill
Κοστούμια: Kate Brien Kitz
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Home Again
- Ελληνικός Τίτλος: Σπίτι μου Σπιτάκι μας
Παραλειπόμενα
- Πρωτόλεια σκηνοθεσία και σενάριο για τη Hallie Meyers-Shyer, κόρη των Charles Shyer και Nancy Meyers.
- Αρχική Άλις ήταν η Rose Byrne.
- Το σπίτι της Άλις άνηκε στην πραγματικότητα κάποια στιγμή στη Cindy Crawford.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 24/10/2017
Μπορεί να πει κάποιος πολλά για τις κομεντί της Nancy Meyers: ότι αναπαράγουν την πλειοψηφία των στερεοτύπων με τα οποία έχει ταυτίσει το είδος ο μέσος θεατής, ότι στους περίεργους καιρούς που ζούμε είναι κάπως προκλητικό να βλέπεις στα φιλμ της συνεχώς να παρελαύνουν ήρωες που έχουν μια άνετη, μέχρι και πολυτελή, καθημερινότητα, ότι έχουν την αιχμηρότητα ενός αφράτου λουκουμά. Παρόλα αυτά, είναι δύσκολο να βάλει κανείς στην κατηγορία «για πέταμα» ό,τι έχει υπογράψει επειδή πέραν των αδιαμφισβήτητα ικανών ηθοποιών που επιλέγονται για να υποδυθούν τους ρόλους, τα κείμενά της έχουν μια χαριτωμενιά και μια σπιρτάδα, ακόμη κι όταν οι καταστάσεις που περιγράφονται δεν είναι και ό,τι πιο πρωτότυπο έχει περάσει από τη μεγάλη οθόνη, και γενικά ακόμη κι αν δεν είναι φιλμ φτιαγμένα για να τα θυμάται κανείς λεπτομερώς έπειτα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι επαρκώς ψυχαγωγικά για όσο διαρκούν.
Το “Home Again” είναι το σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο της κόρης της, Hallie Meyers-Shyer, και η επιρροή της μαμάς στο τέκνο της είναι εμφανέστατη: χαρακτήρες ευκατάστατοι από μεγαλοαστικά στρώματα, μια πρωταγωνίστρια με έντονο χαρακτήρα, δρώμενα που θυμίζουν τηλεοπτική κωμωδία καταστάσεων και μια ανάλογης λογικής σκηνοθεσία. Επειδή όμως άλλο 68 χρόνια εμπειρίας η μητέρα και άλλο 30 η θυγατέρα, αυτό που έχει πραγματώσει η δεύτερη δείχνει ότι έχει μπόλικο δρόμο μπροστά της μέχρι να «πιάσει» αυτό που διαφοροποιεί το ελαφρύ από το άγευστο. Δεν υπάρχουν πολλοί άσοι στο μανίκι της δημιουργού, αν όμως πρέπει να επιλεχθεί κάποιος ως αυτός που σώζει το όλο εγχείρημα από το να καταλήξει σε ολοκληρωτικό ναυάγιο αυτό είναι κάποιες αξιόλογες ερμηνείες.
Φυσικά αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι η Witherspoon, που σίγουρα δεν της ανατίθεται και κάτι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά κατορθώνει να ανταποκριθεί σε αυτό, δίνοντας και το κάτι παραπάνω που περιμένει κανείς από μια άνω του μέσου όρου ηθοποιό. Μικρή αλλά συμπαθέστατη η παρουσία της βετεράνου Candice Bergen ενώ αξιοπρόσεκτος είναι ο γεμάτος νεύρο κι ενέργεια Jon Rudnitsky που αν κάνει σωστές επιλογές έχει έναν πολύ ενδιαφέρον δρόμο μπροστά του. Μακάρι να αρκούσαν μονάχα αυτά για ένα καλό αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που καθιστά σχεδόν αδύνατη την πρόκληση ενδιαφέροντος από την πλευρά του θεατή είναι το σενάριο. Ελάχιστα πράγματα συμβαίνουν, οι όποιες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις προκύπτουν δεν προκαλούν ποτέ πραγματικές ρήξεις με συνέπεια ό,τι διαδραματίζεται να δίνει την εντύπωση του αποστειρωμένου και του ασφαλούς με την κακή έννοια, ενώ κι ένα ρομάντζο που υποτίθεται ότι αναπτύσσεται, και το οποίο δεν έχει ιδιαίτερη χημεία, δεν φαίνεται να οδηγείται πουθενά, κάτι που επιβεβαιώνεται από το τρομερά απότομο φινάλε που αφήνει απροσδόκητα πολλές εκκρεμότητες για ταινία τέτοιου είδους. Δεν υπάρχει κάτι το εξόφθαλμα προσβλητικό και κακόγουστο εδώ, όμως υπάρχουν στιγμές που κανείς ενδέχεται και να επιθυμήσει να υπήρχε κάτι πραγματικά απαράδεκτο εδώ μέσα για να μην είναι τόσο εξοργιστικά ανώδυνο και χωρίς πραγματική προσωπικότητα αυτό που ξετυλίγεται. Ό,τι γίνεται τραβάει την προσοχή ελαφρώς μονάχα στην αρχή για να χαθεί αυτό στην πορεία όταν οι εξελίξεις αποδεικνύεται ότι είναι οι αναμενόμενες. Όλα (από τη σεξουαλική έλξη μέχρι τον τρόπο λειτουργίας της κινηματογραφικής βιομηχανίας) έχουν ένα ροζ, πλουμιστό περιτύλιγμα που τα απομακρύνει από την πραγματική ζωή, γνώρισμα όλων των κομεντί που είναι τόσο υπερβολικά απασχολημένες με το πως θα αποτελέσουν μια απόδραση από την καθημερινότητα που ξεχνούν ότι αυτό είναι το δεύτερο βήμα, με το πρώτο που παραλείπεται να είναι η προσέγγιση σε κάτι με το οποίο μπορούν να υπάρξουν συναισθήματα οικειότητας (όχι απαραίτητα ταύτισης) με το κοινό. Έτσι, από ένα σημείο κι έπειτα, όλη αυτή η παρέλαση όμορφων εσωτερικών κι εξωτερικών χώρων, ευπαρουσίαστων ανθρώπων και μεγαλοαστικών προβλημάτων δε γίνεται παρά να καταντήσει ανιαρή.
Αν κάποιος τώρα δεν ενοχλείται με κάτι ακίνδυνο, τετριμμένο κι εντέλει ανούσιο μπροστά στο ενδεχόμενο να ξεφύγει από πεζές έγνοιες της πραγματικής ζωής, πιθανώς να δώσει συγχωροχάρτι, ειδάλλως, το κοίταγμα στο ρολόι δεν θα αποφευχθεί.
Βαθμολογία: