Τη στιγμή που ο φοιτητής νομικής στο Γέιλ και πρώην πεζοναύτης από το Οχάιο Τζέι Ντι Βανς ετοιμάζεται να ξεκινήσει τη δουλειά των ονείρων του, μια οικογενειακή κρίση τον αναγκάζει να επιστρέψει στην πατρίδα του, την οποία έχει απαρνηθεί. Ο Τζέι Ντι θα έρθει αντιμέτωπος με τις περίπλοκες σχέσεις της “άξεστης” οικογένειάς του, μεταξύ άλλων και με την ευέξαπτη μητέρα του, την Μπεβ, η οποία παλεύει με τον εθισμό. Πλημμυρισμένος με αναμνήσεις της αγέρωχης και πανέξυπνης γιαγιάς του, της Μάμο, η οποία τον μεγάλωσε, ο Τζέι Ντι θα συνειδητοποιήσει ότι για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, θα πρέπει να συμφιλιωθεί με τις ρίζες του.
Σκηνοθεσία:
Ron Howard
Κύριοι Ρόλοι:
Gabriel Basso … J.D. Vance
Glenn Close … Bonnie ‘Mamaw’ Vance
Amy Adams … Beverly ‘Bev ‘Vance
Haley Bennett … Lindsay Vance
Freida Pinto … Usha
Bo Hopkins … ‘Papaw’ Vance
Owen Asztalos … J.D. Vance (νεαρός)
Sunny Mabrey … Bonnie Vance (νεότερη)
Dylan Gage … Kameron
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Vanessa Taylor
Παραγωγή: Brian Grazer, Ron Howard, Karen Lunder
Μουσική: David Fleming, Hans Zimmer
Φωτογραφία: Maryse Alberti
Μοντάζ: James Wilcox
Σκηνικά: Molly Hughes
Κοστούμια: Virginia Johnson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Hillbilly Elegy
- Ελληνικός Τίτλος: Το Τραγούδι του Χιλμπίλη
Σεναριακή Πηγή
- Απομνημονεύματα: Hillbilly Elegy του J.D. Vance.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Glenn Close) και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου (Glenn Close).
- Υποψήφιο για Bafta μακιγιάζ/κομμώσεων.
Παραλειπόμενα
- Η Imagine Entertainment κέρδισε τα δικαιώματα της αυτοβιογραφίας μέσω δημοπρασίας, τον Απρίλιο του 2017, με τον Ron Howard άμεσα να ανακοινώνεται ως σκηνοθέτης.
- Έσχατη κινηματογραφική παρουσία για τον Bo Hopkins.
- Αποκλειστική διανομή του Netflix (έδωσε 45 εκατομμύρια δολάρια για να το εξασφαλίσει), αλλά πρώτα κυκλοφόρησε σε επιλεγμένες αίθουσες.
- Η Glenn Close έγινε η τρίτη ηθοποιός που βρέθηκε για τον ίδιο ρόλο υποψήφια στα Όσκαρ αλλά και τα Χρυσά Βατόμουρα.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 3/12/2020
Από τις πολύ σπάνιες φορές που ο Ron Howard καταπιάνεται με ένα τόσο καθαρά δραματικό θέμα, και ίσως αυτό κάπου τον δικαιολογεί. Ακόμα όμως κι έτσι, δεν δείχνει να μπορεί να βρει μια αυθεντική κινηματογραφική ταυτότητα για το έργο του, αφήνοντας το έκθετο για να το σώσουν οι -ευτυχώς- ικανοί ηθοποιοί του.
Η Amy Adams και η Glenn Close, με καλή υποστήριξη από το υπόλοιπο καστ (και μιας καταπληκτικής δουλειάς από το μακιγιάζ), δεν πετυχαίνουν τις ερμηνείες της ζωής τους, αλλά είναι ο κυριότερος άξονας ενδιαφέροντος επί του φιλμ. Η «αγκαλιά» όμως που τους δίνει ο Howard δεν είναι και τόσο στοργική. Μοιάζει εν ολίγοις να πασχίζει να μην κάνει δραμεντί, σβήνοντας συνεχώς το χιούμορ με μια αόρατη γόμα. Κι όμως, επιβάλλονταν με το συγκεκριμένο ύφος που διευθύνει ο σχεδόν 70χρονος δημιουργός, να μπολιάζονταν το δράμα με ανάσες χιούμορ, ώστε να έρθει πιο κοντά στο κοινό. Οι καταστάσεις που παρουσιάζονται είναι βαριές σαν ατσάλι, κι όμως δεν βρίσκουν διέξοδο στην ψυχή του θεατή, σαν κάτι να τις καθαγιάζει και να τις αλαφραίνει.
Βρισκόμαστε σε ένα σινεμά που από τη μία θέλει να παραπέμψει στα αμερικανικά δράματα των 1980, έχοντας μια καθαρή αφήγηση (ακόμα και οι εναλλαγές χρόνων έρχονται πολύ ομαλά), αλλά κλείνει και το μάτι σε πιο ανεξάρτητα παραδείγματα, κι εκεί ίσως γίνεται η ζημιά. Δεν αρκεί η παρουσίαση ενός γεγονότος με έναν πιο ρεαλιστικό από τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά πρέπει να το εμπλουτίσεις με μια ατμόσφαιρα που θα συμπλήρωνε αυτά που η εικόνα δεν μπορεί να πει. Έτσι, όσο εσωτερικές κι αν είναι οι ερμηνείες, τα κείμενα και η οπτική δεν είναι τόσο διάτρητα για να μας φανερώσουν ολάκερο τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων.
Παρόλα αυτά, τα υλικά για ένα καλό δράμα υπήρχαν, κι αν η ταινία αυτή γυρίζονταν με γνώμονα να γίνει τηλεταινία, τα παράπονα θα ήταν σίγουρα λιγότερα. Γιατί λείπει η κινηματογραφική δυναμική που κάνει ακόμα και το μικρό να αναδυθεί, ενώ νοηματικά θα μπορούσαν να βγουν περισσότερα συμπεράσματα από την αληθινή ιστορία του J.D. Vance, πέρα από το «μπορείς να υπερβείς και τη μεγαλύτερη δυσκολία και να πετύχεις». Δεν λέμε ότι δεν είναι θεμιτό να το επαναλαμβάνουμε το συγκεκριμένο (μήπως το καταλάβουμε όλοι μας…), αλλά πολύ καλύτερα θα ήταν να άνοιγαν τα χαρτιά τους διάπλατα οι χαρακτήρες, και να αναζητήσει ο καθένας μας τη θέση του ανάμεσα τους.
Βαθμολογία: