Γεννήθηκε στα Χαϊλαντς της Σκοτίας το 1518. Ο Κόνορ ΜακΚλάουντ είναι αθάνατος. Όταν ο ΜακΚλάουντ τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη διάρκεια μιας μάχης αλλά δεν πέθανε, εκδιώχθηκε από το χωριό του. Περιπλανώμενος συνάντησε τον Ραμίρεζ, έναν άλλο αθάνατο που του έμαθε την τέχνη της ξιφασκίας, τον μόνο τρόπο που μπορεί να πεθάνει ένας αθάνατος, τον αποκεφαλισμό, και τις συνήθειες των αθανάτων. Στη Νέα Υόρκη του σήμερα, στον τόπο της Συνάντησης, ο ΜακΚλάουντ καλείται να δώσει την ύστατη μάχη εναντίον των τελευταίων επιζώντων αθανάτων για το Βραβείο, γιατί στο τέλος μπορεί να μείνει μόνο Ένας.

Σκηνοθεσία:

Russell Mulcahy

Κύριοι Ρόλοι:

Christopher Lambert … Connor ‘Highlander’ MacLeod/Russell Edwin Nash

Sean Connery … Juan Sanchez Villa-Lobos Ramirez

Clancy Brown … Kurgan/Victor Kruger

Roxanne Hart … Brenda Wyatt

Beatie Edney … Heather MacLeod

Alan North … υπαστυνόμος Frank Moran

Jon Polito … ντετέκτιβ Walter Bedsoe

Sheila Gish … Rachel Ellenstein

Hugh Quarshie … Sunda Kastagir

Christopher Malcolm … Kirk Matunas

Celia Imrie … Kate MacLeod

James Cosmo … Angus MacLeod

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Gregory Widen, Peter Bellwood, Larry Ferguson

Στόρι: Gregory Widen

Παραγωγή: Peter S. Davis, William N. Panzer

Μουσική: Michael Kamen

Φωτογραφία: Gerry Fisher

Μοντάζ: Peter Honess

Σκηνικά: Allan Cameron

Κοστούμια: James Acheson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Highlander
  • Ελληνικός Τίτλος: Χαϊλάντερ, ο Αθάνατος

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Χαϊλάντερ 2: Η Επιστροφή (1991)
  • Χαϊλάντερ 3: Ο Μάγος (1994)
  • Highlander: Η Τελική Αναμέτρηση (2000)
  • Χαϊλάντερ: Η Πηγή (2007)
  • Χαϊλάντερ: Δίψα για Εκδίκηση (2007)

Παραλειπόμενα

  • Ο Gregory Widen έγραψε το αρχικό στόρι ως εργασία στο σεναριακό πρόγραμμα του πανεπιστημίου UCLA, και ενώ οι βαθμοί του δεν ήταν γενικά οι καλύτεροι. Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος, η πηγή έμπνευσης του ήταν το Οι Μονομάχοι (1977) του Ridley Scott. Όταν το διάβασε ο καθηγητής του, του πρότεινε να προσπαθήσει να το πουλήσει, και πράγματι κατάφερε να βγάλει από αυτό 200 χιλιάδες δολάρια. Βέβαια, μέχρι την τελική του μορφή για την ταινία υπέστη μεγάλες αλλαγές, όντας ένα κείμενο πολύ πιο σκοτεινό και βίαιο.
  • Ο Russell Mulcahy έτυχε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό, και πρόσεξε τον πρωταγωνιστή του Γκρέιστοουκ: Ο Θρύλος του Ταρζάν, Christopher Lambert, σε μια του φωτογραφία. Παρότι τύχαινε να μη γνωρίζει καν αγγλικά, αποδείχτηκε γρήγορος στη μάθηση τους, και πήρε τον ρόλο.
  • Η Thorn EMI που ανέλαβε την παραγωγή ετοιμάζονταν να ονομάσει την ταινία The Dark Knight, μέχρι που προσλήφθηκε ο Mulcahy.
  • Την εκπαίδευση στο σπαθί του Lambert είχε αναλάβει ο Bob Anderson (επί 4 ώρες κάθε ημέρα), ένας από αυτούς που είχαν φορέσει τη στολή του Darth Vader στα γυρίσματα του Πολέμου των Άστρων.
  • Η αρχική σκηνή του γκαράζ γυρίστηκε σε δύο διαφορετικές πόλεις. Εσωτερικά ήταν πράγματι δίπλα στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, αλλά εξωτερικά ήταν στο Λονδίνο.
  • Ο Mulcahy ήταν διστακτικός στο να εγκρίνει την έκρηξη στη σκηνή με το σοκάκι, μια και περιτριγυρίζονταν  από βικτοριανά παράθυρα. Όταν όμως του είπαν ότι θα καταστρέφονταν έτσι κι αλλιώς μετά από λίγους μήνες, δεν έφερε άλλη αντίρρηση.
  • Η αφήγηση του Connery στους τίτλους έναρξης έχει μια περίεργη ηχώ, μια και ηχογραφήθηκε μέσα στο μπάνιο του στη βίλα του στην Ισπανία.
  • Για να μειωθεί το μπάτζετ, οι παραγωγοί έφτασαν στο σημείο να κόψουν το πρωινό από τους κομπάρσους. Τη δεύτερη βέβαια ημέρα αυτό διορθώθηκε, μετά από πολύ έντονες διαμαρτυρίες, ανάμεσα στις οποίες οι σκοτσέζοι κομπάρσοι έκαψαν ομοίωμα της Margaret Thatcher.
  • Η παραγωγή μπήκε μέσα εμπορικά, μια κι ενώ κόστισε 19 εκατομμύρια δολάρια, έβγαλε μόνο 12,9. Δεν άργησε όμως καθόλου να γίνει cult και να πυροδοτήσει πολλά σίκουελ και δύο τηλεοπτικές σειρές. Μαζί με αυτά, η ατάκα “There can be only one” έγινε μέρος της ποπ κουλτούρας.
  • Από το 2008 έχει επιβεβαιωθεί η δημιουργία ενός ριμέικ. Το 2021, ο Henry Cavill αναθέρμανε την ανακοίνωση, λέγοντας ότι θα συμμετέχει σε αυτό.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Οι Marillion αρνήθηκαν να γράψουν τραγούδια για την ταινία, λόγω της παγκόσμιας περιοδείας τους, κάτι που αργότερα ο κιθαρίστας τους Steve Rothery παραδέχτηκε ότι μετάνιωσε. Ακολούθησαν αποτυχημένες προτάσεις στους David Bowie, Sting και Duran Duran.
  • Οι Queen ανέλαβαν να ντύσουν μουσικά όσα σημεία δεν ήταν ορχηστρικά (αυτά ανήκαν στον Michael Kamen). Μεταξύ αυτών ακούγονται οι επιτυχίες A Kind of Magic, Princes of the Universe και Who Wants to Live Forever. Μαζί με τα Gimme the Prize, One Year of Love και Don’t Lose Your Head συμπεριλήφθηκαν -αν και κάποια σε ελαφριά διαφορετικότερες εκδοχές- στο πολύ εμπορικό άλμπουμ A Kind of Magic, που κυκλοφόρησε άμεσα.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 31/7/2021

Αγαπημένη σχεδόν όλων όσων τους βρήκε ευάλωτους λόγω ηλικίας κατά τη δεκαετία του 1980 (πλάι σε αυτούς, και η αφεντιά μου), και όμως μια αληθινά κακή ταινία. Είναι τόσα λίγα τα σωστά που πράττει ο Mulcahy, που θα μπορούσαμε να κάνουμε διάλεξη πλάνο με πλάνο πάνω στο τι πρέπει να αποφεύγει ένας σκηνοθέτης (βοηθάει και η πρόχειρα στημένη παραγωγή, με τους Βρετανούς να μην το έχουν ακόμα με τα σύγχρονου τύπου μπλοκμπάστερ). Και η παραδοξότητα του θέματος συνεχίζεται από το γεγονός πως όσο χάλια μαύρα κι αν είναι όσα βλέπουμε, υπάρχουν αυτά τα στοιχεία που δικαιολογούν το γιατί μιλάμε για κάτι το τόσο αγαπητό.

Βασικά και κύρια, ο Gregory Widen, που γέννησε την όλη σεναριακή ιδέα, είχε εξαρχής μια ευφυέστατη σκέψη που πήγε το είδος βήματα μπροστά. Το ξεκόλλησε από πολλά του στερεότυπα, κάνοντας όμοια επανάσταση με κλασικά παραμύθια. Και μάλιστα επέλεξε να αρχίσει την ιστορία του από τα μαγικά Χάιλαντς της Σκοτίας, ένα τοπίο συνώνυμο με τους μύθους και τον ανδρισμό, και τόσο όμορφο που είναι αδύνατον να του αντισταθείς. Πλάι σε αυτά, οι χαρακτήρες είναι χτισμένοι θεσπέσια (εδώ βέβαια δεν είχαμε κάποια “επανάσταση”), αν και το συγκεκριμένο στόρι θα ήθελε αρκετούς περισσότερους (κάτι στο οποίο βάσισαν την ύπαρξη τους τα ανεκδίκητα σίκουελ). Επιλέγεις και κατάλληλα πρόσωπα όπως τον Clancy Brown και τον Sean Connery, κι έχεις έτοιμη μια προετοιμασία που λογικά θα γράψει ιστορία.

Μπορεί μεν να την έγραψε, αλλά ήταν ανορθόγραφη… Έχοντας όλα τα πρότυπα του από τον χώρο του βίντεο-κλιπ, στον οποίον βέβαια αρίστευε, ο Russell Mulcahy δεν γνωρίζει καν τι είδους ταινία σκηνοθετεί. Τα καλύτερα σημεία του, τα ολίγον gore, τα είχε ήδη δουλέψει στο σκοτεινό Αγριογούρουνο του Θανάτου (1984), αλλά γενικά δεν δίνει την εντύπωση πως ξέρει πού πατάει. Αλλάζει ύφος συνεχώς, κλέβει μικρά στοιχεία από άλλες ταινίες (και όχι μόνο) για να στήσει την κάθε σκηνή του, και μαγεύεται περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε από το σάουντρακ των Queen, πιστεύοντας ανά σημεία ότι γυρίζει βίντεο-κλιπ των τραγουδιών τους. Κερασάκι σε αυτά, ο άμοιρος ο Christopher Lambert, που όσο εικονικός κι αν είναι ο ρόλος του, ανατριχιάζει κάθε ειδικό με την ερμηνεία του. Ήταν που ήταν χάλια ο άμοιρος ανέκαθεν, μπορεί λόγω ταιριαστής εμφάνισης εδώ και στο Γκρέιστοουκ να μην κάνει τη ζημιά που έκανε πχ στον Σικελό, αλλά τουλάχιστον κάποιος έπρεπε να του επισημάνει να μη χαμογελάει και μάλιστα συνέχεια!

Αναγκαστικά το φιλμ το εκλαμβάνεις εμπειρικά κομμάτι-κομμάτι, σαν να παρακολουθείς MTV παλιότερων χρόνων. Θα αρπάξεις μπόλικες ατάκες που θα σου καρφωθούν στη μνήμη (σχεδόν όλο το σενάριο είναι μια συρραφή από εξυπνακίστικες ατάκες), θα πορωθείς με τις μονομαχίες (καλή η δουλειά του βετεράνου κινηματογραφιστή Gerry Fisher), ενώ έχεις και δύο επιλογές για ρομάντζο, αν και είναι ριγμένες πρόχειρα επί του κειμένου. Κυρίως θα συγκρατήσεις δικαιολογημένα κάποια πλάνα προπόνησης (ήταν η δεκαετία της προπόνησης!..) στα ψηλά όρη της Σκοτίας, τα πανέμορφα σπαθιά που παρελαύνουν, κι ένα σωρό μικρά ακόμα που κάνουν τον όρο cult να βρίσκει την πεμπτουσία του. Κυριολεκτικά, μια αγαπημένη κακή ταινία!

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

47 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *