Ο Ρομπ Γκόρντον, ιδιοκτήτης ενός παλιομοδίτικου δισκοπωλείου στο Σικάγο, ασχολείται με την ποπ μουσική, τις τοπ λίστες των πιο αγαπημένων τραγουδιών ανά ψυχολογική κατάσταση, όχι όμως… και με τον έρωτα. Αποφασίζει λοιπόν να επαναξετάσει τις αποτυχημένες ρομαντικές του απόπειρες, και να ξανακερδίσει το κορίτσι των ονείρων του.
Σκηνοθεσία:
Stephen Frears
Κύριοι Ρόλοι:
John Cusack … Rob Gordon
Iben Hjejle … Laura
Jack Black … Barry Judd
Todd Louiso … Dick
Lisa Bonet … Marie De Salle
Catherine Zeta-Jones … Charlie Nicholson
Sara Gilbert … Anaugh Moss
Lili Taylor … Sarah Kendrew
Joan Cusack … Liz
Tim Robbins … Ian ‘Ray’ Raymond
Joelle Carter … Penny Hardwick
Natasha Gregson Wagner … Caroline Fortis
Drake Bell … Rob Jr. High
Chris Bauer … Paul
Bruce Springsteen … Bruce Springsteen
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: D.V. DeVincentis, Steve Pink, John Cusack, Scott Rosenberg
Παραγωγή: Tim Bevan, Rudd Simmons
Μουσική: Howard Shore
Φωτογραφία: Seamus McGarvey
Μοντάζ: Mick Audsley
Σκηνικά: David Chapman, Therese DePrez
Κοστούμια: Laura Bauer
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: High Fidelity
- Ελληνικός Τίτλος: High Fidelity
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: High Fidelity του Nick Hornby.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (John Cusack) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
- Υποψήφιο για Bafta σεναρίου.
Παραλειπόμενα
- Το βιβλίο του 1995 από τον Nick Hornby είναι βρετανικό και διαδραματίζονταν στο Λονδίνο. Βλέποντας όμως την ταινία, ο συγγραφέας εντυπωσιάστηκε με το κατά πόσο πιστή μεταφορά έγινε.
- Αρχικά ήταν να το σκηνοθετήσει ο Mike Newell, σε σενάριο του Scott Rosenberg. Το σενάριο αυτό δεν ήταν καθόλου πιστό στο βιβλίο, και τοποθετούνταν στη Βοστόνη. Οι τρεις όμως τελικοί σεναριογράφοι συμφώνησαν να μπει και το δικό του όνομα στους τίτλους, αλλά ενώ αυτό πράγματι μπήκε σύμφωνα και με τους νόμους της ένωσης σεναριογράφων των ΗΠΑ, ο Rosenberg προέβη σε αποκήρυξη.
- Ο Frears απόλαυσε το βιβλίο, αλλά ήταν διστακτικός να αναλάβει τη δουλειά, μια και δεν άνηκε στη δική του γενιά το περιεχόμενο. Ήθελε όμως να δουλέψει ξανά με τον Cusack μετά τους Κλέφτες, του άρεσε η αλλαγή του Λονδίνου με το Σικάγο, ενώ ήταν κι αυτός που επέμεινε στην πρόσληψη του Jack Black. Ο τελευταίος αρχικά είχε πει όχι, αλλά τον έπεισε ο σκηνοθέτης, και πήρε έτσι τον ρόλο δίχως ποτέ να περάσει οντισιόν.
- Ο ρόλος του Ντικ είχε πρώτα προσφερθεί στον David Arquette, αλλά εκείνος τον προσπέρασε.
- Στο βιβλίο υπήρχε μια χαρακτηριστική αναφορά στον Bruce Springsteen, αλλά κανείς από την παραγωγή δεν είχε ελπίδες ότι θα συμφωνούσε να εμφανιστεί ο τραγουδιστής. Παρόλα αυτά, ο Cusack, που τον γνώριζε, του έστειλε μια κόπια του σεναρίου, και ο αμερικανός μουσικός συμφώνησε.
- Η δανή Iben Hjejle δεν είχε παίξει ποτέ σε αγγλόφωνη ταινία, αλλά όταν την είδε στο φεστιβάλ Βερολίνου ο Frears στο Μιφούνε, αποφάσισε ότι βρήκε την πρωταγωνίστρια του.
- Σε έναν πολύ μικρό ρόλο εμφανίζεται η Beverly D’Angelo (πουλώντας δίσκους), ενώ ο Harold Ramis ήταν ο πατέρας του πρωταγωνιστή, αλλά κόπηκε στο τελικό μοντάζ.
- Το 2020, βγήκε και η πετυχημένη τηλεοπτική εκδοχή στο Hulu, με τον ίδιο τίτλο. Στη σειρά των 10 επεισοδίων πρωταγωνιστούν η Zoe Kravitz, ο Jake Lacy και η Da’Vine Joy Randolph.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η επιλογή των τραγουδιών για το σάουντρακ έγινε με περίεργους όρους, μια και οι Ρομπ, Ντικ και Χάρι ήταν “σνομπ” επί των ακουσμάτων τους. Ο Cusack κάθισε με τους σεναριογράφους και άκουσε περίπου 2.000 τραγούδια, για να καταλήξουν στα 70 που κάνουν έστω και στιγμιαίο πέρασμα.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/7/2006
Η αποτίμηση που κάνει ο ήρωας αφορά στην ουσία το φάντασμα της τελευταίας γενιάς που ένιωσε πως της ανήκει κάποιο είδος κουλτούρας, των τότε τριάντα και κάτι. Ο κεντρικός αυτός ήρωας διακατέχεται από μια εγωκεντρική περηφάνια (κάτι που τον εμποδίζει να δει το σήμερα), που δεν συμμερίζονται αναγκαία οι ερωτικοί του στόχοι και που προσπαθεί να τους συνδυάσει με τα προσωπικά του ιδεώδη. Εν ολίγοις, ένα μικρό ερωτικό μάθημα για τους περισσότερους από εμάς…
Ο Στιβεν Φρίαρς μεταφέρει από το Λονδίνο στο Σικάγο τις σελίδες ενός πολυδιαβασμένου βιβλίου του Νικ Χόρνμπι -αν και το θέμα ταιριάζει ακόμα καλύτερα στην εγγλέζικη ψυχοσύνθεση- πλάθει εξαίρετους αντικομφορμιστικούς χαρακτήρες -χαρακτηριστικός ο Τζακ Μπλακ ως υπάλληλος- σπιρτόζες κωμικές σκηνές, και διατηρεί με συνέπεια ένα σενάριο που εξ όψεως φαντάζει χύμα. Φοβερό και νοσταλγικό το σάουντρακ, προσθέτει στην επιτυχία της ταινίας.
Μια κομεντί που ξεχωρίζει στο είδος της, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί εκτός αυτού, ως μια «εκτός τόπου και χρόνου» ταινία των 1980 (ή απόφθεγμα αυτής;), σαν ένα χρονικό υβρίδιο που λειτουργεί μόνο για όσους τυχαίνει να είναι στην κατάλληλη ηλικία. Μπορεί κανείς να το συνοψίσει κι ως την έσχατη νεανική πνοή μιας ολόκληρης γενιάς που έκλεινε με την αυγή του μιλένιουμ.
Βαθμολογία: