Τρεις συνεταίροι, και φίλοι από παλιά, κάνουν επαγγελματικές ληστείες. Αρχηγός της συμμορίας είναι ο Νιλ ΜακΚόλεϊ με άλλους δύο βασικούς συνεργάτες, τον Κρις Σίχερλις και τον Μάικλ Τσερίτο. Οι τρεις συνέταιροι δεν είναι “φτηνιάρηδες” εγκληματίες, αλλά επαγγελματίες και μάλιστα με στιλ, που κερδίζουν πολλά λεφτά με τον δικό τους τρόπο. Αν χρειαστεί να σκοτώσουν, δεν διστάζουν. Απέναντί τους παραμονεύει ο αστυνομικός με αξιοθαύμαστη πορεία στη δουλειά του, Βίνσεντ Χάνα, του τμήματος ανθρωποκτονιών του Λος Άντζελες. Ο Χάνα βρίσκεται στα ίχνη του κλέφτη-ιδιοφυΐα και αρχηγού της συμμορίας ΜακΚόλεϊ. Δεν ξέρει ακριβώς τι έχει να αντιμετωπίσει, αλλά κυνηγά το θήραμά του μεθοδικά, ζώντας ουσιαστικά όπως ζει αυτό. Ο ΜακΚόλεϊ τώρα σχεδιάζει το τελευταίο μεγάλο του κόλπο πριν αποσυρθεί, σχέδιο για το οποίο έχει επιστρατεύσει τους καλύτερους της ομάδας του.
Σκηνοθεσία:
Michael Mann
Κύριοι Ρόλοι:
Al Pacino … αστυνόμος Vincent Hanna
Robert De Niro … Neil McCauley
Val Kilmer … Chris Shiherlis
Jon Voight … Nate
Tom Sizemore … Michael Cheritto
Diane Venora … Justine Hanna
Amy Brenneman … Eady
Ashley Judd … Charlene Shiherlis
Mykelti Williamson … ντετέκτιβ Drucker
Wes Studi … ντετέκτιβ Sammy Casals
Ted Levine … ντετέκτιβ Mike Bosko
Dennis Haysbert … Donald Breedan
William Fichtner … Roger Van Zant
Natalie Portman … Lauren Gustafson
Tom Noonan … Kelso
Hank Azaria … Alan Marciano
Danny Trejo … Trejo
Tone Loc … Richard Torena
Xander Berkeley … Ralph
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Michael Mann
Παραγωγή: Art Linson, Michael Mann
Μουσική: Elliot Goldenthal
Φωτογραφία: Dante Spinotti
Μοντάζ: Pasquale Buba, William Goldenberg, Dov Hoenig, Tom Rolf
Σκηνικά: Neil Spisak
Κοστούμια: Deborah Lynn Scott
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Heat
- Ελληνικός Τίτλος: Ένταση
Παραλειπόμενα
- Η ιστορία βασίστηκε στον παλιό αστυνόμο του Σικάγο, Chuck Adamson, και το κυνήγι που διεξήγαγε τη δεκαετία του 1960 επί ενός κακοποιού με το όνομα Neil McCauley.
- Ο Michael Mann είχε εργαστεί πάνω στην ιστορία του αυτή το 1979, με ένα αρχικό σενάριο να δίνεται στον Walter Hill που όμως το είχε απορρίψει. Έπειτα από δέκα χρόνια, το δούλεψε ξανά για το κανάλι NBC, με αποτέλεσμα τον πιλότο μιας τηλεοπτικής σειράς που δεν συνεχίστηκε εντέλει ποτέ. Για την “τιμή των όπλων”, το είχε βγάλει το 1989 ως τηλεταινία με τον τίτλο L.A. Takedown (από το καστ αυτού “επιβίωσε” επί της ταινίας ο Xander Berkeley, σε διαφορετικό όμως ρόλο). Όταν το 1994 εγκατέλειψε μια βιογραφία για τον James Dean, ο Mann αποφάσισε να μετατρέψει το σενάριο σε αυτό της επόμενης του ταινίας.
- Ο De Niro ήταν ο πρώτος από το καστ που πήρε στα χέρια του το σενάριο, κι αυτός ήταν που το προώθησε στον Pacino και τον έπεισε -εύκολα- να συμμετάσχει.
- Χρόνια σε παράλληλους δρόμους, εδώ συναντήθηκαν για πρώτη φορά επί της οθόνης ο Al Pacino με τον Robert De Niro. Υπήρχε βέβαια η κοινή τους συμμετοχή στον δεύτερο Νονό, αλλά δεν συναντιούνται ποτέ επί της οθόνης λόγω της δομής της ταινίας.
- Ο Keanu Reeves απέρριψε τον ρόλο που πήγε στον Val Kilmer, λόγω της ευκαιρίας που του είχε δοθεί να ερμηνεύσει τον Άμλετ στο θέατρο.
- Ο Pacino αποκάλυψε ότι ερμήνευε σαν να ήταν υπό την επήρεια κοκαΐνης καθ’ όλη την ταινία, καθώς έτσι ανάγνωσε τον χαρακτήρα του.
- Ο σκηνοθέτης συνόδευε τους Kilmer, Sizemore και De Niro στις φυλακές του Φόλσομ στην Καλιφόρνια, ώστε να έρθουν σε στενή επαφή και να μιλήσουν με κρατούμενους. Από την άλλη, η Ashley Judd αναζήτησε ιερόδουλες που πλέον είχαν κάνει οικογένεια.
- Ο Mann ζήτησε από τον ανιχνευτή του να βρει τοποθεσίες γυρισμάτων που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από κάποια άλλη ταινία. Αυτό που κατάφεραν ήταν ότι από τις 85 τοποθεσίες που εμφανίζονται, ήταν λιγότερες από 10 που είχαν ξανά κινηματογραφηθεί.
- Το δυσκολότερο γύρισμα έμελλε να είναι αυτό στο αεροδρόμιο του Λος Άντζελες, που επειδή τελούσε υπό την απειλή ενός διαβόητου τρομοκράτη (Ted Kaczynski), χρησιμοποιήθηκε μόνο μικρό μέρος του συνεργείου.
- Οι 107 ημέρες γυρισμάτων δεν εμπεριείχαν ούτε ένα γύρισμα εντός κάποιου στούντιο, μετά από επιλογή του σκηνοθέτη.
- Το μπάτζετ ήταν στα 60 εκατομμύρια δολάρια, με τις εισπράξεις να φτάνουν στα 187,4. Κυρίως, το φιλμ θεωρείται από τα πλέον διαδραστικά στο είδος του.
- Ο γάλλος γκάνγκστερ Redoine Faid έτυχε να συναντηθεί με τον Mann σε ένα φεστιβάλ μετά από χρόνια, και του εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν άθελα του ο “τεχνικός του σύμβουλος”. Και πράγματι, τα ΜΜΕ είχαν ήδη εντοπίσει ομοιότητες στον τρόπο δράσης του κακοποιού σε σχέση με όσα βλέπουμε στην ταινία.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 22/1/2010
Κι ο Μάικλ Μαν έκτοτε ανήκει στο πάνθεον των σημαντικότερων σύγχρονων αμερικανικών σκηνοθετών. Με έναν εντελώς δικό του τρόπο, κατασκευάζει ένα μοντέρνο αστυνομικό έπος που βασίζεται ελάχιστα στη δράση και υπερβολικά στην εσωτερική ένταση. Ο Μαν πετάει σαν τραπουλόχαρτα στο τραπέζι τους χαρακτήρες τους και τους συνδυάζει με μαεστρία, χωρίς να αποδυναμώνει τον κεντρικό κορμό και σκοπό του. Βέβαια, το μεγάλο ατού του έργου είναι η πρώτη εν οθόνη αντιπαράθεση του Αλ Πατσίνο με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, την οποία ο Μαν τη διαχειρίζεται άψογα, ανάγοντας σε σκηνή θρύλο την αντίστοιχη της “αλά σπαγγέτι” συνάντησης τους. Σε αυτήν κρύβεται όλη η νοηματική του ίδιου νομίσματος με τις δύο όψεις. Εκεί που ο δημιουργός δεν πετυχαίνει απόλυτα είναι στη διαχείριση της πολύ μεγάλης διάρκειας και στην ενσωμάτωση περισσότερης δράσης για να κρατάει σε εγρήγορση όλα τα είδη των θεατών. Με την απόλυτη συμπαράσταση ενός σφιχτού μοντάζ και μιας καταβλητικής φωτογραφίας, το έργο συγκαταλέγεται στις καλύτερες σύγχρονες αστυνομικές στιγμές των ΗΠΑ, και επιβάλλεται να το δει κανείς, ακόμα και που αγνοήθηκε από όλα τα βραβεία. Τα Όσκαρ, βέβαια, είπαν το «συγνώμη» τους λίγα χρόνια μετά, με αφορμή το «The Insider».
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 29/8/2024
Ο Alex Colville (1920-2013) ήταν καναδός ζωγράφος που επηρεάστηκε πολύ από τον γαλλικό υπαρξισμό των Sartre και Camus , όπως και πολλοί καλλιτέχνες και στοχαστές της γενιάς του. Στον έργο του, “Pacific” (1967), απεικονίζει μια ανδρική φιγούρα να κοιτάζει τον ωκεανό, με το όπλο του αφημένο σε ένα τραπέζι. Ο πίνακας αυτός ενέπνευσε τον σκηνοθέτη της «Έντασης» Michael Mann. Νωρίς στην ταινία βλέπουμε τον De Niro να επιστρέφει μόνος στο διαμέρισμά του, να αφήνει το όπλο του και να σαρώνει με ασαφές βλέμμα τη θάλασσα, ενώ στη συνέχεια η κάμερα εστιάζει στο όπλο του. Οι σκούρες μπλε αποχρώσεις της φωτογραφίας του Dante Spinotti δημιουργούν ένα αιωρούμενο μελαγχολικό συναίσθημα που διαπερνά την οθόνη. Αυτό το στοιχειωτικά όμορφο απόσπασμα, χαρακτηριστικό του Mann, εισάγει τον θεατή στα κεντρικά ζητήματα της ταινίας: την αστική μοναξιά, την ψυχολογική αποξένωση και τη δύναμη των όπλων ως ηθικό και φιλοσοφικό ζήτημα.
Ο Michael Mann παρά τις αραιές εμφανίσεις του έχει αφήσει το στίγμα του στον σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο. Επίσης είναι ίσως ο πιο ενημερωμένος σκηνοθέτης όσον αφορά το έγκλημα. Οι διασυνδέσεις και οι φιλίες του με πραγματικούς αστυνομικούς ντετέκτιβ τον βοήθησαν να κατανοήσει πραγματικά το αληθινό έγκλημα. Και η «Ένταση» είναι αποτέλεσμα της εικοσαετούς έρευνας του για τη σκοτεινή ανθρώπινη φύση εγκληματιών και αστυνομικών. Μεγάλο μέρος της ταινίας βασίζεται σε μια πραγματική αντιπαράθεση μεταξύ του αστυνομικού ντετέκτιβ Chuk Adamson και του αληθινού εγκληματία Neil McCauley. Ο Adamson είχε εμμονή να συλλάβει τον ιδιοφυή McCauley, αλλά όταν συναντήθηκαν σε ένα καφέ μοιράστηκαν μια φιλική συζήτηση. Ο αστυνομικός βρήκε τον ληστή τόσο έξυπνο και αποφασιστικό όσο ο ίδιος, και σκέφτηκε ότι ίσως σε μια άλλη ζωή θα μπορούσαν να ήταν φίλοι. Ο Mann ενθουσιάστηκε με την ιδέα ενός αστυνομικού που θαυμάζει έναν κλέφτη και έγραψε ένα σενάριο που γυρίστηκε ως τηλεοπτική ταινία το 1989 με τον τίτλο «L.A. Takedown».
Τα πρώτα πλάνα της «Έντασης» δείχνουν τον Neil McCauley (ένας αγέρωχος Robert De Niro) να κλέβει ένα ασθενοφόρο στον δρόμο του για την επόμενη «δουλειά». Σκοτεινό, καθαρό και συγκροτημένο, κάθε βήμα του δείχνει τεράστια αυτοπεποίθηση και αυστηρή τήρηση του επαγγελματικού του κώδικα. Τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας -Chris Shiherlis (Val Kilmer), Michael Cherrito (Tom Sizemore) και Trejo (Danny Trejo)- συγκεντρώνονται μαζί με τον μισθωτό έκτακτο Waingro (Kevin Gage) στον καθορισμένο χρόνο και τόπο για μια ληστεία τεθωρακισμένου αυτοκινήτου. Αποχωρούν με 1,6 εκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα, αλλά ο Waingro απέτυχε στην αναίμακτη εκτέλεση σκοτώνοντας έναν φρουρό. Ως αποτέλεσμα, οι άλλοι δύο φρουροί πρέπει να πεθάνουν ως μάρτυρες. Εν αγνοία του McCauley και του μέντορα του, Nate (John Voight), τα ομόλογα ανήκαν στον μεγαλοπενδυτή Roger Van Zant (ένας εωσφορικός William Fichtner). Δεδομένου ότι τα ομόλογα είναι ασφαλισμένα, ο Nate προτείνει να τα πουλήσει πίσω στον Van Zant σε χαμηλότερη τιμή για να εξαπατήσουν την ασφαλιστική εταιρεία. Ο Van Zant δείχνει να συμφωνεί, αλλά σχεδιάζει να σκοτώσει τον McCauley στη συνάντηση παράδοσης. Ο McCauley γλυτώνει και τηλεφωνεί στον Van Zandt πυροδοτώντας μια αλυσιδωτή έκρηξη βίας.
-Van Zant: «Τι κάνεις;»
-Neil McCauley: «Τι κάνω; Μιλάω σε ένα άδειο τηλέφωνο.»
-Van Zant: «Δεν καταλαβαίνω.»
-Neil McCauley: «Επειδή υπάρχει ένας νεκρός στην άλλη άκρη αυτής της γαμημένης γραμμής!»
Στο μεταξύ, ο McCauley προσπαθεί να απαλλαγεί από τον ψυχοπαθή Waingro, αλλά αυτός δραπετεύει και συνεχίζει μια σειρά από δολοφονίες ιερόδουλων. Με τις αποσταθεροποιητικές πρακτικές των Van Zant και Waingro να κρέμονται από πάνω του, ο μοναχικός McCauley γνωρίζει μια νεαρή γυναίκα, την Eady (Amy Brenneman), και ξαφνικά τα συναισθήματά του δοκιμάζουν τον κώδικά του: «Μην αφήνεις τον εαυτό σου να κολλήσει με οτιδήποτε από το οποίο δεν είσαι πρόθυμος να φύγεις σε 30 δευτερόλεπτα, αν νιώσεις τον κίνδυνο στη γωνία». Όμως όσο δένεται με τη γλυκιά Eady, τόσο τα σχέδιά του για μια τελευταία μεγάλη «δουλειά» πριν την απόσυρση γίνονται πιο επιτακτικά και απελπισμένα…
Ενδιάμεσα παρακολουθούμε την αντιπαράλληλη δράση του Vincent Hanna (ένας νευρικός, πληθωρικός Αl Pacino), ενός επίμονου αστυνομικού που κυνηγά με πάθος τον McCauley, ενώ βρίσκεται σε κρίση του τρίτου γάμου του με την παραμελημένη σύζυγό του, Justine (Diane Venora). Με μια αναπάντεχη χειρονομία, ο αστυνομικός ντετέκτιβ καλεί τον εγκληματία -που θαυμάζει- να συναντηθούν για καφέ, όπου συζητούν τις υποθέσεις τους σαν αδέρφια που χωρίστηκαν όταν ήταν παιδιά. Χαμογελούν, αναγνωρίζοντας τον αναμφισβήτητο δεσμό που μοιράζονται. «Κάνω αυτό που κάνω καλύτερα… Κάνεις αυτό που κάνεις καλύτερα: προσπαθείς να πιάσεις τύπους σαν εμένα» λέει ο De Niro. «Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο», παρατηρεί ο Pacino «Ούτε εγώ», απαντά ο ‘πνευματικός’ του δίδυμος. Ωστόσο, παρά τον αμοιβαίο θαυμασμό τους, οι δύο άντρες συμφωνούν ότι αν συναντηθούν ξανά στο πεδίο του εγκλήματος, κανένας δεν θα διστάσει να ανοίξει πυρ.
Η «Ένταση» είναι ένα αρχετυπικό νεο-νουάρ επικών διαστάσεων και όχι μια επίπεδη ταινία δράσης. Ο Mann διατηρεί την οικειότητα των κωδίκων, εκσυγχρονίζει την αισθητική αλλά δεν υποκύπτει στον μεταμοντερνισμό που συχνά οδηγεί στην αυτοαναίρεση. Μέσω της εκφραστικής μουσικής του Elliot Goldenthal, του στιλιζαρίσματος των πλάνων και της συναισθηματικής έντασης συνδυάζει την καλλιτεχνικότητα με την έντονη βία και στωικότητα του νουάρ. Οι συμβάσεις και τα στοιχεία του είδους είναι παρόντα, από τον σκληρό ντετέκτιβ μέχρι τον συμπαθή εγκληματία, από τον σεβασμό μέχρι την προδοσία, από την αλληλεπίδραση φωτός και σκιάς, μέχρι τα φώτα νέον στις σκοτεινές γωνιές του αστικού τοπίου. Ωστόσο, υπάρχει μια μοναδικότητα στη διάθεση, την αίσθηση και την ατμόσφαιρα της ταινίας στον τρόπο που μεταφέρει στον θεατή την ερημιά και την αποξένωση που νιώθουν οι χαρακτήρες: ένα αυτοκίνητο σε έναν άδειο αυτοκινητόδρομο, τα φώτα της πόλης που τρεμοπαίζουν στη σιωπηλή νύχτα, ένα άδειο διαμέρισμα που αντανακλά έναν απέραντο ωκεανό, τα φώτα του διαδρόμου του αεροδρομίου που αργοσβήνουν μέχρι το απόλυτο σκοτάδι. Αυτό το εντυπωσιακό ύφος συνδέεται οργανικά με το βάθος περιεχομένου, με την έννοια ότι κάθε ενέργεια κάποιου χαρακτήρα υπακούει στο ντετερμιστικό μοτίβο αιτίας-αποτελέσματος. Κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του μικρή ιστορία, που παρουσιάζεται ως υποπλοκή. Όλα αυτά τα αφηγηματική νήματα τελικά συναντώνται χαρίζοντας στην ταινία την οικουμενικότητα και τη διαχρονικότητα που θυμίζει τα θέματα αρχών και ηθικής μιας ελληνικής τραγωδίας.
Παρακολουθώντας την ταινία, αυτόματα έρχονται στον νου δυο κλασικά: «Ο Κόκκινος Κύκλος» (1970) του Melville για τον αυτοέλεγχο, το cool στυλ και τις σχολαστικές λεπτομέρειες, και η «Άγρια Συμμορία» (1969) του Peckinpah για το οπερατικό κρεσέντο της αιματοχυσίας και τη δυαδικότητα Holden-Ryan, ανάλογη εκείνης των De Niro-Pacino.
«Κλέφτες» και «αστυνόμοι»: Ποια η διαφορά; Οι μέθοδοι, οι πράξεις, η εμφάνιση και οι συμπεριφορές είναι συχνά παρόμοιες. Εκκινούν από την ίδια αφετηρία, ικανοποιούν τις ίδιες παρορμήσεις -με διαφορετικά μέσα, έλκονται από την ίδια «πυράκτωση» της βίαιης σύγκρουσης, αποτυγχάνουν στην ενοποίηση δουλειάς και οικογένειας λόγω του εθισμού τους στον κίνδυνο.
«Σου είπα ότι δεν θα ξαναμπώ μέσα, ποτέ…», λέει ο De Niro καθώς τον κυριεύει το ρίγος του θανάτου. Ο Pacino προχωρά προς το μέρος του με ένα αποχαιρετιστήριο «Ναι» και κρατιούνται σφιχτά χέρι-χέρι, ενώ το υγρό βλέμμα του πενθεί ατενίζοντας τη νύχτα. Οπτική ποίηση για την αντρική φιλία που ύμνησαν στο παρελθόν και οι επιρροές του Mann: Ford, Hawks, Peckinpah, Melville.
Βαθμολογία: