Λίγο πριν τα 40, η Παναγιώτα, μια σχεδόν αναλφάβητη νοικοκυρά και μητέρα δύο παιδιών, θα χρειαστεί να αναζητήσει για πρώτη φορά δουλειά, όταν ο άντρας της χάσει τη δική του. Έχοντας ελάχιστα εφόδια, θα προσληφθεί για λογαριασμό μιας ιδιωτικής εταιρείας καθαρισμού σ’ ένα νέο πολυκατάστημα. Εκεί, παρά τις συνθήκες εκμετάλλευσης κι εργασιακής απαξίωσης, θα βιώσει μια πρωτόγνωρη αίσθηση οικονομικής και συναισθηματικής ανεξαρτησίας και θα σταθεί για πρώτη φορά στα πόδια της. Ό,τι κι αν ακολουθήσει από κει και μετά, εκείνη δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια…
Σκηνοθεσία:
Νίκος Labot
Κύριοι Ρόλοι:
Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου … Παναγιώτα
Δημήτρης Ήμελλος … Κώστας
Μαρία Φιλίνη … Μαρία
Ελένη Καραγιώργη … Τούλα
Δανάη Πριμάλη … Γεωργία
Δήμητρα Βλαγκοπούλου … Ντίνα
Κωνσταντίνος Γώγουλος … ο προϊστάμενος
Γεωργία Τσαγκαράκη … Bojana
Αρετή Σεϊνταρίδου … Βάνια
Ιωάννα Μαυρέα … Ευτυχία
Νικόλ Ντρίζη … δασκάλα
Γιούλα Μπούνταλη … μάνατζερ
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kατερίνα Κλειτσιώτη, Νίκος Labot
Παραγωγή: Μαρία Δρανδάκη, Julie Paratian
Μουσική: Jean Christophe Onno
Φωτογραφία: Διονύσης Ευθυμιόπουλος
Μοντάζ: Dounia Sichov
Σκηνικά: Δάφνη Κούτρα
Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Η Δουλειά της
- Διεθνής Τίτλος: Her Job
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Καλύτερη ταινία, βραβείο FIPRESCI και βραβείο κοινού στο φεστιβάλ της Βαρσοβίας.
- Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, πρώτου γυναικείου ρόλου (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Μαρία Φιλίνη) στα βραβεία Ίρις. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σενάριο και μακιγιάζ.
Παραλειπόμενα
- Μυθοπλαστικό ντεμπούτο στο σινεμά για τον μεγαλωμένο στην Καλαμάτα, ελληνο-γάλλο Νίκο Labot (Νίκος Χαραλαμπόπουλος).
- Παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο.
- Της ελληνικής διανομής ακολούθησε και η γαλλική.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου:21/2/2019
Από τη μια, δεν γίνεται παρά να πει κάποιος ένα «μπράβο» που έστω με απαράδεκτη χρονική καθυστέρηση επιτέλους υλοποιήθηκε ένα φιλμ που σε γενικές γραμμές αποτυπώνει την οικονομική κατάσταση που βιώνει η Ελλάδα ολόκληρη τη δεκαετία που μας αποχαιρετά. Από την άλλη, δεν θα ήταν έντιμο να παραβλεφθούν οι αδυναμίες του όλου εγχειρήματος που του στερούν την ευκαιρία να είχε τη δυναμική ακόμη και μιας νταρντενικής δουλειάς ενώ θα μπορούσε αν αξιοποιούνταν στο έπακρο όλες οι δυνατότητες. Γιατί ο Labot και τον παλμό της τρέχουσας νοσηρής συνθήκης καταφέρνει να πιάσει και έχει στα χέρια του μια ιστορία η οποία περιλαμβάνει αυθεντικές εικόνες και βιώματα που έχουν νιώσει ένα μεγάλο ποσοστό των ελληνικών οικογενειών εν καιρώ κρίσης αποτυπώνοντας με ρεαλισμό μια πραγματικότητα που έχει εδραιωθεί σε κάθε σπιθαμή της χώρας. Επιπλέον έχει και μια ικανότατη πρωταγωνίστρια στο πρόσωπο της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου η οποία παραδίδει ένα μικρό σεμινάριο ερμηνευτικής λεπτότητας καθαρά ευρωπαϊκής χροιάς. Δυστυχώς όμως το αποτέλεσμα, αν και αποτελεί από τα θετικά παραδείγματα ελληνικής μυθοπλασίας των τελευταίων ετών, έχει την ίδια ακριβώς παθογένεια που χαρακτηρίζει τις λιγότερο επιτυχημένες απόπειρες αυτής της κατηγορίας: από ένα σημείο κι έπειτα δεν γνωρίζει προς τα που θα πάει η πλοκή που έχει αναπτύξει στα λεπτά που προηγήθηκαν, με αποτέλεσμα μια από τις πιο απότομες κατακλείδες της τρέχουσας κινηματογραφικής σεζόν. Και είναι κρίμα, γιατί μέχρι να έρθει αυτό το μπλοκάρισμα ιδέες υπάρχουν και μάλιστα καλές ως επί το πλείστον.
Σε επίπεδο πολιτικής τοποθέτησης τηρούνται πολύ λεπτές ισορροπίες: αρθρώνεται λόγος με άποψη, όπως άλλωστε πρέπει στο κοινωνικό σινεμά, σαφής και κατανοητός, χωρίς να γίνεται ποτέ στρατευμένος. Το τελευταίο αυτό γνώρισμα λειτουργεί αμφίδρομα: ναι μεν με αυτήν την επιλογή η ρητορική του σεναρίου κατορθώνει να είναι προσβάσιμη και για τον αποκαλούμενο μέσο θεατή, ωστόσο έτσι προδίδεται το μικρό σχετικά βάθος της ανάλυσης που επιχειρείται. Ακόμη κι έτσι, αυτά που πρέπει να ειπωθούν για τον «θαυμαστό καινούριο κόσμο» της εργασίας που έχει οικοδομηθεί μετά το 2009 στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη σε λιγότερο επώδυνη μορφή αποτυπώνονται στην οθόνη και αυτό έχει αδιαμφισβήτητα μια υπολογίσιμη αξία. Ο ουμανισμός που εκφράζεται εδώ πατάει στα χνάρια όχι μονάχα των Dardenne που αποτελούν την προφανή επιρροή αλλά και στο βρετανικό σινεμά της εργατικής τάξης έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία δέκα χρόνια από μια σειρά δημιουργών, από τον παλαίμαχο Ken Loach μέχρι την πολλά υποσχόμενη Clio Barnard, έχοντας όμως και μια καλώς εννοούμενη σφραγίδα εντοπιότητας που είναι ευδιάκριτη. Το κράμα αυτό είναι αρκούντως λειτουργικό παρά τα επιμέρους προβλήματα.
Στην προσπάθειά του να γίνει εύληπτο αν και φιλμ προορισμένο για περιορισμένη μερίδα κοινού, το «Η Δουλειά της» αποφεύγει τον δρόμο του ψυχογραφήματος πλαισιώνοντας μια ηρωίδα που έχει μεν συγκεκριμένα γνωρίσματα αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικά ευρεία για να χτίσουν έναν πραγματικά ενδιαφέροντα και ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα. Αν η ευαίσθητη κοινωνική ματιά και η κριτική που τη συνοδεύει συνδυαζόταν και με μια ουσιώδη σπουδή χαρακτήρα τότε θα επρόκειτο πραγματικά για ένα πλήρες «πακέτο». Εντοπίζονται και με τα υπάρχοντα ψεγάδια πάντως αρκετά στοιχεία εδώ που χρήζουν εκτίμησης, όπως η αυθεντικά γυναικοκεντρική ματιά που δυστυχώς δεν συναντάται συχνά στη σύγχρονη ελληνική κινηματογραφία (διπλά αξιοθαύμαστο το ότι μια τέτοια οπτική εδώ υιοθετείται από άντρα σκηνοθέτη) και η άρνηση του ύφους να εξοκείλει σε έναν φτηνό μελοδραματισμό που θα προσφερόταν ως λύση με δεδομένη τη θεματολογία. Με κάποια επεξεργασία ακόμη στο κείμενο ο Labot θα πήγαινε για μεγάλα πράγματα σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ωστόσο δίνονται επαρκείς υποσχέσεις για μια αξιόλογη δημιουργική συνέχεια μιας και φανερώνεται ένας κινηματογραφιστής προσγειωμένος και συνάμα ευαίσθητος χωρίς αυτό να παρασύρει τη μετρημένη ματιά του. Καθόλου τυχαία δεν ήταν η πορεία της ταινίας σε διεθνή φεστιβάλ σε ένα κύκλωμα που αναρωτιέται ακόμη για την εγχώρια κινηματογραφία «και μετά τον Λάνθιμο τι;».
Βαθμολογία: